Η υπόθεση Novartis και οι κατηγορίες κατά πολιτικών προσώπων, ασχέτως των πραγματικών διαστάσεών τους, έχουν φέρει ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση περί των ειδικών ρυθμίσεων που αφορούν το πολιτικό σύστημα. Το ερώτημα που τίθεται είναι: πρέπει για τους υπουργούς να υπάρχουν ειδικές προβλέψεις ή πρέπει να καταργηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος και ο ειδικός νόμος 3126/03 που έχει εκδοθεί κατ’ επιταγήν του, και να υπαχθούν οι πολιτικοί και οι υπουργοί στις κοινές ρυθμίσεις του Δικαίου, να ισχύει δηλαδή γι΄αυτούς ό,τι και για τους υπόλοιπους πολίτες; Μήπως με τις ειδικές ρυθμίσεις αναιρείται ουσιαστικά η θεμελιώδης και μη αναθωρητέα διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος που λέει ότι «οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»;
Τα περισσότερα σύγχρονα κράτη έχουν ειδικές διατάξεις περί ευθύνης υπουργών. Γιατί; Χωρίς τέτοιου είδους διατάξεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, καθώς αυτοί οι οποίοι θα θίγονται από κάποιες από αυτές ή πολίτες που διαφωνούν, θα προσέφευγαν στη δικαιοσύνη. Πολιτικές υποθέσεις θα μετατρέπονταν σε ποινικές δικογραφίες. Ουδείς υπουργός θα υπέγραφε αν δεν είχε κάποιου είδους νομική θωράκιση. Να σημειωθεί ότι πρόσφατα χορηγήθηκε νομική θωράκιση σε στελέχη των τραπεζών για τη ρύθμιση “κόκκινων δανείων”. Η ειδική ρύθμιση περί ευθύνης των υπουργών βρίσκεται μονίμως στα ελληνικά συντάγματα από το 1844 έως σήμερα. Το Σύνταγμα του 1844 όριζε στο άρθρο 83: Ειδικός νόμος θέλει ορίση τα περί της ευθύνης των Υπουργών, τας επιβλητέας ποινάς και την διαδικασίαν. Στο άρθρο 84 δε προέβλεπε: Μέχρι της εκδόσεως του ειδικού περί ευθύνης Υπουργών νόμου, η Βουλή δύναται να κατηγορή αυτούς και η δικαιοσύνη να τους δικάζη, ένεκεν εσχάτης προδοσίας, καταχρήσεως δημοσίας περιουσίας, παρανόμου εισπράξεως και πάσης παραβάσεως των όρων του Συντάγματος.
Το πνεύμα αυτής της διάταξης, ισχύει ως σήμερα. Το γεγονός ότι πρέπει να υπάρχουν κάποιου είδους ρυθμίσεις ώστε να αποφεύγεται η ποινικοποίηση καθαρά πολιτικών αποφάσεων των υπουργών, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι σημερινές ρυθμίσεις είναι σωστές. Αντιθέτως! Εμποδίζουν την αναζήτηση της αλήθειας, συγκαλύπτουν παρανομίες και συντελούν στο να μένουν σκιές σε αθώους. Τα προβλήματα είναι δύο. Το πρώτο είναι η διαδικασία. Για να ασκηθεί ποινική δίωξη, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Τη δεύτερη φορά όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει αν θα ασκηθεί δίωξη ή όχι.
Με αυτη τη διαδικασία είναι προφανές ότι αν ο “εγκαλούμενος” υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη απόφασης και για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση αλλά και για την τελική κρίση για τη δίωξη, είναι σχεδόν αδύνατη. Τα ελληνικά κόμματα παραπέμπουν τους αντιπάλους ακόμη και δίχως επαρκή στοιχεία και προστατεύουν τους δικούς τους ακόμη και σε περιπτώσεις που “βγάζουν μάτι”.
Το πλέον σκανδαλώδες είναι ο χρόνος παραγραφής. Η Βουλή μπορεί να συστήσει επιτροπή και να ασκήσει δίωξη μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος ακόμη και αν πρόκειται για κακούργημα! Αν υποθέσουμε δηλαδή ότι μιλάμε για αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου, εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίζει τις εκλογές, τότε μιλάμε για σίγουρη ατιμωρησία. Η προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους και ουσιαστικά οδηγεί σε ατιμωρησία.
Οι ρυθμίσεις αυτές, είναι προφανές ότι παραβιάζουν κάθε έννοια ισότητας και δικαίου. Επίσης εκθέτουν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο γιατί αυτό που πιστεύουν οι πολίτες (όχι αδίκως) είναι ότι οι ρυθμίσεις έχουν θεσπιστεί επειδή “οι πολιτικοί θέλουν να καλύπτουν όσους από το σινάφι τους παρανομούν”.
Υπάρχει πλέον καθολική συμφωνία ότι το συγκεκριμένο σύστημα πρέπει να αλλάξει με αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Κατ΄αρχάς πρέπει να καταργηθούν οι ασφυκτικές προθεσμίες παραγραφής και να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες παραγραφής εγκλημάτων με εκείνους που ισχύουν για όλους τους πολίτες.
Επίσης πρέπει να αλλάξει η διαδικασία με τη δημιουργία Δικαστικού Συμβουλίου με συμμετοχή βουλευτών, αλλα με πλειοψηφία ανώτατων δικαστών από τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας με κλήρωση, το οποίο θα κρίνει αν μια υπόθεση που αφορά πολιτικό πρόσωπο πρέπει να παραπεμφθεί στη Βουλή κι όχι η παραπομπή να γίνεται “αμελλητί”. Στη βάση του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, η Βουλή να καλείται να παράσχει την άδεια δίωξης με απλή πλειοψηφία.
Παράλληλα πρέπει να αναθεωρηθεί το άρθρο 62 που παρέχει ασυλία στους βουλευτές. Οι βουλευτές να μη διαθέτουν ασυλία αυτοδικαίως, ακόμη και όταν κατηγορούνται για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, όπως γίνεται μέχρι σήμερα, αλλά να προσφεύγουν και να ζητούν προστασία της Βουλής μόνον όταν θεωρούν ότι η δίωξή τους είναι πολιτική ή καταχρηστική.
Η αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου βρίσκεται στο ναδίρ. ‘Οταν λοιπόν το πολιτικό σύστημα μιλάει για αλλαγές, ας ξεκινήσει από αυτές που αφορούν το ίδιο.
thetoc.gr