«Ζητούνται έργα»

Αλέκος Κρητικός 13 Μαϊ 2019

liberal.gr

«Ζητούνται έργα». Θυμίζει τίτλο μικρής αγγελίας. Αλλά αν συνεχίσουμε όπως σήμερα, υπάρχει ενδεχόμενο να καταφύγει το αρμόδιο υπουργείο ακόμη και σε μικρές αγγελίες, αναζητώντας έργα που θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το ΕΣΠΑ 2014-2020 και να διασφαλίσουν την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη απορρόφηση των πόρων.

Και τούτο επειδή στη σημερινή Ελλάδα συμβαίνει το εξής αδιανόητο: να υπάρχουν τα χρήματα και να λείπουν τα έργα, ενώ κάθε λογικός άνθρωπος μάλλον το αντίστροφο θα ανέμενε. Ειδικά μάλιστα σήμερα , που η αγορά και η εν γένει η οικονομία διψούν, όσο ποτέ ίσως στο παρελθόν, για χρηματοδότηση.

Για του λόγου το αληθές τώρα: Οι δαπάνες τις οποίες έχει πραγματοποιήσει το ΕΣΠΑ 2014-2020, παρ’όλο που διανύουμε το έκτο, από τα συνολικά επτά, χρόνια υλοποίησής του, ανέρχονται μόλις στο 25% του συνόλου. Το ποσοστό αυτό είναι απελπιστικά χαμηλό, ακόμη και αν συνυπολογίσουμε στον χρόνο υλοποίησης και τα τρία χρόνια προβλεπόμενης παράτασης (το περίφημο εφεύρημα του «ν+3»).

Η εικόνα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο αν εξετάσουμε τη «δεξαμενή» από την οποία μπορεί να τροφοδοτηθεί η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων. Η «δεξαμενή» αυτή αποτελείται από τα λεγόμενα «ενταγμένα έργα», δηλαδή από έργα που έχει αποφασισθεί η χρηματοδότησή τους από το ΕΣΠΑ, υπό την προϋπόθεση πλήρους «ωρίμανσής» τους – για όσα δεν είναι ήδη ώριμα. Ως ωρίμανση, δε, θεωρούνται όλες οι ενέργειες που πρέπει να προηγηθούν, όπως αδειοδοτήσεις, απαλλοτριώσεις κλπ, ώστε το έργο να είναι έτοιμο προς δημοπράτηση – αν είναι τεχνικό έργο – ή προς άλλη διαδικασία επιλογής.

Ο συνολικός προϋπολογισμός των ενταγμένων στο ΕΣΠΑ έργων ανέρχεται σήμερα, στον έκτο χρόνο υλοποίησης του ΕΣΠΑ 2014-2020, στο 84% των συνολικών πόρων. Ο αριθμός αυτός πιθανόν να μη σημαίνει κάτι για τον μη ειδικό αναγνώστη αν δεν συνοδευθεί από την εκτίμηση έμπειρων στελεχών των υπηρεσιών διαχείρισης του ΕΣΠΑ, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό των ενταγμένων έργων θα έπρεπε σήμερα, στον έκτο χρόνο υλοποίησης του ΕΣΠΑ, να φθάνει το 120%.

Και τούτο για να υπάρχει – μέσω αυτού του overbooking – επαρκές περιθώριο αντιμετώπισης αστοχιών, δικαστικών, αδειοδοτικών και άλλων εμπλοκών, άλλων απρόβλεπτων περί το έργο εξελίξεων, κ.ο.κ.. Δεδομένου δε ότι ,αφ’ ενός ότι η ένταξη ενός έργου – ειδικά αν δεν συνοδεύεται από συμβασιοποίηση – δεν συνεπάγεται και την βεβαιότητα εμπρόθεσμης υλοποίησής του και, αφ’ ετέρου, ότι ο προϋπολογισμός τους θα μειωθεί αισθητά μετά από τις εκπτώσεις κατά τη δημοπράτησή τους, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτό το ποσοστό (84%) στην πράξη είναι αρκετά μικρότερο.
Την κακή εικόνα συμπληρώνει το γεγονός ότι, από το σύνολο των ενταγμένων έργων, ο προϋπολογισμός αυτών για τα οποία έχουν συναφθεί συμβάσεις, δηλαδή έχει ξεκινήσει ή μπορεί άμεσα να ξεκινήσει η υλοποίησή τους, ανέρχεται μόλις στο 57% του συνόλου των πόρων του ΕΣΠΑ.)

Διπλό λοιπόν το έλλειμμα: χαμηλή η απορρόφηση, μικρή και η δεξαμενή που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την αύξησή της. Αυτός είναι ο λόγος που οι υπηρεσίες διαχείρισης, έχοντας κυριολεκτικά χάσει τον ύπνο τους, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αδυναμίας ολοκλήρωσης του τρέχοντος ΕΣΠΑ.

Ως προς το τι φταίει για αυτό, οι λόγοι είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σίγουρα πολλοί : οι βαρειές διαδικασίες που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, η περαιτέρω επιβάρυνση των διαδικασιών αυτών από δικό μας υπερβάλλοντα ζήλο, οι χρόνιες αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, οι επιπτώσεις της κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η αδυναμία μας να λειτουργήσουμε επαρκώς ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης του ΕΣΠΑ.

Οι χρόνιες αυτές αδυναμίες τα τελευταία χρόνια συμπληρώθηκαν από την κατ’ επανάληψη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων χάριν άλλων κυβερνητικών προτεραιοτήτων – βλ. επιδόματα- και από το «παρκάρισμα» – εισπραχθέντων – και μη εγκαίρως αξιοποιούμενων – ευρωπαϊκών πόρων, μάλλον για ενίσχυση του υπερπλεονάσματος.

Σε αυτούς τους λόγους θα πρόσθετα και την, εκ του αποτελέσματος συναγόμενη, διαχειριστική ανεπάρκεια των πολιτικά υπευθύνων της διαχείρισης του ΕΣΠΑ τα τελευταία χρόνια. Οι οποίοι μάλιστα, ενθουσιωδώς συνεπικουρούμενοι και από υψηλά ιστάμενους και ιστάμενες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής-για ποιο λόγο άραγε; – είχαν, φαίνεται, ως προτεραιότητα το να κομπορρημονούν για τις δήθεν πρωτιές της χώρας μας στην απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ, αποσιωπώντας ότι οι προς στιγμήν φαινομενικά καλές επιδόσεις δεν οφείλονταν παρά μόνο στις υψηλές προκαταβολές – που μας δόθηκαν λόγω κρίσης – και όχι σε πραγματική απορρόφηση.

Τι γίνεται τώρα που οι αδυσώπητοι αριθμοί άλλα μας λένε; Ότι είμαστε όχι στην πρώτη, αλλά στην εικοστή (!) θέση μεταξύ των 28; Αιδήμονα σιγή τηρούν πλέον τόσο οι μέχρι πριν λίγους μήνες «επιτυχημένοι» πολιτικά υπεύθυνοι, όσο και οι ενθουσιώδεις εκ Βρυξελλών χειροκροτητές τους.

Ειδικά όμως για το έλλειμμα ενταγμένων και προς ένταξη έργων η απάντηση είναι ότι φταίει επί πλέον – και όχι μόνο σήμερα – και το ισχύον σύστημα διαχείρισης σε κυβερνητικό επίπεδο. Και για να γίνουμε συγκεκριμένοι: η συνολική ευθύνη διαχείρισης του ΕΣΠΑ διαχρονικά βρίσκεται στα χέρια ενός υφυπουργού Οικονομίας, ο οποίος , αντικειμενικά, δεν έχει το πολιτικό βάρος να λειτουργήσει συντονιστικά σε υπουργούς ανωτέρους του στην κυβερνητική, πολιτική ή και κομματική ιεραρχία.

Στην αδυναμία αυτή προστίθεται η σοβούσα διαμάχη μεταξύ των Διαχειριστικών Αρχών των τομεακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, που υπάγονται στον υφυπουργό Οικονομίας, και των λεγόμενων «επιτελικών δομών» ΕΣΠΑ που υπάγονται στους αρμόδιους υπουργούς. Ως συνέπεια αυτής της στρέβλωσης προκύπτει και η – πέραν των άλλων αιτιών – αδυναμία του υφυπουργού Οικονομίας να επισπεύσει/επιβάλει την ωρίμανση και ένταξη έργων, που είναι απαραίτητα για την επιτυχή υλοποίηση του ΕΣΠΑ – ή τον προγραμματισμό του επομένου – αλλά είναι αρμοδιότητας άλλων υπουργών.

Μια λύση στο πρόβλημα αυτό θα ήταν η ανάθεση του συντονιστικού αυτού ρόλου – και, προσοχή, όχι της διαχείρισης – σε πρόσωπο και μικρή δομή απ’ ευθείας υπό τον πρωθυπουργό, έτσι ώστε να μπορούν να «επιβληθούν» διυπουργικά λύσεις, όταν αυτό απαιτείται, αλλά και γενικότερα να εξασφαλίζεται ότι και όλα τα θεσμικής φύσης απαραίτητα μέτρα θα λαμβάνονται εγκαίρως, ανεξάρτητα από το ποιο υπουργείο πρέπει να τα λάβει.

Αυτό το μέτρο, μαζί με άλλα βεβαίως, μπορεί να συμβάλει σημαντικά στο να μη χαθεί και πάλι το στοίχημα της έγκαιρης και πλήρους αξιοποίησης ευρωπαϊκών πόρων και της ανάπτυξης γενικότερα. Είναι όντως αδιανόητο να υπάρχουν τα χρήματα και να «ζητούνται έργα».