Η ιδιότητα του συνηγόρου υπεράσπισης σε οποιαδήποτε υπόθεση, είναι απαγορευτική για την επί της ουσίας εξωθεσμική υποστήριξή της, τουλάχιστον προτού περατωθεί η δίκη. Όταν όμως η ίδια η δίκη παραβιάζει τις στοιχειώδεις αρχές της δημοκρατίας ή τα ελάχιστα όρια του πολιτισμού, τότε το κώλυμα αίρεται. Αυτό ακριβώς συντρέχει στην υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ. Όπου, η «ηθική τρέλα» που απαιτούσε να φερόμαστε στις εξωτερικές μας σχέσεις ως διεθνείς απατεώνες, τράπηκε σε «Μεγάλη Ιδέα» θυλάκων της δικαιοσύνης. Με συνέπεια, το «κυνήγι των μαγισσών», από λούμπεν φαινόμενο των δημοκόπων της πλατείας, να εξελιχθεί σε «δικανικό μακαρθισμό». Αυτή η συνθήκη αίρει το κώλυμα του υπογράφοντος, το οποίο δημιουργεί η ιδιότητά του ως συνηγόρου υπεράσπισης, δύο εκ των τριών κατηγορουμένων στην υπόθεση.
«Απελεύθεροι» λοιπόν από περιορισμούς, τουλάχιστον ως προς την περιγραφή της θεσμικής εκτροπής που παρουσιάζει η ποινικοποίηση της υπόθεσης, θα ξεκινήσουμε από τα «γεγονότα» που υπήχθησαν στην κρίση της δικαιοσύνης. Διότι, για να εμπλακεί η δικαιοσύνη, απαιτείται η «πρώτη ύλη», δηλαδή τα γεγονότα, που θα τεθούν στην κρίση της. Έλα όμως που γεγονότα δεν υπήρχαν! Άρα, δεν υπήρχε και έδαφος εμπλοκής της δικαιοσύνης. Έτσι, στη θέση των γεγονότων επινοήθηκαν οι γνωστές θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες, ο μεγάλος εχθρός μας, αυτή η ακατανόητη και μισητή Δύση, οργάνωσε και προκάλεσε την κρίση που μας βρήκε, με όργανα τους «εσωτερικούς εχθρούς». Οι οποίοι εσωτερικοί εχθροί, «..εξαπάτησαν τη χώρα και τους Έλληνες με ψεύτικα στοιχεία, συμπράττοντας με ξένα συμφέροντα…», όπως περιέγραφε το «έγκλημα» μόλις πριν λίγες μέρες, όχι κάποιο λαθρόβιο νεοναζιστικό έντυπο, αλλά η «Αυγή»! Η οποία, ως έμπορος θεωριών συνωμοσίας, μιλάει για «εξαπάτηση», για «ψεύτικα στοιχεία» και για «σύμπραξη με ξένα συμφέροντα», χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να πει, ποια είναι τα ψεύτικα στοιχεία – δεν μπορούσε να πει, διότι δεν υπήρχαν – ποια τα ξένα συμφέροντα και ποια η σύμπραξη του εσωτερικού εχθρού με τους ξένους.
Και βεβαίως οι θεωρίες συνωμοσίας διαθέτουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα: Ως «αυτοαναφορικές», παραπέμπουν για την επιβεβαίωσή τους στον εαυτό τους! Άρα δεν έχουν χρείαν αποδείξεων! Αυτά όμως για τις πλατείες και τα καφενεία. Διότι, για να μεταμφιεστούν τα συνωμοσιολογικά παραληρήματα σε ποινικά αξιόλογα «γεγονότα», έχουν ανάγκη και «αποδείξεων». Και ως «αποδείξεις» στην υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ χρίστηκαν οι προφητείες, τα οράματα, οι παραισθήσεις και οι χρησμοί, αυτών που εφηύραν την υπόθεση. Στους οποίους πρωταγωνιστούν οι υπηρεσιακοί και πολιτικοί υπεύθυνοι για το προηγούμενο καθεστώς ανομίας των «Greek statistics». Και αυτό επειδή, ο μόνος τρόπος συγκάλυψης των εγκλημάτων του παρελθόντος, ήταν η διαστροφή του παρόντος.
Όλα αυτά όμως, ως συγκαλυπτικές συμπεριφορές ενόχων των «Greek statistics», είναι θεσμικά ακίνδυνα φαινόμενα. Διότι δεν αμφισβητούν την ύπαρξη ή το κύρος του νόμου. Άρα δεν θίγουν τον πυρήνα της δημοκρατικά συγκροτημένης πολιτείας. Αντίθετα, την συγκάλυψη της παραβίασης του νόμου επιδιώκουν, η οποία πάντοτε προϋποθέτει την αναγνώριση του κύρους του. Τα πράγματα όμως αλλάζουν δραματικά, όταν στο όνομα κάποιων ιδιωτικών «ανώτερων» αρχών – σκοτεινών συνήθως – αμφισβητείται από αρμόδιους για την τήρηση του νόμου θεσμικούς παράγοντες, το κύρος του ίδιου του νόμου. Όταν δηλαδή συμβαίνει αυτό, που αποτελεί τον πυρήνα κάθε ολοκληρωτισμού: Να παρουσιάζεται από την εξουσία η ανομία ως «νομιμότητα» και να μετονομάζεται ρητά σε παρανομία, η τήρηση του νόμου. Αυτό λοιπόν το παράδοξο συντρέχει στην υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ. Στην οποία, προκειμένου να κατασκευαστούν «προδότες», επινοήθηκε η απόλυτη διαστροφή: Η τήρηση του νόμου, ονομάστηκε παρανομία! Το διακηρύσσουν απροκάλυπτα, χωρίς μάλιστα ενδοιασμό, ακόμη και οι ίδιοι οι «δημιουργοί» της υπόθεσης, οι οποίοι εν συνεχεία αυτοπροσδιορίστηκαν ως κατήγοροι!
Συγκεκριμένα: Τον αγώνα κατά των «εθνοπροδοτών» της ΕΛΣΤΑΤ, δεν τον διεξάγει κάποιο «κίνημα» με χαρακτηριστικά Λεβέντη ή Κας Λουκά. Αντίθετα, τον επιχειρούν ακόμη και πρόσωπα, τα οποία σχετίστηκαν θεσμικά με την ΕΛΣΤΑΤ. Τα εν λόγω άτομα κατ’ επανάληψη έχουν παρουσιάσει δημόσια, χωρίς μάλιστα αντίλογο, το «έγκλημα» των «εθνοπροδοτών» της ΕΛΣΤΑΤ. Για να καταλάβουμε λοιπόν τι υποστηρίζουν, επιλέγουμε το χαρακτηριστικότερο άρθρο του βασικού «κατηγόρου», πρώην αντιπροέδρου της ΕΛΣΤΑΤ, το οποίο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» της 3-2-2013, με τον τίτλο «Μύθοι και αλήθειες για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία». Ας παρακολουθήσουμε τις «αποκαλύψεις» του, που μας οδηγούν στον πυρήνα της όλης κατασκευής:
Ως προς την Eurostat: Σύμφωνα με το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο (Συνθήκη του Μάαστριχ) και το παράγωγο (Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί), η Eurostat είναι το μοναδικό και αδιαμφισβήτητο θεσμικό όργανο για τον έλεγχο, τη διόρθωση και την αλλαγή των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών, κάθε κράτους μέλους. Ο κατήγορος – αρθρογράφος λοιπόν, «καταρρίπτει» το θεσμικό αυτό δεδομένο, με την εξής διατύπωση: «…..Πάντως, είναι παράξενο το πώς κάποιοι θεωρούν την Eurostat ως έναν φορέα που δεν επιδέχεται ουδεμία αμφισβήτηση»! (Είναι σαν να λέγαμε πως είναι παράξενο π.χ. να δικάζουν τα δικαστήρια, να βεβαιώνει η τροχαία παραβάσεις κ.ο.κ.).
Ως προς την Κοινοτική νομοθεσία: Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (ESA95) ως Κοινοτική Νομοθεσία, είναι ο κανονισμός για την παραγωγή των εθνικών λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών για τα δημόσια οικονομικά. Κάθε Ευρωπαίος πολίτης, γνωρίζει το στοιχειώδες: Ότι η εφαρμογή της Κοινοτικής Νομοθεσίας από τα κράτη μέλη, είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ. Εν τούτοις, αφού ο εν λόγω «σκότωσε» την Eurostat, αμέσως «αποτελειώνει» και την Κοινοτική νομοθεσία. Έτσι, παρ’ ότι γνωρίζει ότι ο νόμος τίθεται για να εφαρμόζεται, άρα γνωρίζει την υποχρεωτικότητα της εφαρμογής του κανονισμού για την παραγωγή των εθνικών λογαριασμών, στο άρθρο του – δίκην μεταμεσονύχτιας «αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας» – «αποκαλύπτει» το αντίθετο! Ότι «…….η εφαρμογή του είναι συνήθως θέμα πολιτικής επιλογής»! (Σαν να λέμε, ότι είναι θέμα πολιτικής επιλογής, αν θα περνάμε με κόκκινο ή με πράσινο).
Που πάει να πει – σύμφωνα με τον κατήγορο πάντοτε – πως ήταν στην διακριτική ευχέρεια των υπευθύνων της ΕΛΣΤΑΤ – ως «πολιτική επιλογή» – η εφαρμογή της Κοινοτικής Νομοθεσίας! Άρα, εφαρμόζοντας την κοινοτική νομοθεσία, εγκλημάτησαν κατά της χώρας!
Και εδώ η πανουργία αυτοαποκαλύπτεται. Διότι, προκειμένου οι κατήγοροι να κατασκευάσουν το «έγκλημα», συγχέουν σκόπιμα τις έννοιες. Έτσι, επειδή είναι θέμα πολιτικής επιλογής η συμμετοχή μας στην ΕΕ, παρουσιάζουν ως θέμα πάλι «πολιτικής επιλογής», την εφαρμογή της Κοινοτικής Νομοθεσίας και μετά την ένταξή μας!
Όλα αυτά όμως σημαίνουν και κάτι άλλο, που επιμελώς αποκρύπτεται. Πως οι δημιουργοί της υπόθεσης, παρά τις επί χρόνια αναζητήσεις τους, δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν ούτε καν λάθος ή παραδρομή στην παράθεση των πραγματικών στοιχείων εκ μέρους των διωκομένων. Και αφού δεν μπόρεσαν να αμφισβητήσουν τα στοιχεία, ονόμασαν έγκλημα την εφαρμογή του νόμου, μόνο και μόνο επειδή πρόκειται για Κοινοτική νομοθεσία!
Οι ιδεολογικές και ηθικές αφετηρίες της εκτροπής αυτής, δεν είναι του παρόντος. Ούτε βεβαίως η ανάδειξη των σκοτεινών αντιευρωπαϊκών συνδρόμων, που μετατρέπουν την αντίθεση στην Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, σε άρνηση της Ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Του παρόντος είναι κάτι άλλο: Ότι ο προνεωτερικός αυτός αντιευρωπαϊσμός, που απαιτεί τη μη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, βρήκε θετική ανταπόκριση, όχι μόνον στις πλατείες, αλλά και σε μισαλλόδοξους αντιευρωπαϊκούς θύλακες της δικαιοσύνης. Και αναφέρομαι σε «θύλακες», διότι μέχρι σήμερα – αυτό πρέπει να ειπωθεί, γιατί θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη μικροψυχία η παράλειψη – η πλειονότητα των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, δεν παγιδεύτηκαν στις μισαλλόδοξες και ανορθολογικές εκτροπές, στις οποίες ήθελαν να τους οδηγήσουν «εφευρέτες» της. Αντίθετα, διαφύλαξαν την σοβαρότητά τους, αφού έμειναν πιστοί στην εφαρμογή του νόμου, οπότε, με τους όρους του «καταραμένου» ορθολογισμού, έκριναν ότι δεν υπήρξε αδίκημα. Άλλωστε, δεν μπορεί κανείς να μιλάει για το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, όταν δεν αμφισβητούνται τα στοιχεία που βεβαιώνονται, αλλά μόνον η εφαρμογή του νόμου επ’ αυτών. Δηλαδή η κρίση επί των στοιχείων.
Άσε, που όπως εύστοχα επισήμανε ο καθηγητής κ. Σ. Τσακυράκης, στην περιγραφή του εγκλήματος της «ψευδούς βεβαίωσης», πρέπει να παρατίθεται όχι μόνο ποιο είναι το ψέμα που βεβαιώθηκε, αλλά και ποια είναι η αλήθεια που απεκρύβη. Και εδώ παγιδεύτηκαν από τους κατηγόρους, οι ανορθολογικοί θύλακες της δικαιοσύνης. Διότι, για να πουν ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα, πρέπει να υπολογίσουν το έλλειμμα. Για τον υπολογισμό του όμως έχουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν τον Κοινοτικό Κανονισμό. (ESA95, που ψηφίστηκε το 1996. Επίσημη εφημερίδα L 310 της 30/11/1996, σ. 0001 – 0469). Έλα όμως που με την εφαρμογή του Κοινοτικού Κανονισμού, θα προκύψει έλλειμμα 15,4 % (ούτε ένα δεκαδικό λιγότερο)! Άρα, είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν ως αλήθεια, αυτό που θεωρούν ψέμα! Ότι δηλαδή το έλλειμμα ήταν 15,4 %! (Δεν ευθύνεται ο συντάκτης του παρόντος για τον παραλογισμό). Το δέχονται άλλωστε ως πραγματικότητα, όλες οι κυβερνήσεις της χώρας, της σημερινής συμπεριλαμβανομένης.
Επειδή όμως είναι αναγκαίο να αντιδιαστείλουν ψέμα και αλήθεια, είναι υποχρεωμένοι, να αυτογελοιοποιηθούν. Δηλαδή να μας λένε ότι η αλήθεια είναι το 15,4%, αφού αυτό εξάγεται με την εφαρμογή του νόμου και αυτό δέχεται η Eurostat ως ο μόνος αρμόδιος για τον έλεγχό του και ψέμα είναι πάλι το 15,4%, αφού αυτό υποστηρίζουν οι δράστες των «Greek statistics», οι κατήγοροι στην υπόθεση και ο χορός των βρυκολάκων του παρελθόντος. Και τότε, θα πνιγούμε όλοι μέσα στη γενική θυμηδία!