Όταν προ δύο μηνών καταλήξαμε σε κυβέρνηση τριών κομμάτων, πολλοί είχαμε ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μια, φοβόμασταν μία κυβέρνηση από τα ίδια, με Υπουργούς που έβλεπαν την υπουργική καρέκλα ως επιβράβευση κομματικής προσφοράς, ή κάτι που η Πατρίδα τούς …χρώσταγε και επί τέλους αναγνώρισε τις ιδιαίτερες ικανότητές τους. Από την άλλη, ελπίζαμε ότι κάποιοι θα την έβλεπαν ως «ηλεκτρική καρέκλα», από την οποία θα γλύτωναν μόνο αν σωνόταν και η πατρίδα από την καταστροφή. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τύπων πολιτικού και, ενώ το πρώτο είδος αφθονεί, το δεύτερο είναι άγνωστο στον ελληνικό πολιτικό βιότοπο. Κάτι σαν τα πιράνχας που βρήκαμε στον Έβρο.
Για τους παρατηρητές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής, ο Υπουργός είναι πάντα στην …πρίζα. Τα γεγονότα τον κυνηγούν, δεν προφθαίνει, γι’ αυτό και δεν διαβάζει, ακόμη και εισηγήσεις που ζητάει, συνήθως για να ξεφορτωθεί όποιον τον ζαλίζει με τις …ιδέες του. Έχει στρατό «εμπίστων» (αντικαθιστά το στρατό του προηγούμενου), αφού οι «υπηρεσιακοί» είναι τεμπέληδες και ανίκανοι. Έχει, επίσης, μεγάλο …σόι και εκλογική περιφέρεια συνήθως αδικημένη στο παρελθόν. Κάποτε, είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω Υπουργούς σε καθημερινή βάση και να δω πώς ξόδευαν το χρόνο τους σε μία ημέρα. Συγκλονιστικό! Το 85% του χρόνου πήγαινε σε τηλεφωνήματα και συναντήσεις με υπουργούς, πολιτικούς, κομματικούς παράγοντες, συγγενείς, δημοσιογράφους και πάσης φύσεως «πελάτες». Το αντικείμενο ήταν κυρίως η διατήρηση της θέσης και σπάνια το έργο του Υπουργού. Φυσικά, όταν ερχόταν ο ανασχηματισμός, ο απολογισμός (αν υπήρχε) ήταν συλλογή ομιλιών. Ίσως και ένας νόμος για κάποιο «σημαντικό» ζήτημα, κάτι σαν τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Παιδεία, ή τη φοροδιαφυγή. Το μόνο που έκαναν οι νόμοι αυτοί είναι να προσθέτουν στη νομοθετική «κουρελού» και να αφαιρούν αξιοπιστία από την πολιτική διαδικασία.
Ας γυρίσουμε τώρα στο Υπουργικό Συμβούλιο του Ιουνίου 2012. Οι συνθήκες ήταν πρωτόγνωρες για τον Πρωθυπουργό, τα κόμματα και τους επίδοξους υπουργούς. Ο λαός περίμενε ζαλισμένος, αλλά φοβισμένος, θυμωμένος και απογοητευμένος, σε διαφορετική δοσολογία, ανάλογα με την κομματική προτίμηση. Το εκλογικό αποτέλεσμα, είναι αλήθεια, «έβαλε δύσκολα». Πολλοί πολιτικοί έπρεπε να ξεπεράσουν τον πολιτικό τους εαυτό. Πρώτος ο Πρωθυπουργός και μετά οι ηγέτες των κομμάτων της συγκυβέρνησης, έπρεπε να σκεφθούν και να πράξουν «έξω από το κουτί». Το κριτήριο επιλογής υπουργών έπρεπε να είναι αυστηρά και μόνο η καταλληλότητα και η αφοσίωση σε ένα μοναδικό έργο. Τη σωτηρία της χώρας. Δύο μήνες μετά, στη θερινή ραστώνη, είναι καιρός για συμπεράσματα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο Πρωθυπουργός έχει ξεπεράσει το πρόσφατο… στερεότυπο και έχει αντιληφθεί ότι η χώρα κινδυνεύει να «σκάσει» στα χέρια του. Με κινήσεις που δείχνουν ασυνήθιστη αποφασιστικότητα και, παρά το πρόβλημα υγείας, παρακολουθεί, συντονίζει και δίνει το στίγμα μίας στοχοπροσηλωμένης διακυβέρνησης. Εκπλήσσει ευχάριστα με ορισμένες επιλογές που έκανε ο ίδιος, κυρίως στον οικονομικό τομέα και του «βγήκαν». Το ίδιο και στους τομείς Εργασίας και Δημόσιας Τάξης. Η «κομματική» τοποθέτηση στην Υγεία, επίσης φαίνεται να «περπατάει», αν και τα δύσκολα έρχονται με τις εκατοντάδες διορισμούς σε θέσεις ευθύνης που θα κληθούν να υλοποιήσουν οδυνηρές, αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Θα είναι τραγικό αν επιλεγούν κομματάνθρωποι, όπως το 2009. Φαίνεται, τελικά, ότι υπάρχουν εκπρόσωποι του σπάνιου είδους Υπουργών που θα τιμήσουν την «ηλεκτρική» τους καρέκλα. Δυστυχώς, υπάρχουν και εκπρόσωποι του πρώτου είδους Υπουργού, σε σημαντικά, αλλά ευτυχώς, όχι αποφασιστικής σημασίας Υπουργεία. Θα… επιβιώσουμε με τους κκ. Αβραμόπουλο, Παναγιωτόπουλο, ακόμη και με τον κ. Στυλιανίδη, αν πετύχουν οι κκ. Στουρνάρας, Χατζηδάκης, Δένδιας και οι άλλοι πολιτικοί cascader.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η συγκυβέρνηση ως πολιτικό πείραμα, δεν «περπατάει». Το πολιτικά αδιέξοδο «μέσα-έξω» του κ. Βενιζέλου και το σεμνότυφο «δεν είμαστε κολλημένοι με καρέκλες» του κ. Κουβέλη, είναι στάσεις επιεικώς κατώτερες των περιστάσεων. Το ΠΑΣΟΚ δεν πρότεινε Υπουργούς, ακόμη και εκεί που είχε ικανά στελέχη. Έτσι, καταλήξαμε στην Αντιμεταρρύθμιση Αρβανιτόπουλου, γιατί δεν θέλαμε την Διαμαντοπούλου. Ο κ. Κουβέλης αναδεικνύεται σε … κομματάρχη των δημοσίων υπαλλήλων που «δεν απολύονται», σε αντίθεση με τους ιδιωτικούς που, προφανώς, ανήκουν σε κατώτερο είδος. Η αμφιθυμία και σύγχυση του κ. Βενιζέλου και η πολιτική δειλία του κ. Κουβέλη και Υπουργών, όπως οι κκ. Ρουπακιώτης και Μανιτάκης, μήπως «χάσουν» τα όποια αριστερά τους εύσημα, αφαιρούν δυναμική από το κυβερνητικό σχήμα, αντί να κεφαλαιοποιούν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία. Η διαπίστωση ότι ακόμη και στην ώρα της καταστροφής, πολιτικοί αρχηγοί και στελέχη λειτουργούν για μία «επόμενη μέρα», που δεν θα υπάρξει, είναι καταθλιπτική.
Το τρίτο και κύριο συμπέρασμα είναι ότι πολιτικοί και κόμματα πρέπει να βρουν την «αφήγηση» που θα τους καθοδηγήσει στο δρόμο που δεν ξέρουν. Το πολιτικό κόστος δεν «λειτουργεί», αφού δεν μπορεί κανείς να το αποφύγει όπως πρώτα. Το πολιτικό όφελος είναι πιθανόν να μην «εισπραχθεί» ως επανεκλογή ή προβιβασμός, αφού κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνει σε ένα χρόνο από τώρα. Αν όλα πάνε καλά και καβατζάρουμε το φθινόπωρο εντός Ευρωζώνης, ο κάθε Υπουργός θα συνεχίσει να είναι διεκπεραιωτής ενός προγράμματος που δεν επέλεξε, που δεν του «πάει» και που δεν έχει τα οφέλη που γνώριζε. Αν η κυβέρνηση αποτύχει και η χρεοκοπία γίνει επίσημη, δεν έχει νόημα να σχεδιάζει κανείς από τώρα το προσωπικό του πολιτικό Plan B, γιατί, πολύ απλά, δεν θα υπάρξει. Όλοι, λοιπόν, πρέπει να νοιώσουν ότι είναι στην ίδια …γαλέρα και να τραβήξουν κουπί στο ρυθμό του καπετάνιου. Όσοι ενοχλούνται επειδή αυτός είναι τροϊκανός, ας θυμηθούν τι κάνανε με Έλληνα καπετάνιοι. Όσων η πολιτική …ψυχή δεν αντέχει, ας κατέβουν από το πλοίο. Όσοι, τέλος, ονειρεύονται επιστροφή στα παλιά, ας σκεφθούν ότι οι πρακτικές του παρελθόντος φταίνε για τα χάλια του σήμερα. Γι’ αυτό δεν τις θέλουμε εμείς, οι πολίτες, χάριν των οποίων στο κάτω-κάτω υπάρχουν και οι πολιτικοί.
.
*Ο Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι Ομ. Καθηγητής της Οικονομίας και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.