Ζούσαμε σ’ ένα συλλογικό ψέμα

Φώτης Γεωργελές 06 Φεβ 2014

Μια φορά, ένα γερμανικό περιοδικό, επειδή ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, είχε για κύριο θέμα ότι οι Έλληνες και Κύπριοι συνταξιούχοι είναι πλουσιότεροι των Γερμανών. Στο εξώφυλλο μάλιστα είχε ένα κυπριακό γαϊδουράκι με τα κοφίνια στο πλάι να ξεχειλίζουν από ευρώ. Η Μέρκελ, την άλλη κιόλας μέρα, προς τιμήν της, βγήκε και είπε, μη λέμε σαχλαμάρες, η προσπάθεια των Ελλήνων να συσσωρεύσουν, να έχουν δική τους στέγη, ακίνητα, δεν είναι πλουτισμός, είναι ανασφάλεια. Γιατί η κοινωνική πρόνοια δε είναι σαν της Γερμανίας, οι άνθρωποι τρέμουν μην αρρωστήσουν, μη χάσουν τη δουλειά τους, μη δεν έχουν λεφτά για φάρμακα, για φακελάκια, για οίκους ευγηρίας, για νοσοκομειακή περίθαλψη, για αξιοπρεπή γηρατειά.

Η ίδια Μέρκελ συνηθίζει να λέει μερικούς αριθμούς για να δείχνει το αδιέξοδο. Η Ευρώπη, το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει το 23% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ξοδεύει το 50% της παγκόσμιας κοινωνικής δαπάνης. Και οι αριθμοί χειροτερεύουν συνεχώς. Το 1980 η Δύση δημιούργησε το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, το 2001 το 50%, σήμερα οι αναπτυσσόμενες χώρες παράγουν το 70%. Η Ευρώπη γερνάει, χάνει το δυναμισμό της, είναι σαν τις παλιές αυτοκρατορίες που μία-μία αποσύρονται από το προσκήνιο. Η επανάσταση της τεχνολογίας και της γνώσης μπορεί να προκάλεσε το παγκόσμιο μπουμ ανάπτυξης, αλλά δημοκρατικοποίησε τους τρόπους και τα μέσα παραγωγής, οι παλιοί επικυρίαρχοι της Δύσης χάνουν την πλεονεκτική τους θέση. Εμείς ζήσαμε τη χρυσή μας περίοδο, τώρα ήρθε η σειρά των άλλων να ζήσουν τη δική τους. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση της δυτικής μεσαίας τάξης θα μειωθεί καθώς οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες θα συναντηθούν κάπου στη μέση.

Η Ευρώπη, ικανοποιημένη από την επιτυχία της και πλούσια, μοιάζει να αποφάσισε να μην προοδεύσει άλλο, να παγώσει το χρόνο, να ζήσει από τις προσόδους και τα προνόμιά της. Μέσα σε μια δεκαετία το χρέος του νότου υπερδιπλασιάστηκε. Συντήρησε την ανάπτυξη αλλά με τρόπο ψεύτικο και τεχνητό, δημιουργώντας φούσκες. Οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν κατά 15-20% το χρόνο. Χρηματοπιστωτικές φούσκες στις αγγλοσαξωνικές χώρες, φούσκες των ακινήτων στην Ιβηρική Χερσόνησο, φούσκα του δημοσίου στην Ελλάδα. Τεχνητοί παράδεισοι που η ευρωπαϊκή οικονομική πραγματικότητα δεν μπορούσε να προσφέρει. Ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν, ήταν τα χρέη. Ζούσαμε σ’ ένα συλλογικό ψέμα που είπαμε στους εαυτούς μας, μέχρι που ήρθε η οικονομική κρίση και οι χρεοκοπίες.

Η Ευρώπη είναι σ’ ένα δύσκολο σταυροδρόμι. Θα αποδεχτεί τη μοίρα της και θα περάσει στο περιθώριο της ανάπτυξης ή θα αντιδράσει και θα πάρει τις δύσκολες αποφάσεις για να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Η οπτική της Μέρκελ, για να ξαναγυρίσουμε στην αρχή, δείχνει ένα δρόμο. Οι συντάξεις των Γερμανών δεν είναι μεγαλύτερες από των Ελλήνων, 950 ευρώ περίπου μέσος όρος, αλλά οι κοινωνικές παροχές του γερμανικού κράτους δεν συγκρίνονται με τις ελληνικές. Το θέμα δηλαδή είναι να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό επίπεδο κοινωνικής προστασίας, το καλύτερο του κόσμου, αλλά όχι οι πρόσοδοι και τα προνόμια. Να απελευθερωθεί η οικονομία, να στραφεί ξανά στην παραγωγή, να μετατοπιστεί το βάρος από τις πολιτικές ασφάλειας στις πολιτικές ρίσκου. Γιατί μόνο το ρίσκο δημιουργεί ανάπτυξη, δίνει ευκαιρίες, επιτρέπει στον καθένα να φτιάξει τη ζωή του, δημιουργεί κοινωνική κινητικότητα.

Το ρίσκο είναι κίνηση, η αποστροφή στο ρίσκο είναι συντηρητισμός, ακινησία, μη χαθούν τα κεκτημένα, μη θιγούν τα προνόμια. Δεν είναι εύκολο. Ζούμε σε μια ήπειρο ηλικιωμένων, που διοικείται από ηλικιωμένους, με πολιτικές στραμμένες προς ηλικιωμένους. Κοιτάμε τον κόσμο με τη ματιά της προηγούμενης 20ετίας. Συντηρούμε τους προσοδούχους αντί να ενθαρρύνουμε την καινοτομία. Μας φαίνεται φυσικό να είναι η φορολόγηση εργασίας υψηλότερη της φορολογίας κεφαλαίου. Η προστασία της εργασίας για τους παλαιότερους να αυξάνει την ανεργία των νέων. Οι δαπάνες για συντάξεις ανεβαίνουν συνεχώς, πράγμα που σημαίνει περισσότερους φόρους, μεταφορά πλούτου εις βάρος των νέων.

Κοινωνική προστασία αφενός, αλλά και ξεφούσκωμα της κάθε φούσκας, περιορισμός προνομίων και προσόδων, στροφή στην παραγωγή αφετέρου, είναι ένα σχέδιο που συναντάει τεράστιες αντιδράσεις. Οι «κερδισμένοι» της κάθε φούσκας αντιδρούν με κάθε τρόπο. Τα golden boys της κάθε Λίμαν Μπράδερς θα κατηγορήσουν την υψηλή φορολογία, το κράτος που «επεμβαίνει» με κανόνες ρυθμιστικούς οι οποίοι ευνουχίζουν την επιχειρηματικότητα. Εννοούν την απουσία επιχειρηματικότητας, την οικονομία-καζίνο που χρεοκόπησε θεαματικά το 2008. Και τα δικά μας golden boys της κρατικοδίαιτης φούσκας, οι πολιτικοί των 48 ακινήτων, οι συνδικαλιστές των κυπριακών offshore και του ενός εκατομμυρίου εφάπαξ, θα κατηγορούν το «νεοφιλελευθερισμό», αυτό το αποτρόπαιο τέρας που απειλεί το δημόσιο τομέα. Εννοούν τις συνδικαλιστικές αργομισθίες, τις συνδικαλιστικές διπλές συντάξεις, τις ειδικές κατηγορίες φορολογουμένων που φοροδιαφεύγουν, τα επιδόματα χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα, τις πρόωρες συντάξεις στα 50 που το βάρος τους επωμίζεται η νεότερη γενιά, τις πολυτελείς θέσεις σε οργανισμούς της πλάκας, την κρατική γραφειοκρατία, την απομύζηση της δημόσιας περιουσίας. Είναι τα ίδια golden boys σε κάθε χώρα, οι ευνοημένοι της γενιάς του baby boom σ’ όλη τη Δύση, της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, που κρυμμένοι σε κάθε λογής σημαία ευκαιρίας δεν θέλουν ν’ αλλάξουν τίποτα. Αυτοκτονικά και πεισματάρικα. Κατηγορούν την «επίθεση στο κοινωνικό κράτος» και εννοούν τα προνόμιά τους που ακριβώς για να μη θιγούν, κατεδαφίζεται το κοινωνικό κράτος.

Η ριζοσπαστικότητα των ηλικιωμένων είναι συνήθως συντηρητική. Στην Ελλάδα, που έχουμε και το μεγαλύτερο πρόβλημα, έχουμε κατρακυλήσει στους ολοκληρωτισμούς των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Αλλά και στην Ισπανία απαγορεύουν τις αμβλώσεις, στη Γαλλία απόκτησαν το δικό τους tea party, δεκάδες χιλιάδες διαδηλώνουν ενάντια στην «οργανωμένη γενοκτονία του γαλλικού λαού». Ψεκασμένοι υπάρχουν παντού. Η επιστροφή στο παρελθόν είναι η λύση αυτοκτονίας για την Ευρώπη. Ο στρουθοκαμηλισμός κρύβει τα προβλήματα, αλλά δεν τα εξαφανίζει. Το παρελθόν δεν επιστρέφει ποτέ «με ένα νόμο, ένα άρθρο». Όσοι κρύβουν την πραγματικότητα, φέρνουν απλώς πιο κοντά την αναπόφευκτη παρακμή. Ο Ολάντ, αφού έχασε μερικά χρόνια γιατί ήταν απασχολημένος να αλλάζει «πρώτες κυρίες», τώρα αναγγέλλει ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως είχαν κάνει οι Γερμανοί πριν 10 χρόνια. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, να υπενθυμίσουμε, γιατί πολύ εύκολα κατηγορούν κάποιοι τη «νεοφιλελεύθερη» Μέρκελ.

Η Ευρώπη έστω και αργά, έστω δύσκολα και με πολλά μπρος-πίσω, προσπαθεί να καταργήσει τα τραπεζικά απόρρητα της Ελβετίας, διαλύει τους φορολογικούς παραδείσους, προσπαθεί να χτυπήσει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και να επαναφέρει την κατεύθυνση των επενδύσεων στην παραγωγή, εκεί που χάνει το παιχνίδι. Προσπαθεί να «κάψει» λίπος, να μειώσει δηλαδή προνόμια και προσόδους που δεν δικαιολογεί η οικονομική συγκυρία, να μειώσει γραφειοκρατικές δομές για να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις. Το παιχνίδι είναι ανοιχτό, δεν είναι εύκολο, οι κατεστημένες δομές και τα συμφέροντα είναι δύσκολο να το επιτρέψουν. Αλλά, τουλάχιστον, αυτή η συντηρητική Ευρώπη, η γραφειοκρατική, δείχνει ότι έχει καταλάβει το πρόβλημα. Αντίθετα, οι κατήγοροί της είναι οι πραγματικοί συντηρητικοί. Πίσω από το σύνθημα «όχι στη λιτότητα» κρύβουν την πραγματικότητα, κρύβουν τις οφθαλμοφανείς επιδιώξεις τους. Που είναι, όχι στην αφαίρεση των δικών μας προνομίων και οι άλλοι ας πεθάνουν. Η «δίκαιη» λιτότητα είναι αναπόφευκτη για την Ευρώπη.

Η αλλαγή κάθε γερασμένης γραφειοκρατικής δομής που αφαιρεί ανταγωνιστικότητα από την Ευρώπη, είναι υποχρεωτική, αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα επίπεδο που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Όσοι δεν αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα και υποστηρίζουν ότι τα πράγματα μπορούν να μείνουν όπως τα ξέραμε, είναι, ό,τι ταμπέλα κι αν κρατάνε, οι πραγματικοί συντηρητικοί της εποχής μας.