Παρά το έλλειμμα ενημέρωσης σε σχέση με την πορεία και το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, είναι σαφές ότι υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης στις σχέσεις κυβέρνησης-πιστωτών. Η ελληνική πλευρά δείχνει να ανησυχεί ότι οι εταίροι έχουν (και) πρόθεση εκπειθαρχισμού, άρα υφέρπει μια τιμωρητική λογική στη στάση τους. Οι εκπρόσωποι των δανειστών δείχνουν να αμφισβητούν τη βούληση της κυβέρνησης για διαρθρωτικές αλλαγές παρά τα όσα δηλώνονται στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων.
Με άλλα λόγια, δεν τους πιστεύουμε και δεν μας πιστεύουν. Αν δεν ξεπεραστεί αυτή η κρίση εμπιστοσύνης είναι προφανές ότι πολύ δύσκολα θα έχει καλό τέλος η διαπραγμάτευση, άμεσα ή αργότερα. Είναι προς το δικό μας συμφέρον να γίνουν γρήγορα τα αναγκαία βήματα για ανάκτηση της ελληνικής αξιοπιστίας αλλά και για την αποδυνάμωση των επιχειρημάτων όσων εκτός συνόρων ενδεχομένως πιστεύουν ότι πρέπει να τεντωθεί το σκοινί για λόγους παραδειγματισμού.
Εάν η κυβέρνηση αναλάβει πρωτοβουλίες στο εσωτερικό για δημιουργία συνθηκών συναίνεσης και εθνικής συνεννόησης μεταξύ των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων και αν προχωρήσει σε ένα μεταρρυθμιστικό σοκ, με σημείο αιχμής τον εξορθολογισμό του κράτους, την καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής, τον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, τότε το παιχνίδι θα κερδηθεί. Και αν πρωτίστως τους ενδιαφέρουν τα πολιτικά κέρδη, να είναι βέβαιοι ότι θα τα καρπωθούν.