Η Κα εισαγγελέας που αρχικά υποστήριξε ότι η νεοναζιστική ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ δεν είναι εγκληματική οργάνωση, πριν λίγες ώρες πρότεινε την αναστολή της ποινής όλων των νεοναζιστών (πλην Ρουπακιά) μέχρι το Εφετείο.
Ερμηνεύοντας πολιτικά αυτή την διαδικασία μπαίνω στον πειρασμό να την χαρακτηρίσω ως απόπειρα υποστολής της Δικαιοσύνης!
Δεν γνωρίζω τα κίνητρά της αλλά όπως κάθε Έλληνας πολίτης έχω υπ? όψη μου πάμπολλες εισαγγελικές προτάσεις μη εφέσιμης αναστολής για αδικήματα, σημασιολογικά πολύ ελαφρότερα από τη σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης.
Κανείς δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εναντίον της εισαγγελέως πολιτική κατηγορία για φιλοναζιστικά αισθήματα.
Αλλά και κανείς δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να κρίνουμε την πρότασή της με βάση τη συνείδησή μας αφού δεν γνωρίζουμε ακριβώς το γράμμα των νόμων αλλά στο πλαίσιο του κοινωνικού φαντασιακού μας αναγνωρίζουμε τον λόγο ύπαρξής τους έχοντας αδρή ιδέα του περιεχομένου τους.
Προ-Υποθέτουμε δηλαδή ότι η εισαγγελέας είχε χρέος με την πρότασή της να μας προφυλάξει από τους «κασιδιάρηδες» επειδή η πραγματικότητα μας έχει πείσει ότι όσο είναι ελεύθεροι κινδυνεύει δυνητικά η ζωή μας και κρίνουμε την πρότασή της κάτω από αυτό το πρίσμα.
Η Κα εισαγγελέας έκρινε, όπως λέει το Σύνταγμα, με βάση τους νόμους και τη συνείδησή της και αποφάσισε ότι οι νεοναζί που καθοδήγησαν και όπλισαν το χέρι του Ρουπακιά και των άλλων σκατοκέφαλων, οι νεοναζί που δεν αρκέστηκαν στην υποστήριξη της ναζιστικής ιδεολογίας τους αλλά μας είπαν «ελάτε να σας δείξουμε και πως γίνεται στην πράξη» είναι ακίνδυνοι και μπορούν μια χαρά να κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Όμως, η συνείδηση δεν είναι ούτε το δακτυλικό αποτύπωμα κάποιου θεού, ούτε η επίδραση της όποιας κοσμοθεωρητικής τελεολογίας κάποιου νετερμινιστή στο μυαλό κάθε ανθρώπου.
Συνείδηση είναι μόνο ο μηχανισμός κάθε ξεχωριστού ανθρώπινου μυαλού να αναπλάθει την φυσική και την πνευματική πραγματικότητα για να την κατανοήσει.
Η συνείδηση δεν είναι ούτε ηθική ούτε ανήθικη παρά μόνο σε σύγκριση με την κρατούσα ηθική τάξη πραγμάτων και αυτή, στις δυτικές δημοκρατίες, καταδικάζει πολιτικά, ιδεολογικά και ηθικά τον ναζισμό αλλά ευτυχώς δεν δικάζει όσους ασπάζονται την ναζιστική ιδεολογία, γιατί η δύναμη της Δημοκρατίας είναι ότι δεν δικάζει ιδεολογίες παρά μόνο εγκλήματα και δεν δικάζει στους δρόμους παρά μόνο στις δικαστικές αίθουσες.
Φαίνεται ότι η συνείδηση αυτής της δικαστικού έχει αναπλάσει κατά τέτοιον τρόπο την πραγματικότητα ώστε να έχει κατανοήσει τον ναζισμό ως κάτι θετικό, ή γραφικό, ή τέλος πάντων ακίνδυνο για την κοινωνία.
Βρισκόμαστε μπροστά στη διάψευση της ορθότητας της Συνταγματικής επιταγής περί εναρμόνισης των δικαστικών αποφάσεων με την ατομική συνείδηση του δικαστή;
Και αν ναι από τι μπορεί και πρέπει αυτή να αντικατασταθεί;
Μήπως από την πολυσυζητημένη «συλλογική συνείδηση»;
Όχι βέβαια, αφού μόνο οι ολοκληρωτικές θεωρίες (κομμουνισμός-ναζισμός) υποστηρίζουν ότι υπάρχει συλλογική συνείδηση και φορέας έκφρασής της.
Είναι αδύνατον κάτι ανύπαρκτο να αντικαταστήσει κάτι υπαρκτό όπως η ατομική συνείδηση.
Η κοινωνική συνθήκη που πρέπει επιτέλους να αντικαταστήσει στο Σύνταγμα (και στα μυαλά μας) την προσωπική συνείδηση του Δικαστή υπάρχει και είναι ο Ορθός Λόγος, που στην περίπτωση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης δεν είναι παρά η κοινωνική ανάγκη, οι δικαστικές αποφάσεις να λαμβάνονται αποκλειστικά με τη Λογική, χωρίς την επίδραση οποιασδήποτε ουράνιας επιφοίτησης, οποιασδήποτε ιδεολογικής προτίμησης και οποιασδήποτε συναισθηματικής διέγερσης.
Ήδη όμως ακούω την ένσταση:
«-Και ποιος ορίζει τι είναι λογικό και τι παράλογο σε μία δικαστική πρόταση ή απόφαση εκτός από τον ατομικό μηχανισμό της συνείδησης του δικαστικού λειτουργού»;
Κανείς(!) είναι η απάντηση.
Κανείς εκτός από το επιχείρημα και την πειστικότητά του μεταξύ άλλων επιχειρημάτων.
Η Κα εισαγγελέας θα έχει αιτιολογήσει την πρότασή της με βάση τους υπάρχοντες νόμους, αλλά προφανώς έχει πρόβλημα με τη χρήση της Λογικής στην εξαγωγή συμπερασμάτων στο πεδίο της πραγματικής ζωής.
Η πραγματική σύγχρονη ζωή (και φυσικά η Δικαιοσύνη ως αναπόσταστο μέρος της) έχει τη δική της Ρητορική και κυρίως τη δική της Γραμματική ως στοιχεία συγκρότησης κάθε επιχειρήματος.
Δεν γνωρίζουμε τί διδάχθηκε η κυρία εισαγγελέας στο Πανεπιστήμιο και στα χρόνια της θητείας της από Ρητορική αλλά με τη Γραμματική της πραγματικής ζωής δεν φαίνεται να έχει καλές σχέσεις.
Πολύ πιθανόν να μην έχω ούτε εγώ καλές σχέσεις σε αυτό το πεδίο.
Εγώ όμως είμαι καφετζής όχι δικαστικός λειτουργός.
Εγώ καφέδες έφτιαχνα μέχρι να πάρω σύνταξη, δεν επηρέαζα τη συνείδηση κανενός υπέρ ή κατά της Λογικής, υπέρ ή κατά της Δημοκρατίας υπέρ ή κατά του Ναζισμού!
Έ μπορεί να διάβασα και λίγο Αριστοτέλη.