Υπό καθεστώς Αναγκαστικής αλληλεγγύης

Κώστας Σοφούλης 27 Απρ 2017

Χωρίς υπερβολή, αν ποτέ βγούμε από το καθεστώς κηδεμονίας των μνημονίων, η χώρα θα βρεθεί απροειδοποίητα μπροστά σε μια δραματική αλλοίωση του κοινωνικού καθεστώτος της. Μια αλλοίωση που έχει ήδη επέλθει αλλά που τα μνημόνια σήμερα συγκαλύπτουν. Θα είναι μια χώρα με δραματικά διαρρηγμένο τον κοινωνικό ιστό της,  και που για να επιβιώσει, θα έχει επείγουσα ανάγκη  να συνομολογήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο πρωτοφανές στο είδος και το περιεχόμενό του: Να οδηγήσει δηλαδή περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της να ορκιστεί ότι θα συντηρεί αναγκαστικά τα υπόλοιπα  δύο τρίτα, για άγνωστο χρονικό διάστημα και χωρίς όρους ανταπόδοσης.  Για την ώρα αυτό το καθεστώς κοινωνικής αλληλεγγύης έχει επιβληθεί εκ των άνω ως αναγκαστικό καθεστώς με τον μηχανισμό των μνημονίων. Η υπερφορολόγηση και ο συνεχιζόμενος δανεισμός από την Τρόικα για την κάλυψη ελλειμμάτων, στηρίζει επί του παρόντος την στοιχειώδη συντήρηση των ανέργων και συνταξιούχων.  Όταν, όμως, αυτή η εξωτερική αναγκαστικότητα εξαλειφθεί και θα πρέπει να αντικατασταθεί με μια εσωτερική πολιτική συμφωνία, με αποκλειστικά εθνική αναφορά, τότε θα φανεί πόσο πραγματικά δύσκολο θα είναι να διατηρηθεί ένας τέτοιος όρος ύπαρξης του έθνους και της κοινωνίας του. Στην ουσία απαιτεί αναμόρφωση του πολιτισμικού υποδείγματός μας για να προσφερθεί να στηρίξει εντελώς νέα πρότυπα κοινωνικής ισορροπίας.

Πρώτα ας δούμε την κοινωνική δομή που μας παρέδωσε η χρεοκοπία και που  παγιώθηκε στα επτά χρόνια της βαθμιαίας μας προσγείωσης στη «νέα κατάσταση». Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, η αναφυήσα νέα δομή της ελληνικής κοινωνίας από την άποψη της δημογραφίας της παραγωγής είναι η εξής: 

Οικονομικά ενεργοί πολίτες 3.674.957, περιλαμβανομένων των 564.000 μονίμων υπαλλήλων που απασχολούνται στο δημόσιο. Αν από την τελευταία κατηγορία αφαιρέσουμε χονδρικά, καθ’ υπολογισμό, 100.000 που στην ουσία δεν προσφέρουν παραγωγική υπηρεσία και στην πραγματικότητα συντηρούνται με μεταβιβαστικές πληρωμές του δημοσίου, ο αριθμός  των παραγωγικών πολιτών υπολογίζεται σε 3.575.000 περίπου. Όμως, από το σύνολο αυτό, περίπου 1.125.000 είναι άνεργοι. Οι άνεργοι είναι εν δυνάμει ενεργοί πολίτες αλλά, στη πραγματικότητα, εξαρτώμενοι από την «φιλευσπλαχνία» της κοινωνίας για να επιβιώσουν μέχρι να βρουν δουλειά.  Στην άλλη πλευρά του λογαριασμού καταγράφονται περίπου 3.250.000 οικονομικά μη ενεργοί συμπατριώτες μας (μαθητές, φοιτητές, νοικοκυρές κλπ.) καθώς και 2.650.000 συνταξιούχοι. Αυτοί είναι πολίτες που η κοινωνία πολιτισμικά τους έχει εκ παραδόσεως αναγνωρίσει το δικαίωμα «κοινωνικής διατροφής» από την εργασία των παραγωγικών συνανθρώπων τους.

Αυτά τα νούμερα μας λένε ότι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, 1.450.000 παραγωγικά εργαζόμενοι θα πρέπει να θρέψουν τον εαυτό τους και επιπλέον 3.775.000 συμπολίτες τους που δεν παράγουν προϊόν από το οποίο να εξασφαλίζουν σχετικό εισόδημα. Εάν τώρα θεωρήσουμε ότι είναι κεκτημένο έθος κοινωνικής αλληλεγγύης, οι έχοντες εισόδημα από εργασία να συντηρούν τον εαυτό τους αλλά και τα μη ενεργά μέλη της κοινωνίας (λόγω συγγενείας, κοινωνικής υποχρέωσης κλπ.), τότε η εικόνα συναιρείται στην εξής φράση: 1.450.000 παραγωγοί οικονομικής αξίας πρέπει υποχρεωτικά να συντηρήσουν 5.225.000 στόματα (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού τους). Ειδικότερα, δε, οι 1.450.000 παραγωγοί θα πρέπει να συντηρήσουν 3.775.000 ικέτες. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, μέχρι το όριο του συνόλου της χώρας, που είναι 11 εκατομμύρια περίπου, συντηρείτε εκ παραδόσεως από εκείνους που πράγματι παράγουν προϊόν. Είναι, όμως,  βάρος που δεν θεωρείται βάρος λόγω αντίστοιχης εμπεδωμένης στην ανθρώπινη παράδοσή μας κοινωνικής παραδοχής. Όμως, ακόμη και οι παραδόσεις καταντούν ενοχλητικές όταν το κόστος τους υπερβεί κάποιο όριο.

Στο τέλος του λογαριασμού καταλήγουμε ότι έχουμε μια κοινωνία όπου κάθε παραγωγικά εργαζόμενος θα πρέπει να συντηρεί με το προϊόν του τον εαυτό του και άλλα 2,6 γνωστά και άγνωστα σε αυτό πρόσωπα. Πώς θα διασφαλιστεί μια τέτοια αλτρουιστική συμφωνία;

Ας δούμε, κατά πρώτο, πως λειτουργεί σήμερα το σύστημα. Αυτοί που ονομάσαμε  «ικέτες» επιβιώνουν στηριζόμενοι είτε στους συγγενικούς θεσμούς είναι με διάφορες επιδοματικές πολιτικές του Κράτους (μεταβιβαστικές πληρωμές) που εκπηγάζουν από την αναγκαστικότητα του κρατικού καταναγκασμού και όχι από την ελεύθερη βούληση των πολιτών:  Ποιος ρώτησε, για παράδειγμα, τον φορολογούμενο αν δέχεται να πληρώνει τα επιδόματα που παρέχονται από το Κράτος στους ανέργους, αφαιρώντας μέρος της δικής του ευημερίας; Αυτή είναι απλούστερη έκφραση της αναγκαστικής κοινωνικής αλληλεγγύης στην οποία αναφέρθηκε εξ αρχής. Και όσο μεν το βάρος της φορολογίας κρίνεται «γενικά» αποδεκτό, η μορφή αυτής της κοινωνικής αλληλεγγύης περνά περίπου απαρατηρητήρητη και συναιρείται στο γενικότερο πλαίσιο της ψηφισμένης γενικής πολιτικής. Όταν, όμως, όπως συμβαίνει τώρα,  η φορολογία έχει κατά πολύ ξεπεράσει τα όρια της ανοχής και των δυνατοτήτων της κοινωνίας και ταυτόχρονα έχει επιβληθεί με την αναγκαστικότητα μιας συμφωνίας του Κράτους με εξωτερικούς παράγοντες, τότε το σύστημα αρχίζει να δείχνει εκρηκτικά χαρακτηριστικά καταπίεσης και αυθαιρεσίας. Το αναμενόμενο, αργά η γρήγορα, είναι η έκρηξή του. Το ότι δεν έχει ακόμη επέλθει μια τέτοια έκρηξη, ίσως να οφείλεται στο ότι το μεγαλύτερο μέρος τους πληθυσμού τελεί σε πλάνη σε ότι αφορά την φορολόγησή τους, επειδή δεν πληρώνει φόρο εισοδήματος, και συνάμα δεν συνειδητοποιεί ότι οι έμμεσοι φόροι τον επιβαρύνουν εξ ίσου. Το 3% των φορολογουμένων πληρώνει το 42% του φόρου εισοδήματος, αλλά το σύνολο των πολιτών πληρώνει ΦΠΑ και μύριους άλλους έμμεσους φόρους χωρίς καν το ευεργέτημα της προοδευτικής φορολογίας που χαρακτηρίζει τον φόρο εισοδήματος. Έτσι, έχουμε την επίπλαστη εικόνα ενός 3% του κοινωνικού συνόλου που η πιθανή εξέγερσή του δε μετράει και πολύ λόγω του ποσοστού του κοινωνικού συνόλου που αντιπροσωπεύει,  αλλά αυτή η εικόνα κρύβει την πραγματικότητα ενός 100% της κοινωνίας που στενάζει κάτω από την βαριά έμμεση φορολόγησή του. Είναι συνηθισμένο, σε τέτοιες αντιφατικές καταστάσεις, να συντονίζονται κάποια στιγμή  οι ετερογενείς κραδασμοί και να καταλήγουν σε χαοτική εξέγερση. Πρακτικά δεν θα ήταν εντελώς άτοπο να  προβλέψουμε μια ταυτόχρονη εμφάνιση «λαϊκών» εξεγέρσεων ευρείας βάσεως με μεσοαστικές εξεγέρσεις τύπου κατσαρόλας.  Και τα δύο συνιστούν προοπτικές που μάλλον πρέπει να μας ανησυχούν. Πρέπει, δε, να σημειώσουμε, ότι η εξέγερση δεν είναι ανάγκη να πάρει τον χαρακτήρα μαζικών κινητοποιήσεων του δρόμου. Αρκεί να εκφραστεί και με έκκεντρη ψήφο στις εκλογές για να προκαλέσει ανωμαλία στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Αυτή, λοιπόν, είναι η τρέχουσα δυναμική εικόνα του κοινωνικού μας συστήματος και σε αυτή πρέπει με μεγάλη επιμέλεια να εστιάσουμε την προσοχή μας για να βρεθούμε σύντομα μπροστά σε άσχημες εκπλήξεις. Ο καταναγκασμός σε αγαθοεργία πολύ εύκολα μετατρέπεται στο νου των πολιτών σε αλλοτρίωση δικαιωμάτων και τότε η φυσική αντίδραση είναι η εξέγερση.

Αυτή είναι η σκοτεινή εικόνα του παρόντος. Υπάρχει προοπτική να αποφύγουμε την όποια πολυδάπανη για την κοινωνία εξέγερση;

 Θεωρητικά, μπορούμε να φανταστούμε μια ξεκάθαρη τακτική διεξόδου από αυτή την απειλή. Το ζήτημα είναι αν και πρακτικά το πολιτικό μας σύστημα είναι επαρκές και ικανό για να υποδεχτεί και να εφαρμόσει τις θεωρητικές επιλογές που του ανοίγονται. Η προφανής βέλτιστη θεωρητική επιλογή είναι η προσέλκυση μαζικών επενδύσεων. Μια τέτοια επιλογή εν τούτους, προϋποθέτει δύο κοινωνικές αλλαγές που κάθε άλλο παρά εύκολες είναι: Την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην «αναπειθάρχιση» της εργασίας και, δεύτερον, την «ανατιμολόγηση» των εθνικών πόρων (συμπεριλαμβανομένης και της εργασίας) ώστε να προσαρμοστούν στις τιμές ενεργού ζήτησης. Αυτή θα ήταν μια κινεζικού τύπου στρατηγική που όσο προφανής κι αν φαίνεται η σκοπιμότητά της άλλο τόσο δύσκολα η φαντασία μας μπορεί να την υποθέσει ως επιτυχή σε μια χώρα με δημοκρατικη παράδοση και ευρωπαϊκή φυσιογνωμία. Πρόκειται για μια σε βάθος αλλαγή όχι απλώς του παραγωγικού μας υποδείγματος, αλλά του ίδιου του πολιτικού και ιδεολογικού μας προσανατολισμού.  Κάτω από την ακραία μίμηση του βασικού ανταγωνιστή στο στίβο της παγκοσμιοποίησης, μπορεί να απαριθμηθούν αρκετές ηπιότερες στρατηγικές. Όλες εν τούτοις, λίγο πολύ, θα προϋποθέτουν ανατιμολόγηση των συντελεστών της παραγωγής, από τη μία, και μετακίνηση από τον πολιτισμό της μικρής ανεξάρτητης επιχείρησης που χαρακτηρίζει σήμερα το κυρίαρχο μοντέλο πειθαρχίας της εργασίας της χώρας μας. Οι πολιτικές δυνάμεις, ας αφήσουν ελεύθερη τη φαντασία τους για εναλλακτικές επιλογές, αλλά να μη παραγνωρίσουν πως τέτοιες αλλαγές προϋποθέτουν καλοσχεδιασμένη ιδεολογική πολιτική, αφού προφανώς αγγίζουν το πεδίο της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας.