Αυτές τις μέρες οι εφημερίδες αλλά και οι βιβλίο- ιστότοποι γεμίζουν με προτάσεις για βιβλία που υποτίθεται μπορούμε να διαβάσουμε μέσα στο καλοκαίρι, όπου έχουμε ίσως περισσότερο χρόνο. Καλοδεχούμενες αυτές οι προτάσεις, αν και για να είμαστε καθαροί, αν κανείς δεν διαβάζει τις άλλες εποχές, δεν διαβάζει ούτε το καλοκαίρι. Μη ξεχνάμε πως απ’ όλες τις έρευνες βγαίνει πως σχεδόν ένας στους δυο Έλληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο το χρόνο και περίπου άλλο ένα 40% διαβάζει από ένα έως τρία. Ό,τι γίνεται, γίνεται από το 10%. Έστω και έτσι όμως ας κάνουμε ό,τι έκανε και ο Ρουσσώ. Αυτός ήξερε πολύ καλά πως άνθρωποι σε φυσική κατάσταση, εντελώς ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, όπως τους παρουσίαζε στον Πρώτο Λόγο περί Ανισότητας και στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (Δεύτερος Λόγος), δεν υπήρχαν. Για να μιλήσει όμως για τον άνθρωπο στην «πολιτική κατάσταση» έπρεπε να «εφεύρει» μια υποθετική κατασκευή.
Ας «υποθέσουμε» λοιπόν ένα άνθρωπο που έχει πολλά βιβλία και τα διαβάζει. Όσο είναι νέος, δεν αμφιβάλλει πως θα τα διαβάσει όλα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η χαρά του για τα βιβλία που έχει, γίνεται μεγάλος άγχος για το που θα χωρέσουν και πότε θα τα διαβάσει. Ας πούμε ότι από τα είκοσι του διαβάζει ογδόντα με εκατό βιβλία το χρόνο και ας υποθέσουμε πως το προσδόκιμο ζωής του είναι ογδόντα χρόνια, παρόλο που ήδη κουβαλάει τις αρρώστιες του ρουσσωικού «πολιτισμένου ανθρώπου». Με αυτό τον ρυθμό στα ογδόντα του θα έχει διαβάσει 5 με 6 χιλιάδες βιβλία. Τίποτα μπροστά σ’ αυτά που έχει. Βιβλία που αρχικά τοποθετούσε στις βιβλιοθήκες του, αλλά στη συνέχεια στρίμωξε στο πάτωμα, στα κομοδίνα, στην κουζίνα, στα σκαλιά και οπουδήποτε πλέον υπήρχε λίγος χώρος. Ο μόνος που δεν δυσκολεύεται είναι ο γάτος του που συνεχώς ανακαλύπτει νέους χώρους για εξερεύνηση. Αλλά αυτός βρίσκεται ακόμη στη «φυσική κατάσταση». Ο υποθετικός άνθρωπος μας συνειδητοποιεί από μια στιγμή και ύστερα πως ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα από τα μάτια και το μυαλό του. Όσο κυλά ο χρόνος και τα βιβλία προστίθενται συνειδητοποιεί τη θνητότητά του. Όσο και να διαβάζει, τα αδιάβαστα βιβλία του αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Οι βιβλιοθήκες είναι ο καλύτερος ληξίαρχος του. Νέος τοποθέτησε εκεί τα βιβλία που θεωρούσε πιο σπουδαία. Ας υποθέσουμε αρχικά του Μαρξ και άλλων ανανεωτών του μαρξισμού, στη συνέχεια των διαφωτιστών, των κλασικών και σύγχρονων φιλελεύθερων, των κλασικών και σύγχρονων της κοινωνιολογίας και της πολιτικής σκέψης, των κλασικών της λογοτεχνίας αλλά και μυθιστοριογράφων και ποιητών των δυο τελευταίων αιώνων. Πίστευε πως αυτά τα βιβλία θα τα έχει πάντα σε περίοπτη θέση, ώστε ανά πάσα στιγμή να προσφεύγει σ’ αυτά και να τα συμβουλεύεται. Να υπερηφανεύεται που τ’ έχει διαβάσει. Όλα σ’ όρθια θέση ώστε να διακρίνονται καθαρά. Ας πούμε ότι τότε ήταν μεταξύ είκοσι και σαράντα ετών. Στη συνέχεια όμως απέκτησε όλο και περισσότερα ενδιαφέροντα, όλο και περισσότερα βιβλία. Αυτά πλέον μπαίνουν οριζόντια και κρύβουν τα παλιά. Δεν του κάνει η ψυχή να βγάλει κανένα από τις βιβλιοθήκες. Ούτε τα παλιά ούτε τα καινούργια. Ε, κάποια στιγμή τα αγαπημένα βιβλία της νιότης του σκεπάζονται εντελώς από τα νεότερα αγαπημένα. Του μένει μόνο να «θυμάται» πως από πίσω είναι οι παλιές «αγάπες». Είναι πλέον μεταξύ σαράντα και εξήντα. Μετά τα εξήντα όμως συνειδητοποιεί, αυτό που έλεγε ο υποδηματοποιός και χαρτιστής Τόμας Κούπερ. «Πίστευα ότι ήταν δυνατόν μέχρι τα είκοσι τέσσερα χρόνια μου να μάθω λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και γαλλικά, να καλύψω τον Ευκλείδη και τα στοιχειώδη της άλγεβρας, να αποστηθίσω ολόκληρο τον «Χαμένο Παράδεισο» και επτά από τα καλύτερα έργα του Σαίξπηρ, να διαβάσω μεγάλο, βασικό μέρος της ιστορίας και της θεολογίας και να εξοικειωθώ με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Απέτυχα οικτρά, αλλά στον δρόμο κέρδισα μεγάλη χαρά». Του μένει αυτό που έλεγε η Σαρλότ Ελίζαμπεθ Μπράουν, κόρη ενός φτωχού ιερέα, όταν στα επτά της διάβασε τον «Έμπορο της Βενετίας». «Ήπια ένα μεθυστικό κρασί που με ζάλισε για πολλά χρόνια».
Ο Ρουσσώ από τη δική του υπόθεση βγήκε πολύ ωφελημένος και μαζί με αυτόν και ο πολιτισμένος άνθρωπος, γιατί του κληροδότησε σπουδαία έργα. Στη δική μας υπόθεση ο άνθρωπός μας δεν μελαγχολεί και δεν απογοητεύεται που κυλούν τα χρόνια του. Τα βιβλία είναι οι φωτογράφοι της ψυχής του και οι βιβλιοθήκες οι ληξίαρχοι του. Ζωή με βιβλία δεν πάει ποτέ χαμένη. Να μια ακόμη ωραία υπόθεση. Είχε δίκιο ο Μπόρχες όταν έγραφε πως «η ανάγνωση είναι μορφή ευτυχίας». Να προσθέσω μόνο πως η ανάγνωση βιβλίων δίνει «πόντους» στον ανθρωπισμό μας γι’ όσα χρόνια ζούμε. Αυτή ακόμη και στις φυλακές αλλάζει προς το καλύτερο τους ανθρώπους.
ΥΓ. Θα έσκαγα, αν δεν σημείωνα εδώ πως αυτές τις μέρες εκτός των δοκιμίων που κατά καιρούς παρουσιάζω, διάβασα και τρία υπέροχα μυθιστορήματα: την «Υπόσχεση» του Ντέιμον Γκάλγκουτ (Διόπτρα, μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ), το «Στους δρόμους» του Συλβαίν Πρυντόμ (Στερέωμα, μετάφραση Έφη Κορομηλά) και το «Χρυσό παιδί» της Κλερ Άνταμ (Gutenberg, μετάφραση Δημήτρης Μαύρος). Καλά διαβάσματα.
Πηγή: www.tovima.gr