Το θέμα του Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλου, κυρίως όσο η ράθυμη Δικαιοσύνη θα αφήνει αδικαίωτο το θύμα και ελεύθερους τους δολοφόνους του. Η αντιμετώπιση αυτού του εγκλήματος θα επανέρχεται κάθε φορά που θα προκύπτει αντίστοιχο θέμα εις βάρος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Με τη συμπλήρωση τριών χρόνων από το γεγονός και την αναβλητικότητα της Δικαιοσύνης, ας θυμηθούμε τα όσα συνέβησαν εκείνη την αποφράδα μέρα· (21/9/2018) για να μην ξεχνιόμαστε…
Υπενθυμίζω πως μετά την δολοφονία, είχε κατατεθεί πρόταση στον δήμο τής Αθήνας, η οδός Γλάδστωνος να μετονομαστεί σε οδό «Ζακ Κωστόπουλου», για να τιμηθεί η μνήμη του νεαρού ακτιβιστή, που δολοφονήθηκε on camera, από το μένος δυο ιδιοκτητών καταστήματος επί της Γλάδστωνος και μερικών αστυνομικών. Μάλιστα, η πρόταση που κατατέθηκε από την «Ανοιχτή Πόλη» αναφέρει πως στόχος είναι «μία μικρή συμβολή στην σύγχρονη ιστορική μνήμη της πόλης».
Παρ’ όλο που έχουν περάσει τρία χρόνια, το θέμα δεν είναι απλό, γιατί προσκρούει στις κοινωνικές αγκυλώσεις που υπάρχουν εν αφθονία στην ελληνική επικράτεια… Όταν λέω «κοινωνικές αγκυλώσεις» εννοώ εκείνες που εμπεριέχονται στο σύνολο τής ελληνικής κοινωνίας και δη σε πρώτο πλάνο· όχι αποκλειστικά σε κάποιες παρατάξεις αντιδραστικών, αλλά που τις συναντάς και σε προοδευτικούς πολίτες.
Σε μια εποχή όπου τον «προοδευτισμό» τον επιθυμεί σχεδόν όλο το φάσμα της κοινωνίας, η οποία αρέσκεται σε τέτοιου είδους προσδιορισμούς, για να «βολέψει» ενοχές ή και κάθε πιθανή αμφισβήτηση της αναμφισβήτητης «προοδευτικότητάς» της.
Πάμε όμως παρακάτω.
Η περίπτωση του Ζακ ανήκει καθαρά σε μια κατηγορία εγκληματικής πράξης ειδεχθούς, αποτρόπαιης, καθαρά ρατσιστικής, ομοφοβικής και παράδειγμα κοινωνικής αναλγησίας.
Θεωρώ πως τις ευθύνες για τον φόνο, από τους δυο «μάγκες» και τους αστυνομικούς που κλωτσούσαν και λιντσάρισαν τον άτυχο Ζακ, δεν μπορούμε να τις περιορίσουμε απλώς σε όσα είχαμε δει στις οθόνες μας και στα βίντεο που προβλήθηκαν. Θα είναι μέγα λάθος μια τέτοια «απόδοση ευθυνών» τόσο εύκολα. Ας κάνουμε τον κόπο να κοιτάξουμε και πίσω από την κουρτίνα.
Προσωπική παρατήρηση είναι πως η ίδια η κοινωνία (μαζί με μεγάλο τμήμα τού λεγόμενου προοδευτικού κόσμου, επιμένω) επέκρινε αρχικά, δίχως δισταγμούς και αναστολές το θύμα που βρέθηκε μέσα στον ιδιωτικό χώρο τού μαγαζάτορα θύτη. Θαρρείς και η παρουσία ενός άοπλου και παραπαίοντα νεαρού μέσα σε ένα μαγαζί, συνιστούσε τέτοια παράβαση που θα έπρεπε να παταχθεί με τον πιο σκληρό και λυσσαλέο τρόπο· το λιντσάρισμα, στις ισλαμικές χώρες, εξελίσσεται σε λιθοβολισμό…
Πιστέψτε με και θυμηθείτε παρακαλώ τις πρώτες ώρες, κατά τις οποίες η δολοφονία θεωρήθηκε από το πόπολο «διαφορετική» από τις άλλες. Θαρρείς και κάποια υπόγεια… ελαφρυντικά υπήρχαν στην περίπτωση των δραστών. Η οργή απέναντι στην… εισβολή και την παραβίαση της επιχείρησης. Σα να λέμε: Νομιμοποιούμαι (!!!) να «προστατεύω» την περιουσία μου, τα συμφέροντά μου, με κάθε τρόπο, ακόμα κι εξουδετερώνοντας τελειωτικά (?) τον… εχθρό…
Μην προσπερνάμε τα «ιδιαίτερα» χαρακτηριστικά του θύματος, τα οποία μπορεί να ρίχνουν σκιές στην άποψη τής κοινωνίας για την εγκληματική πράξη που έγινε, και τον πάντα «ενοχοποιημένο» μικρόκοσμο του Ζακ. Ένα «άτομο» με τους δικούς του κώδικες, αντιμέτωπο με προκαταλήψεις που ζούσε από νεαρή ηλικία σε κοινότητες που κατά τους νοικοκυραίους και όχι μόνο «έχουν πάρει τον κακό δρόμο»… Γνωστός στο σινάφι των… παραβατικών, η δολοφονία αυτή ήταν αρκετή για να ανάψει το φυτίλι και να εκδηλωθούν τα καμώματα των πάσης φύσεως «προστατών», των εκκλησιαστικών κύκλων και άλλων ευσεβών κατά τ’ άλλα ομάδων, παντός φύσεως και προέλευσης Ελληναράδων!
Μέσα σ’ αυτό το περιγραφικό κλίμα, μέσα σε έναν χρόνο από το τραγικό γεγονός, η πάντα ευθύβολη Φωτεινή Λαμπρίδη είχε κάνει αναφορά στο tvxs.
Υποστηρίζω λοιπόν πως μια τέτοια μετονομασία δρόμου είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία τής κοινωνίας για λόγους μικροαστικής ηθικής, κοινωνικών ταμπού και αγκυλώσεις θρησκευτικών προκαταλήψεων.
Η απαράδεκτη και άδικη αυτή δολοφονία δίχασε το πανελλήνιο για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως. Οι κάτοικοι, οι μαγαζάτορες, η γειτονιά, η περιοχή, δεν είναι με το μέρος αυτής της πρότασης, πέρα από την αυτονόητη έως και υποκριτική παραδοχή «το καημένο το παιδί…»
Θεωρώ πως μια τέτοια μετονομασία θα προκαλέσει τριβές, οι οποίες θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον κάθε πικραμένου: ποικίλες ρατσιστικές οργανώσεις κατά του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, εκκλησιαστικά σαπρόφυτα, φασιστοναζιστικά κατάλοιπα, κρυφοί δεξιούληδες, κάποιοι προσποιούμενοι τους αριστερούληδες, πάσης φύσεως… ηθικοπλάστες, εθνικοπατριωτικά κέντρα, μάγκες του γλυκού νερού, προστάτες της ανδρικής τεστοστερόνης, επαγγελματίες ρατσιστές της σεξουαλικότητας των «διαφορετικών» που «μολύνουν την αξιοπρέπειά μας», λογιών-λογιών «προστάτες» κοινωνικής ηθικής, υπερασπιστές του αειθαλούς εθνικού συνθήματος «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια»…
Θα με ρωτήσει ίσως κάποιος: Και λοιπόν θα σιωπήσουμε; Θα αφήσουμε χώρο σε όλους αυτούς και μείς θα αδιαφορήσουμε;
Όχι! Δεν ξεχνώ πως η σιωπή και η αδιαφορία ενδυνάμωσαν τον φασισμό-ναζισμό του μεσοπολέμου με τα γνωστά αποτρόπαια αποτελέσματα· τη γενοκτονία κάθε διαφορετικής εθνοτικής ομάδας. Την εκκαθάριση του… Άλλου!
Κι αν περιγράφω με θυμό τα τόσα κουσούρια τής ελληνικής κοινωνίας, είναι ακριβώς γιατί δεν επιλέγω την σιωπή και πόσο μάλλον την ανοχή στα ξεπερασμένα από την εποχή παλαιά ήθη και την οπισθοδρόμηση. Τους ενδοιασμούς μου καταγράφω, την αδυναμία μου να αλλάξω προς άλλη κατεύθυνση την κοινωνία και τον δισταγμό μου να φωνάξω «Ζήτω», για την πρόταση της «Ανοικτής Πόλης». Η ΝΔ, για παράδειγμα, έδειξε την άρνησή της ακόμα και για συμμετοχή σε ενός λεπτού σιγή για τη μνήμη τού Ζακ.
Τα μισόλογα και οι όποιες συζητήσεις περί του θέματος πείθουν πως, η πρόταση έπεσε στο κενό. Ο άγρια δολοφονημένος on camera Ζακ, ζητάει πρωτίστως σεβασμό σε ό,τι μοναχικά και μαχητικά υπερασπιζόταν.