Ζωή Βισίνσκυ Σταλίνοβνα

Κώστας Πετρουλάς 19 Σεπ 2015

Ο σταλινισμός δεν υπήρξε το παρανοϊκό καπρίτσιο ενός ανθρώπου που έδωσε το όνομά του σε ένα είδος δικτατορίας και σε μια ιστορική περίοδο. Σαν μοντέλο εξουσίας προϋπήρχε του Στάλιν, πήρε επί της βασιλείας του ένα ιδιάζων μέγιστο μέγεθος και ευδοκίμησε σε όλα τα κομμουνιστικά λεγόμενα καθεστώτα. Και δεν πέρασε ούτε πέθανε. Ζει προσαρμοσμένος στο παρόν και απειλεί το μέλλον.

Το γνώριμο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε αλλά και μεταλλάχτηκε είναι το πασίγνωστο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Πρόκειται για το δόγμα που εννοεί ότι ο σκοπός είναι ιερός και επιτρέπει ανίερα μέσα για να τον πετύχουμε. Αλλά η ιστορία έχει αποδείξει, είτε ότι τα ανίερα μέσα ακύρωσαν τους όποιους ιερούς σκοπούς είτε ότι οι σκοποί υπήρξαν το ίδιο ανίεροι με τα μέσα.

Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Θα λέγαμε όλα όσα πρόκριναν την αφαίρεση της ζωής και κατ’ επέκταση κάθε διαχρονικής αξίας ανθρώπινης συμβίωσης. Κι αυτά αφορούν κάθε λογική στοχευμένης βίας, πλην εκείνης που αντιστάθηκε σε προφανή αντιδραστική βία (και όχι σε βαφτισμένη και φαντασιακή) προς τα ανθρώπινα δικαιώματα η οποία δικαιώθηκε ως νόμιμη άμυνα, ως δράση και ως επανάσταση.

Τα υπόλοιπα, υπήρξαν σκέτα μαζικά εγκλήματα.

Ο σταλινισμός έχει σαφή συγγένεια με άλλους ισμούς μαζικής εγκληματικότητας, όπως ο φασισμός, ο ναζισμός, ο χριστιανισμός των σταυροφοριών και ο ισλαμισμός του τζιχάντ, αλλά έχει και μια βασική  ειδοποιό διαφορά. Δεν δείχνει ως εχθρούς φυλές και έθνη και δεν προβάλλει μια εξόφθαλμη αδικία ως τελικό σκοπό ώστε να είναι μαχητός και καταδικαστέος. Αντιθέτως γεννήθηκε στο πλαίσιο μιάς ιδέας που ήταν ιδανική η οποία υποσχέθηκε το απόλυτο των αξιών και το μέγιστο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν είχε τρωτά και αδύναμα σημεία ως προς τον τελικό σκοπό του και επαγγέλθηκε με επιστημονικοφάνεια τον επί γης παράδεισο. Κι αυτό του έδωσε το πλεονέκτημα να συκοφαντήσει πειστικά και να μηδενίσει το σύνολο των αξιών, τις οποίες απέδωσε στο σύστημα που ήθελε να γκρεμίσει ώστε να χτίσει από την αρχή το νέο και τέλειο δικό του. Δεν τις δέχτηκε σαν πρόοδο του ανθρώπου, δεν τις σεβάστηκε ως διαχρονικές και όταν τα επιχειρήματα δεν έφταναν να τις αγγίξουν τις πρόβαλλε διευρυμένες σαν υποσχέσεις του μέλλοντος ώστε να είναι θεμιτή η κατάργησή τους στο παρόν.

Ο ναζισμός, ο φασισμός και πολλά άλλα ισμός, άφησαν πίσω τους αποτρόπαια εγκλήματα στο μπλοκ των εχθρών τους. Όχι των συστρατευμένων φίλων τους. Φυσικά πάντα υπήρξαν εσωτερικές διενέξεις και ενδογενείς αντιθέσεις σ’ αυτά τα στρατόπεδα. Τέτοια ήταν πχ η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών όπου ο Χίτλερ έσφαζε επί τρεις μέρες την ηγεσία της δικής του παραστρατιωτικής SA το 1934 (περίπου 200) καθώς και μερικές ακόμη περιπτώσεις. Δεν ήταν όμως αυτό το κύριο χαρακτηριστικό της δράσης τους. Οι ισμοί υπήρξαν ενωμένοι στον κοινό τους  εγκληματικό σκοπό.

Ο σταλινισμός αντιθέτως, εξόντωσε περισσότερους κομμουνιστές, συντρόφους, επαναστάτες, από όσους έχουν εξοντώσει όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης μαζί, σε όλο το πλανήτη.

Η Κορέα και η Κούβα στέκονται ως μνημεία θυμάτων, μνημεία αυτοχειρίας, να μας θυμίζουν ότι οι ιδέες, όσο κι αν περιγράφουν έναν τελικό παράδεισο, όταν ΔΕΝ περιλαμβάνουν ΔΕΝ σέβονται και ΔΕΝ προάγουν ισορροπημένα, τα ατομικά και τα συλλογικά ανθρώπινα δικαιώματα έχουν τις προδιαγραφές να φέρουν μόνο την κόλαση.

Τον σταλινισμό ωστόσο δεν τον επινόησε ο Στάλιν. Τον επινόησαν οι θεωρητικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ο μαρξισμός – λενινισμός, υπήρξε η θεωρία και το πολιτικό σχέδιο που οδήγησαν την ανθρωπότητα μέσα στον 20ο αιώνα, σε πλανητική παράκρουση και τελικά σε ένα εγκληματικό φιάσκο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τη θεωρία που επικράτησε, καθώς την πρόταση της βίας άνευ όρων και της ισοπέδωσης των αξιών, την ονόμασαν αντίσταση, άρα θεμιτή βία, προγενέστεροι ή σύγχρονοί τους συντάκτες τέτοιας θεωρίας, που όμως δεν κατείχαν επιστημονικούς τίτλους σαν εκείνους που πίστεψαν ότι απέχτησαν οι κομμουνιστές της τρίτης διεθνούς.

Οι Γιακωβίνοι στη γαλλική επανάσταση, επινόησαν τις γκιλοτίνες εν ονόματι της ελευθερίας ενώ ήταν ήδη νικητές, από τις οποίες δεν γλίτωσαν οι ίδιοι οι εμπνευστές.

Ο Μπλανκί ο οποίος εκλέχτηκε και πρόεδρος της Παρισινής Κομμούνας είχε πάει ένα βήμα παραπέρα και μίλησε πρώτος για την δικτατορία του προλεταριάτου και την αναπόφευκτη βία.

Οι αναρχικοί που προέκυψαν από τη διάσπαση της πρώτης διεθνούς, με ακραία φωνή εκείνη του Νετσάγιεφ νομιμοποίησαν επίσης την απόλυτη βία προκειμένου να φτάσουν στο σκοπό, αν και προέβλεψαν σωστά την σκληρότερη δικτατορία που περίμενε τους λαούς αν καταλάμβανε ένα κόμμα την κρατική εξουσία.

Και πολλοί άλλοι θεωρητικοί και πρακτικοί της βίας κύκλωσαν τους στοχασμούς των Μαρξ και Ένγκελς, οι οποίοι έδωσαν το τελικό νόημα στην πλέον νομιμοφανή και επιστημονικοφανή απάτη, που κατέληξε στον πλέον δικτατορικό καπιταλισμό, διατηρώντας το όνομα, σοσιαλισμός.

Περί των προθέσεων των θεωρητικών του σοσιαλισμού, δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε.

Δεν έχουμε ωστόσο και λόγο να αθωώσουμε το λανθασμένο θεώρημα που αντέστρεψε το αποτέλεσμα.

Κι αυτό ήταν ασφαλώς η ανάθεση της διεκπεραίωσης σε μια ανεξέλεγκτη εξουσία. Την κομματική. Τη δομή της οποίας την επεξεργάστηκαν «επιστημονικά» και κατέληξαν στην άστοχη παραδοχή ότι ένα κόμμα μπορεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού, χωρίς έλεγχο από το λαό και ούτε καν από τα μέλη του κόμματος. Θεώρησαν ότι ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» του κόμματος «νέου τύπου» είναι επαρκής εκφραστής των εργατικών συμφερόντων και οφείλει να λειτουργεί αποφασιστικά από την κορυφή προς τη βάση.

Κι έτσι το προλεταριάτο το οποίο υπέθεσαν απόστολο της αταξικής κοινωνίας εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και έμεινε μόνο η κομματική εξουσία που άσκησε την δικτατορία της στους πάντες. Κι επειδή οι διαχρονικές αξίες σε πολιτικό επίπεδο κατοχυρώνονται με θεσμούς και νόμους, η κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών, διέγραψε την δικαστική εξουσία και άφησε τις κοινωνίες απροστάτευτες.

Μοναδικός νόμος που απέμεινε και διέπρεψε ήταν το «δίκιο» του εργάτη, που σε απλά ρώσικα σήμαινε το δίκιο της εξουσίας που εγκληματούσε ανενόχλητα. Με ασπίδα πάντα το διακηρυγμένο παραδείσιο μέλλον.

Εκείνοι που αποδέχτηκαν ως υπέρτατο δίκαιο το κόμμα το οποίο ήταν απατηλά ταυτισμένο με την απόλυτη ιδέα και είχε την απόλυτη εξουσιοδότηση να την πραγματοποιήσει, κατέληξαν υποψήφιοι θύτες και θύματα μαζί, της στρέβλωσης στην οποία συμμετείχαν. Οι καλοπροαίρετοι πιστοί μετατράπηκαν σε δολοφόνους και στη συνέχεια σε νεκρούς. Δεν έχει σημασία αν οι ηθικές αντιστάσεις τους κάμφθηκαν ακαριαία ή δίστασαν, σημασία έχει ότι με βάση το μοντέλο που οι ίδιοι υπερασπίστηκαν, αργά ή γρήγορα όφειλαν να επιλέξουν το ρόλο του θύτη έως ότου καταλήξουν θύματα. Επιβίωσαν μόνο μερικοί από τους πλέον μοχθηρούς εξουσιομανείς που διέπρεψαν στο φυσικό τους χώρο ο οποίος τους παρείχε όλα τα εργαλεία για να επικρατήσουν.

Ο Τρότσκι δίστασε να καταπνίξει την επανάσταση της Κροστάνδης που ζητούσε το αυτονόητο, εκλεγμένα σοβιέτ. Όμως υπέκυψε και την κατέπνιξε. Και ήταν αυτός που δήλωσε στο 13ο συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1924 ότι «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει δίκιο ενάντια στο κόμμα. Μπορεί να έχει δίκιο μόνο με το κόμμα και μέσω του κόμματος»

Και το δίκιο του κόμματος τον δολοφόνησε λίγο αργότερα αφού είχε δολοφονήσει πρώτα όλη του την οικογένεια. Με την προφητική έγκρισή του.

Οι μακάβριες δίκες δε, όπου οι πρώην ηγέτες ομολογούσαν την προδοσία τους με την υπόσχεση ότι θα σωθούν αυτοί και οι οικογένειες τους και με αποτέλεσμα να εκτελούνται άπαντες, μόνο με τις μεθόδους της ιεράς εξέτασης μπορούν να συγκριθούν σε όλη την ιστορία του ανθρώπου.

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι ο Κίροφ, ο οποίος υπήρξε τυπικά ο πρώτος δολοφονημένος από τον Στάλιν, ή οποιοσδήποτε άλλος, θα ήταν λιγότερο σταλινικός. Οι Στάλιν δεν έλειψαν από κανένα «κομμουνιστικό» κράτος. Κι όσοι αποπειράθηκαν την ανατροπή του λενινισμού – σταλινισμού, (Ουγγαρία Τσεχοσλοβακία) ανατράπηκαν πάραυτα από την μεγάλη αδερφή, τη Σοβιετική (με κομματικά σοβιέτ) Ένωση. Και ήταν λογικό να τελειώσει πρώτα εκεί ο εφιάλτης, στα χέρια του Γκορμπατσώφ, για να μπορέσει να τελειώσει σε όλο το μπλοκ που επιτηρούσε ιμπεριαλιστικά η Ρωσία.

Είναι δε σαφές, ότι η συνείδηση του μέσου πολίτη στον κόσμο, δεν καταδίκασε το όραμα της αταξικής κοινωνίας. Δεν καταδίκασε την ιδέα να ζήσουμε αδελφωμένοι σε μια κοινωνία που δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό άλλωστε υπήρξε θρησκευτικό και φιλοσοφικό ιδεώδες πολύ πριν από το κουμμουνιστικό πείραμα. Καταδίκασε την συγκεκριμένη θεωρία που κάνει την αστική δημοκρατία να μοιάζει με τελειότητα (ενώ δεν είναι) και που ξεπέρασε μακράν σε εγκληματικότητα τη δικτατορική μορφή του ομολογημένου καπιταλισμού.

Κανένας βεβαίως δεν μπορεί να πει ότι η ανθρωπότητα χωρίς τον σταλινισμό, βαδίζει σταθερά επάνω στη οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως αξίωσε να την διατυπώσει το 1948, αλλά μόνο ότι είναι στο σωστό δρόμο και πασχίζει να διεκδικήσει τους θεσμούς που διασφαλίζουν μια τέτοια πορεία.

 

Όσο όμως κι αν όλα δείχνουν ότι προσπεράσαμε την σταλινική εκδοχή του σοσιαλισμού, οπότε έχουμε διαφύγει τον κίνδυνο να ζήσουμε την φρίκη που έζησαν άλλο λαοί στα σταλινικά καθεστώτα, η κατάρα της υπερβατικής ιδέας που επιτρέπει τα πάντα στην εξουσία ανάθεσης, είναι ακόμη παρούσα. Ασφαλώς δεν έχει τη δύναμη να εγκληματήσει διεκδικώντας την ολοκληρωτική εξουσία του παρελθόντος, αλλά επιχειρεί αμετανόητα,  αναλογικά προς τις σημερινές συνθήκες εγκλήματα.

Κατά την γνώμη μας, αυτό ζούμε εδώ και έξι χρόνια στη χώρα μας. Την  επίσημη απόπειρα νεκρανάστασης του σταλινισμού. Γεγονός είναι βεβαίως, ότι δεν μας έλειψε ποτέ η κεντρική ιδέα του, τα απομεινάρια του μύθου του. Το ΚΚΕ μαζί με διάφορα μικρά ΚΚ, μαζί και με τους τελευταίους στον κόσμο αντάρτες πόλεων, που ξέμειναν να συντηρούνται από τις επίμονες αρχαιολογικές λενινιστικές ανασκαφές, τον κράτησαν ζωντανό.

Αυτή τη φορά όμως το τέρας ξέφυγε από το μουσείο και ανέλαβε να το οδηγήσει στην κοινωνία η ανανεωτική λεγόμενη αριστερά.

Αυτός ο χώρος ο οποίος προέκυψε από την άρνηση της Μαρξιστικής Λενινιστικής ορθοδοξίας, έδωσε ασφαλώς στην πολιτική φωτισμένα στελέχη που παρακολούθησαν την μεταρρυθμιστική ρότα, ως εφικτή και σημαντική για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων και των εν γένει ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Κράτησε όμως ταυτόχρονα αιχμάλωτους τους περισσότερους, μέσα σε έναν ανομοιογενή πυρήνα σε πλήρη σύγχυση. Οι οποίοι δεν συγκρότησαν ποτέ, κανένα πολιτικό σχέδιο το οποίο θα τους διαφοροποιούσε ταυτόχρονα από τη σοσιαλδημοκρατία και από την σταλινική μοίρα του λενινισμού, όπως θεωρητικά επεδίωκαν.

Ονόμασαν σχέδιο την διαρκή κριτική στην κακή πλευρά του καπιταλισμού και παρέμειναν δέσμιοι της κουλτούρας από την οποία προήλθαν η οποία περιλαμβάνει δύο χαραχτηριστικά:

– Την εμμονική αναφορά στο κράτος στο οποίο βάσισε ο Λένιν τη θεωρία του για την εξουσία του προλεταριάτου, ήτοι του κόμματος.

– Την άρνηση κάθε αξίας έναντι του δίκιου της υπέρτατης «αριστερής» ιδέας, παρ’ όλο που αιχμή της πολιτικής τους υπήρξε ορθά, καίτοι αντιφατικά, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο χυλός ωστόσο που σέρβιραν δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινωνία που μετά βίας τους έδινε βήμα στη βουλή. Κατά τη γνώμη μας, κάπως έτσι θα έσβηνε ο μύθος, αν δεν μεσολαβούσε η συγκυρία της κρίσης από την οποία γαντζώθηκαν.

Ο θυμός και η απόγνωση των νεόπλουτων πολιτών οι οποίοι θυμήθηκαν το περιβάλλον διαφθοράς στο οποίο ευημερούσαν μέχρι να χρεοκοπήσει η χώρα, τους ανάστησε. Και σ’ αυτό το κομβικό σημείο, η διασταύρωση του σταλινισμού με τον πλέον ξεχειλωμένο λαϊκισμό που έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος, γέννησε τον υβριδικό γαμπρό της εξουσίας, το ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος νυμφεύτηκε τον ακροδεξιό και ρατσιστικό πόλο τής θεωρητικά απέναντι όχθης, τους ΑΝΕΛ, και πήρε προίκα την Ελλάδα ντυμένη με το αντιμνημονιακό σχέδιο της καταστροφής της.

Τα αντανακλαστικά που ελευθέρωσε η προοπτική της εξουσίας, ήταν σταλινικής προέλευσης, και αποδείχτηκε ότι οι περισσευούμενοι «ανανεωτικοί» κομουνιστές, ποτέ δεν απαγκιστρώθηκαν απ’ αυτή την κουλτούρα. Χλεύασαν χωρίς αναστολές τη θεσμικά κατοχυρωμένη δημοκρατία, την κατήγγειλαν, και πρόβαλαν ως δημοκρατία τις πεποιθήσεις τους, αποκαλώντας προδότη όποιον διαφωνούσε μαζί τους.

Κανέναν ενδοιασμό δεν είχαν να ανακαλύψουν καταχτητές και τοκογλύφους, να πουν όσα ψέματα δεν έχουν ειπωθεί σε ολόκληρη τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, να παραβιάσουν όσους θεσμούς είχαν προσποιηθεί ότι προστατεύουν στο παρελθόν, να αρνηθούν κάθε μεταρρυθμιστική πολιτική την οποία απέτρεπαν ή κατήγγειλαν και βεβαίως να τάξουν το παλάτι του Μίδα σε όλους. «Η εξουσία στην αριστερά», υπήρξε το μοναδικό τους μέλημα και βεβαίως τα μέσα εξακολούθησαν να θεωρούνται καθαγιασμένα έναντι του θαύματος που θα έφερναν.

Ο σταλινισμός χρωστούσε μια ήττα ακόμη, την τελευταία μάλλον στον πολιτισμένο και εξελιγμένο κόσμο. Η αντιμνημονιακή φανφάρα που επινόησαν, κατέρρευσε. Όλα δείχνουν πλέον ότι η μοίρα μας ήταν να ξεμπλέξουμε τη χώρα μας και την Ευρώπη από ευανάγνωστες καταστροφικές ιδεοληψίες. Θα μπορούσε αυτή η ήττα να είχε φέρει και την απόλυτη καταστροφή, αλλά ευτυχώς ήρθε μόνο με μεγάλες ζημιές.

Η τρομαχτική πραγματικότητα ενεργοποίησε την προσωπική τους αυτοσυντήρηση.

Η στροφή της τελευταίας ώρας, που έγινε από τον τρόμο της επόμενης μέρας η οποία θα ήταν αμείλικτη για όλους μας αλλά και για τους ίδιους, έριξε την αυλαία του μακάβριου μύθου.

Όμως το έργο συνεχίζεται με αυτοσχεδιασμούς μπροστά από τη σκηνή.

Η κοινωνία εξακολουθεί να κινδυνεύει από το σταλινισμό, ο οποίος δεν εξαφανίστηκε βεβαίως μέσα σε ένα μήνα.

Η εξάχρονη γκεμπελική παρουσίαση μιας τόσο μεγάλης απάτης και η επτάμηνη απόπειρα να την αποδείξουν αληθινή, δεν μπορεί να μας καθησυχάσει, επειδή αναγκάστηκαν να κάνουν την απόλυτη κωλοτούμπα.

Δεν διαφεύγει επίσης σε κανέναν ότι παρέμειναν ζωντανά και συμπτυγμένα στην ΛΑΕ τα καθαρόαιμα σταλινικά υπολείμματα που βγήκαν στο προσκήνιο και μας κουνάνε το δάχτυλο και την κρεμάλα μέσα στα μούτρα μας, απροσχημάτιστα. Ούτε ότι στις τάξεις του έχουν προσχωρήσει τα γκεσέμια του μίσους, τα οποία ευδοκιμούν ως ηγετικές μορφές.

Βεβαίως το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο, όχι μόνο για μας, αλλά και για τον τυχοδιωχτικό και κρυφοσταλινικό πλέον, ΣΥΡΙΖΑ.

Ο μαρξισμός – λενινισμός – σταλινισμός, δεν υπήρξε μόνο ικανός να διαφθείρει εκείνους που έστω με αγνές προθέσεις κατ’ αρχήν, παγιδεύτηκαν στην ιδεοληψία της μόνης αλήθειας η οποία δεν οφείλει να σεβαστεί τους κανόνες τους θεσμούς και τις αξίες που έχει καταχτήσει η κοινωνία. Κατόρθωσε και το χειρότερο. Έδωσε κίνητρο ένταξης και το απόλυτο άλλοθι σε μισάνθρωπους ναρκισσιστές. Κι αυτούς εκτός που θα τους βρίσκουμε για πολύ καιρό μπροστά μας ως κοινωνία, θα είναι και οι χειρότεροι δικοί τους εχθροί.

Είναι πολλοί εκείνοι που έτρεξαν να αναστήσουν τις περίφημες σταλινικές δίκες, αλλά αξίζει να φωτογραφίσουμε το χειρότερο παράδειγμα που είναι η περί παντός αδίστακτη Ζωή. Από τις φωνασκίες για βοήθεια ενώ κανένας δεν την πείραζε έξω από την ΕΡΤ έως το Λαοδικεία της για το επαχθές χρέος και την ύστατη καταγγελία προς τον σύντροφο Τσίπρα τον οποίο αποκάλεσε ολίγον δικτάτορα Παπαδόπουλο, μεσολαβούν μερικοί τόμοι σταλινικών επιδόσεων.

Δεν υπάρχουν θεσμοί κανόνες και διαδικασίες για τη Ζωή.

Ταμπουρωμένη στην ΛΑΕ, συνεχίζει το έργο που άφησε στην μέση ο ΣΥΡΙΖΑ. Δημοκρατία είναι η άποψη της, ενώ η θεσμική Δημοκρατία είναι  προδοσία του λαού. Τόσο απλά και τόσο σταλινικά.

Το 1995 όταν ο Τσίπρας πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί ενιαίο μέτωπο των αριστερών σχημάτων στο φοιτητικό κίνημα, η Ζωή κράτησε την δική της (ΕΑΡΣ) έξω από το μπλόκ.

Το 2009 όμως μύρισε αίμα και εντάχθηκε στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2012 επίσης, με την στήριξη του Τσίπρα, παρ’ όλες τις διαφωνίες της Νομαρχιακής Οργάνωσης και του Τμήματος Φεμινιστικής Πολιτικής, εντάχθηκε στα ψηφοδέλτια της Α Αθήνας και εκλέχτηκε βουλευτής.

Ότι είχε τη στήριξη του Τσίπρα, είναι ολοφάνερο και από την προώθησή της ως προέδρου της βουλής. Ολοφάνερο είναι επίσης ότι το όπλο που προόριζε για τους αντιπάλους του, θα τον πυροβολεί στο εξής ανελέητα.

Δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να απαντήσουμε για το πώς παρηγορεί κάποιος την μοχθηρή ύπαρξή του, καθώς ταυτίζει τον εαυτό του με το «καλό» μίσος για ιερό σκοπό, αυτό θα το κάνει η επιστήμη της ψυχολογίας κάποια στιγμή – αν δεν το έχει κάνει ήδη. Είμαστε όμως αρμόδιοι ως πολίτες να καταδικάσουμε, εκείνους που προτάσσουν την δηλωμένη πεποίθησή τους έναντι θεσμών και αξιών. Και να αποκηρύξουμε την μέθοδο που το επιτρέπει ή το επιβάλλει. Αλλιώς θα μας καταπιεί η μαύρη τρύπα που επιγράφεται «δημοκρατία είναι να συμφωνείς με τη Ζωή».

Διότι ο έσχατος σταλινικός επίλογος της Ζωής, τον οποίο διακήρυξε πρόσφατα στο προεκλογικό μπαλκόνι της ΛΑΕ, είναι «δημοκρατία ή μνημόνιο». Αυτή η άθλια αλλά αναμενόμενη επινόηση προφανώς δείχνει τη δημοκρατία χωρίς θεσμούς, άρα την αρνείται. Η Ζωή μαζί με την παρέα της βλάπτουν σοβαρά την πολιτική υγεία του τόπου.

Η Ζωή ωστόσο, ως το πλέον χυδαίο παράδειγμα μεταγραφής στον σταλινισμό ευκαιρίας, για αδίστακτους, μας προειδοποιεί για το τι θα μπορούσε να μας συμβεί αν στερέωνε την δικτατορία που ονειρεύεται και μας παραπέμπει σε εποχές που το είδος της θριάμβευσε στην πράξη.

Όχι πως τα παραδείγματα δεν είναι πλούσια στην ιστορία αλλά νομίζουμε ότι μπορεί να συγκριθεί μόνο με τέρατα σαν τον Αντρέι Βισίνσκυ. Πρόκειται για τον εισαγγελέα των δικών της Μόσχας την περίοδο 1934-39.

Πριν την Ρώσικη επανάσταση, ο Βισίνσκυ ο οποίος ήταν μενσεβίκος και πρόεδρος του δικαστηρίου της Πετρούπολης, ήταν αυτός που είχε δώσει την εντολή για την σύλληψη του «κατασκόπου των Γερμανών» Λένιν. Αργότερα μεταπήδησε στην πλευρά των μπολσεβίκων. Τα κατηγορητήρια για ποινικά αδικήματα, ήταν, «εχθρός του σοσιαλισμού», «πράκτορας της μπουρζουαζίας» κλπ. Ο Στάλιν εκτίμησε το «ταλέντο» του και τον διόρισε ανώτατο κρατικό εισαγγελέα της ΕΣΣΔ. Κι έτσι αφού του γλίτωσε ο Λένιν, εξόντωσε πολλούς από τους συντρόφους του ηγέτες της επανάστασης, με πρωτοφανή τρόπο για τα παγκόσμια δικαστικά δεδομένα. Απίστευτες βρισιές κόσμησαν τα κατηγορητήριά του, όπως, «σκουπίδι» «κατσαρίδα» «ανθρώπινο σκατό» και τέτοια παρόμοια. Για τον Μπουχάριν είχε ιδιαίτερη έμπνευση, τον κατηγόρησε για «διασταύρωση γουρουνιού και αλεπούς» ενώ τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ τους καθάρισε ως «συμμορία ματωμένων δολοφόνων».

Το εν λόγω τέρας επέζησε μαζί με τα Στάλιν και πέθανε από φυσικό θάνατο το 54 κάτι που δεν κατάφερε κανένας από τους δολοφονημένους πρωτεργάτες της επανάστασης.

Διορίστηκε μάλιστα και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπεύθυνος για την …κουλτούρα.

Και από το 1949 έγινε υπουργός εξωτερικών και εκπρόσωπος της ΕΣΣΔ στα Ηνωμένα Έθνη ως το 54 που πέθανε.

Η δική μας Ζωή Βισίνσκυ, δεν θα μπορέσει να βλάψει τόσο πολύ την υγεία μας, οι καιροί έχουν ευτυχώς αλλάξει. Θα κάνει όμως όση ζημιά την αφήσουμε να κάνει. Όση θα της αναθέσει το νεκραναστημένο στρατόπεδο του σταλινισμού. Το οποίο οφείλει να ξεσκεπάσει η δημοκρατία και να το επιστρέψει στο μουσείο από το οποίο απέδρασε. Με τα δικά της μέσα. Με τους θεσμούς άμυνας που διαθέτει.

Και με τους πολίτες παρόντες στην επιλογή.

Ο κάθε πολίτης που κλείνει τα μάτια σε μια τέτοια φλύαρη πραγματικότητα, έχει προσωπική ευθύνη. Δεν εξαγνίζεται επειδή κρύβεται μέσα σε ένα μικρό πλήθος, αφήνοντας τους άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά και διατηρώντας (νομίζει) την ακεραιότητα τού ορθόδοξου μαρξιστή λενινιστή επαναστάτη. Επειδή αυτό το είδος του επαναστάτη δεν υπάρχει – το κατάπιε η ιστορία ως σφάλμα – δεν θα υπάρχει και ο ίδιος σαν ισορροπημένος άνθρωπος και έντιμος πολίτης, εφ’ όσον επιμένει να αρνείται την αλήθεια και την πραγματικότητα. Εφ όσον συνδράμει την επίθεση που δέχεται η δημοκρατία και το λαϊκό συμφέρον από τις ιδεοληψίες που καλούν και νομιμοποιούν τις Ζωές και τους Βαρουφάκηδες να γίνουν αιχμές του σταλινικού δόρατος.

Ο σταλινισμός οφείλει να επιστραφεί στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Και φυσικά αυτό δεν είναι υπόθεση των άλλων. Οι άλλοι είμαστε όλοι εμείς και ο καθένας από μας. Δεν υπάρχουν αθώοι που δείχνουν τον θυμό τους για να δικαιολογήσουν τα λάθη τους. Υπάρχουν μόνο ένοχοι που ενθαρρύνουν ακόμη και με την ουδετερότητά τους τις Ζωές και τον πολιτικό πολιτισμό που τις ταΐζει. Και σ’ αυτή τη συγκυρία, μετά την απομάκρυνση από την κάλπη, ουδέν λάθος συγχωρείται από την αμείλικτη πραγματικότητα.