Δεν θέλει πολύ.
Ο κίνδυνος να τοποθετήσει η δρώσα/ανανεωτική αριστερά την έννοια της ανανέωσης με το κεφάλι προς τα κάτω, είναι υπαρκτός. Πηγάζει από τον ανορθόλογο τρόπο με τον οποίο ένα μέρος της διανόησής της εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τη σχέση αριστεράς-ανανέωσης. Στους προβληματισμούς που διατυπώνονται, βρίσκουμε απόψεις που προβάλλουν με αυτοαναφορικό τρόπο το αίτημα της ανανέωσης, καλώντας την αριστερά να δει και να καταλάβει ποιες από τις θέσεις, τις εσωτερικές θεσμίσεις και τον επικοινωνιακό της λόγο, είναι «λάθος», ώστε να προβληματιστεί με τι πρέπει να αντικατασταθούν. Η κοινωνία ως αντικείμενο ανανέωσης, είναι απλώς απούσα. Φαίνεται ότι αυτές οι απόψεις, θεωρούν ότι η κοινωνία θα μπει στο κάδρο της συζήτησης μόλις η αριστερά ως υποκείμενο σιγουρευτεί ότι «ανανεώθηκε», τόσο που μπορεί πια να ανανεώσει και εκείνη!
Στην αέναη περί ανανέωσης συζήτηση που ξεκίνησε στην ελληνική αριστερά μετά το τέλος του εμφύλιου, ο ανορθολογισμός κυριάρχησε ολοκληρωτικά. Το αποτέλεσμα ήταν να μετεξελιχθεί γρήγορα σε έναν αμείλικτο εσωτερικό εμφύλιο «μαρξιστών»-«αναθεωρητών» πάνω σε θεωρητικά ζητήματα, που «συζητούνταν» με την Ταλμουδική λογική των πρωτείων του ιερατείου, αποκομμένα από τις μεταβολές που συνεχώς γίνονταν στον κόσμο και στην ελληνική κοινωνία. Ο εσωτερικός αυτός πόλεμος απορρόφησε τόσο πολύ το ανθρώπινο δυναμικό της ελληνικής αριστεράς, που στάθηκε αδύνατον -όπως είδαμε μεταπολιτευτικά- να στρέψει το βλέμμα ώστε να εντοπίσει και να ερμηνεύσει αξιολογικά τις ανατρεπτικές αλλαγές που συντελέσθηκαν τον τελευταίο μισό αιώνα.
Ταυτόχρονα, φάνηκε ότι στο ανανεωτικό «στρατόπεδο», η έννοια της ανανέωσης εγκαταστάθηκε στρεβλά, καθώς υπό το βάρος μιας τρομερής έντασης και διάρκειας πολεμικής, αποχώρησε από τη συζήτηση η κοινωνία με αποτέλεσμα υποκείμενο και αντικείμενο της ανανέωσης να είναι το ίδιο: Δηλαδή «η αριστερά»! Στην πρώιμη φάση της μεταπολίτευσης, οξυδερκείς έλληνες διανοητές αντιλήφθηκαν το παράδοξο: Φαινόταν ότι η «ορθόδοξη» υπό το ΚΚΕ πλευρά, έβλεπε τον εαυτό της ως υποκείμενο μιας «πάλης» για την αλλαγή του αντικειμένου που ήταν η κοινωνία, ενώ ακόμα και η λέξη ανανέωση είχε -και έχει ως σήμερα- εξοβελιστεί από το κομματικό λεξιλόγιο, ως ζιζάνιο ενός ρεφορμιστικού «οξαποδώ».
Το τότε αριστερό ακροατήριο, ωστόσο, εθισμένο στην ευαγγελική χρήση των εννοιών, εύρισκε πιο εύκολα τον εαυτό του σ’ αυτό το απλοϊκό σχήμα υποκειμένου- αντικειμένου, πράγμα που έδινε «πόντους» στο ΚΚΕ του αλαζονικού 17%. Δεν είχε ο αριστερός πολίτης της μεταπολίτευσης τα πολιτικά και ιστορικά εφόδια για να κατανοήσει ότι αυτή η κοινωνία-αντικείμενο του ΚΚΕ, εξέφραζε αποκλειστικά τη λενινιστική ιδέα ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι ένα μέρος του φυσικού κόσμου και ως τέτοιο υπόκειται στους νόμους -όχι βέβαια της φυσικής μηχανικής- αλλά μιας αντίστοιχης κοινωνικής μηχανικής. Ο αριστερός έλληνας της μεταπολίτευσης, δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η ανανέωση χρειαζόταν γιατί ο Στάλιν δεν ήταν παρά ο ακούραστος μηχανικός που ήξερε τη δουλειά και ήταν αποφασισμένος να την τελειώσει με οποιοδήποτε τίμημα, έχοντας στο γραφείο του «το κόμμα νέου τύπου» και στο προσκέφαλό του το «κράτος και επανάσταση».
Η άλλη, η «αναθεωρητική» πλευρά αν και αντιλαμβανόταν το πολιτικό αδιέξοδο της «μαρξιστικής ορθοδοξίας», εντόπιζε την ανάγκη να συγχρονισθεί με τον νέο ψηφιακό κόσμο της παγκοσμιοποίησης, της ταχύτητας και της πρόσβασης, ως μέσον για τον δικό της απογαλακτισμό, το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που την συνέδεε με τον παλιό κόσμο του μεγάλου αδελφού, και όχι ως ανάγκη για την ανανέωση αυτού του νέου κόσμου που συνέχισε -και συνεχίζει- να βαδίζει σε δρόμους που για τις υπερηχητικές ταχύτητες των νέων «οχημάτων», είναι πια κατσάβραχα, με αποτέλεσμα να την πληρώνουν πάντα όσοι κάθονται στις πίσω θέσεις.
Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία ως μέρος του ανανεωτικού αριστερού «λόγου», αποδείχθηκε πολύ «ελληνική» για να μπορέσει ν’ αποφύγει την πεπατημένη της ενσωμάτωσης στα καθ’ ημάς κατσάβραχα του κυβερνητισμού και του καθεστωτισμού. Οι «προοδευτικές δυνάμεις» που το 1981 ήρθαν στο προσκήνιο, έδειξαν σχετικά σύντομα ότι γρήγορα θα κατακτούσαν και το παρασκήνιο.
Μέχρι η κρίση να καταστρέψει τα χάρτινα θεμέλια της ευημερίας μας, η ανανεωτική αριστερά ξεχάστηκε σ’ έναν εύκολο αντιπολιτευτικό λόγο, μέσα στον οποίο βολεύτηκαν συνιστώσες που η σχέση τους με την ανανέωση ήταν χειρότερη και από τη σχέση τους με την πραγματικότητα.
Τελικά, η κρίση, καταστρέφοντας τα χάρτινα θεμέλια της ευημερίας μας, θύμισε στην ανανεωτική αριστερά ότι υποκείμενο και αντικείμενο της ανανέωσης, είναι πράγματα διαφορετικά. Όχι με την «ορθόδοξη» σταλινική λογική μέσου-σκοπού, αλλά ούτε και με την Τσιπραϊκή λογική του «χαλίφη στη θέση του χαλίφη».
Το υποκείμενο της ανανέωσης χρειάζεται να αποκτήσει ένα σημείο απ’ όπου μπορεί να κοιτάξει τον κόσμο συνολικά, αλλά δεν θα το βρει όσο το αναζητά ως αρχιμήδειο σημείο. Γιατί αυτό βρίσκεται μέσα στον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, μέσα στους θεσμούς, τις διαδικασίες, τα προβλήματα, τις ανάγκες και τα ρίσκα.
Η ΔΗΜΑΡ δείχνει να κατανοεί έτσι το θέμα.
Μένει να δούμε αν υπάρχει ομοφωνία, ή έστω άνετη πλειοψηφία.