Υπνοβάτες στα χαρακώματα

Ευάγγελος Βενιζέλος 17 Δεκ 2015

Α. Κυκλοφορεί υπό διάφορες εκδοχές μια αλληλουχία πολιτικών σκέψεων που μπορεί να κωδικοποιηθεί ως εξής:

1. Η ήττα των κομμάτων που διαχειρίστηκαν την κρίση μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ήταν αναπόφευκτη λόγω των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής και των διαρθρωτικών αλλαγών αλλά και λόγω των ιστορικών ευθυνών τους για τη διαχείριση του παρελθόντος, δηλαδή της μεταπολιτευτικής περιόδου που ναι μεν ανύψωσε εντυπωσιακά το επίπεδο ζωής, διαμόρφωσε όμως παραλλήλως τις προϋποθέσεις της κρίσης.

2.
Η σχετική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ήθελε μετά πέντε χρόνια σκληρών μέτρων να δοκιμάσει μια άλλη προγραμματική πρόταση και ένα άλλο πολιτικό προσωπικό. Έδωσε συνεπώς κάποια βάση στις υποσχέσεις του Ιανουαρίου, τις δημαγωγικά αντιμνημονιακές. Τις στήριξε με απελπισμένη δύναμη στο ξεχασμένο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Αλλά αποδέχθηκε τελικά τον Σεπτέμβριο την πλήρη μεταστροφή και μάλιστα υπό τους σκληρούς όρους του τρίτου μνημονίου αναθέτοντας τη διαχείριση του –και μαζί τη διαχείριση της προοπτικής της χώρας– στον κ. Τσίπρα και όσους τον ακολούθησαν πιστά στην «ρεαλιστική» στροφή, με πρώτο εταίρο και συνεργό τον κ. Καμμένο.

3.
Καλώς ή κακώς η χώρα βρίσκεται τώρα στην αδήριτη ανάγκη να ολοκληρώσει επιτέλους την δημοσιονομική προσαρμογή και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και αν είναι προφανής η οπισθοχώρηση σε σχέση με τα δεδομένα του Δεκεμβρίου 2014, ακόμη και αν έγιναν τραγικά διαπραγματευτικά λάθη τους τελευταίους ένδεκα μήνες, τώρα δεν υπάρχει άλλη λύση. Η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος έχει αποδεχθεί πλέον όχι γενικά και αόριστα το ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλά το μνημόνιο.

4. Θα ήταν βεβαίως προτιμότερο να υπάρχει μια κυβέρνηση ευρύτατης πλειοψηφίας με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων που αποδέχονται το ευρωπαϊκό πλαίσιο ή έστω μια κυβέρνηση ευρωπαϊκού «προοδευτικού» χαρακτήρα με τη συμμετοχή, στη θέση των ΑΝΕΛ, του ΠΑΣΟΚ/ Δημοκρατική Συμπαράταξη και του Ποταμιού, αλλά σε κάθε περίπτωση η αντιπολίτευση οφείλει να προσφέρει όχι απλώς συναίνεση σε επίπεδο πολιτικού κλίματος αλλά και κοινοβουλευτική στήριξη κατά την ψήφιση κρίσιμων νομοσχεδίων που θέτουν σε δοκιμασία την κυβερνητική πλειοψηφία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι αυτάρκης εκεί που μπορεί αλλά η αντιπολίτευση οφείλει να καλύπτει εκ προοιμίου τις κοινοβουλευτικές ανάγκες της κυβέρνησης σε ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, ψηφίζοντας τα σχετικά νομοσχέδια όποια και αν είναι αυτά. Άλλωστε ψήφισε το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο για να καλύψει το κενό των τότε διαφωνούντων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη ενός νέου αδιεξόδου στις σχέσεις της χώρας με τους δανειστές.

5. Επιπλέον δεν υπάρχει αριθμητικά και πολιτικά εναλλακτική πρόταση εξουσίας από την παρούσα Βουλή χωρίς τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και σε περίπτωση νέων εκλογών τι θα συμβεί; Με το ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα δεν θα υπάρχει λύση χωρίς τη συμμετοχή του. Με τη ΝΔ πρώτο κόμμα, εάν δεν υπάρξει «οικουμενικό», δηλαδή ευρύτατο φιλοευρωπαϊκό σχήμα, η λύση που απομένει είναι παρόμοια με αυτήν του 2012 που αφήνει το ΣΥΡΙΖΑ στην ευκολία μιας εκ νέου δημαγωγικής αντιπολίτευσης και θέτει σε κίνδυνο την ευρύτατη τωρινή συσπείρωση υπέρ του μνημονίου!

6.
Συμπέρασμα όσων υποστηρίζουν τη λογική αυτή: ας αφήσουμε την κυβέρνηση ως έχει και ευρίσκεται να κάνει την δουλειά της και η αντιπολίτευση ας της παράσχει την συναίνεση και την κοινοβουλευτική στήριξη της στα δύσκολα νομοσχέδια χωρίς θεσμικές εγγυήσεις, χωρίς προγραμματική συμφωνία, χωρίς συμμετοχή σε μια εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης. Ακόμη και όταν ο κ. Τσίπρας δηλώνει βέβαιος ότι η πλειοψηφία των 153 είναι επαρκής και συμπαγής χωρίς κινδύνους «αποστασίας» και καταγγέλλει κάθε ιδέα για ευρύτερα σχήματα ως «συνωμοσία της διαπλοκής» .

Β. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε δυο παραδοχές:

Πρώτον, στην εκτίμηση ότι, ούτως ή άλλως, η χώρα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τα ίδια λίγο πολύ προβλήματα σε σχέση με το ασφαλιστικό, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης ό,τι και αν συνέβαινε πολιτικά τον Δεκέμβριο του 2014 με την εκλογή ΠτΔ ή τον Ιανουάριο με τις βουλευτικές εκλογές. Όποια και αν ήταν η διαχείριση της περιόδου Φεβρουαρίου – Ιουλίου 2015, όποια και αν ήταν η διαπραγμάτευση με τους εταίρους. Όποια κυβέρνηση και αν είχε προκύψει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου

Δεύτερον, στην εκτίμηση ότι η χώρα θα πορευτεί προς το μέλλον και θα ανακτήσει το χαμένο λόγω της κρίσης έδαφος και τη θέση της μέσα στην Ευρώπη, εάν εφαρμοστεί το μνημόνιο τρία, ανεξαρτήτως του ποιος και πώς το εξειδικεύει και το εφαρμόζει. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο εξελίσσονται άλλα κρίσιμα κεφάλαια της κυβερνητικής πολιτικής, από την εξωτερική πολιτική και το προσφυγικό έως την παιδεία και τη δικαιοσύνη. Ανεξαρτήτως του αν συγκροτείται ή όχι ένα ευρύτερο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης που ενσωματώνει και υπερβαίνει το μνημόνιο. Ανεξαρτήτως του αν κινητοποιούνται οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Ανεξαρτήτως του βαθμού και του τρόπου προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων. Ανεξαρτήτως του πολιτικού, θεσμικού και κοινωνικού κλίματος που επικρατεί στη χώρα.

Γ. Αυτές όμως οι παραδοχές είναι προφανώς εσφαλμένες και ανιστόρητες.

Το γεγονός ότι η Πατρίδα μας αποφάσισε δημοκρατικά να υποχωρήσει και να βρίσκεται το Δεκέμβριο του 2015 πολύ πίσω από το σημείο στο οποίο βρισκόταν ένα χρόνο πριν επηρεάζει τα πάντα: τους δημοσιονομικούς στόχους, τις χρηματοδοτικές ανάγκες, την κατάσταση και τις προοπτικές του ασφαλιστικού συστήματος, το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, την αποτελεσματικότητα του κράτους στο προσφυγικό και μεταναστευτικό, αλλά και την ποιότητα των θεσμών, τη λειτουργία της Βουλής, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Η κατάσταση και η προοπτική του τραπεζικού συστήματος δεν ήταν η ίδια το Δεκέμβριο του 2014 και το Νοέμβριο του 2015. Μέσα σε ένδεκα μήνες διογκώθηκε η διαρροή καταθέσεων και η εξάρτηση από την ΕΚΤ και τον ELA, αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, απομειώθηκε ραγδαία η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών και του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ, προέκυψε η ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης με εξοντωτικό τρόπο για τους προηγούμενους μετόχους με πρώτο το δημόσιο. Εξαερώθηκαν περίπου 27 δις.

Η κατάσταση και η προοπτική του ασφαλιστικού συστήματος δεν ήταν η ίδια το Δεκέμβριο του 2014 και το Δεκέμβριο του 2015. Η επάνοδος της ύφεσης και του πρωτογενούς ελλείμματος μεταβάλλει προς το χειρότερο όλες τις προβολές στο μέλλον. Το χυδαίο και αφελές ψέμα ότι φταίει το PSI δεν περνάει πλέον. Τα κεφάλαια ( περίπου 14 δις ) που μεταφέρθηκαν από τα ταμεία (γενική κυβέρνηση) στο κράτος (κεντρική κυβέρνηση) είναι ενδοκυβερνητικός συμψηφισμός χρέους. Δεν χάθηκαν όπως η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών. Τα ταμεία θα αποκόμιζαν από αυτά περίπου 600 εκατομμύρια το χρόνο. Δηλαδή από το 2009 έως το 2015 περίπου 3,5 δις και πήραν από το κράτος ως επιχορήγηση την ίδια περίοδο 105 δις. Τώρα χρειάζεται μια πραγματικά ριζοσπαστική προσέγγιση στο ασφαλιστικό και όχι η εκ προοιμίου αποδοχή ενός σχεδίου που δήθεν διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με την τρόικα.

Αυτές οι υποχωρήσεις δεν έγιναν τυχαία. Ούτε ήσαν αναπόφευκτες ως φυσικό φαινόμενο. Αν ήταν αποτέλεσμα αξιακών επιλογών και ιδεολογικών πεποιθήσεων –όπως πίστευαν πολλοί τον Ιανουάριο– θα έλεγα ότι τουλάχιστον υπάρχει μια ηθική πολιτική βάση. Η μετατροπή όμως του ΣΥΡΙΖΑ σε ομάδα ωμής νομής της εξουσίας χωρίς προγραμματικό περιεχόμενο και αξιακό φραγμό λειτουργεί επιβαρυντικά για τη χώρα παρά την εντύπωση της στροφής στο ρεαλισμό. Η επανάληψη, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, του στενού σχήματος ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ που αρχικά φάνηκε ετερόκλητο τώρα όμως εμφανίζεται «ηθικοπολιτικά» ομοιογενές και απολύτως βολικό για την κλειστή ομάδα εξουσίας, σημαίνει πολλά. Όπως πολλά σημαίνει η αποκάλυψη σιγά σιγά της ύπαρξης ενός τρίτου, «αφανούς», κυβερνητικού εταίρου που τον διατυμπανίζουν επαγγελματίες γελωτοποιοί της εξουσίας και γενίτσαροι που επιδίδονται στη διαπίδυση των εξουσιών.

Το παιχνίδι της εμπλοκής και ενοχοποίησης της αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να αποκρύψει το ερώτημα αν το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι ένα κλίμα ευρύτερης συναίνεσης σε εθνικά θέματα μεταξύ της δεδομένης κυβέρνησης και της δεδομένης αντιπολίτευσης ή το ζητούμενο είναι μια ευρύτερη και σταθερότερη κυβερνητική πλειοψηφία. Η δεύτερη εκδοχή αποκλείστηκε όμως από όλους και πρωτίστως από την κυβέρνηση που θεωρεί την πλειοψηφία της συμπαγή και επαρκή και καταγγέλλει κάθε σκέψη διαφοροποίησης βουλευτού της ως αποστασία και κάθε σκέψη ευρύτερου κυβερνητικού σχήματος ως σενάριο διαπλοκής.

Άρα τι ζητείται από την αντιπολίτευση και τι χρειάζεται ο τόπος; Από την αντιπολίτευση ζητείται η πολιτική της παράδοση και απονεύρωση χωρίς προγραμματική συμφωνία και χωρίς θεσμικές εγγυήσεις. Ο τόπος όμως χρειάζεται τις πολιτικές, κοινωνικές και θεσμικές προϋποθέσεις της ριζικής αλλαγής κλίματος προκειμένου να απεγκλωβιστούν οι δημιουργικές δυνάμεις που μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης.

Αυτό δεν γίνεται με τεχνάσματα, με μικροκομματικές προσεγγίσεις, με κυβερνητική αυταρέσκεια και πρωθυπουργική οίηση, με απειλές και εκβιασμούς κατά της Δικαιοσύνης, με το χρόνο να χάνεται μέσα σε επιπολαιότητες, ερασιτεχνισμούς και παλινωδίες μεταξύ ρήξης και υποταγής που καταλήγουν πάντα σε υποταγή εν μέσω κραυγών υπερήφανης αντίστασης.

Δίνουμε την εντύπωση μιας χώρας που υπνοβατώντας προς το αντιμνημονιακό όνειρο έπεσε στην παγίδα του τρίτου μνημονίου και τώρα νομίζει ότι ετοιμάζει χαρακώματα για νέες μάχες ενώ απλώς σκάβει για να θάψει ψευδαισθήσεις. Όλο αυτό το σκηνικό θυμίζει πολεμικές τεχνικές του 1915-16, δηλαδή δεν έχει καμία σχέση με τις απαιτήσεις της εποχής μας και δεν εφάπτεται με το μέλλον.

Τώρα πια δεν αρκεί η εφαρμογή του μνημονίου με πείσμα που εκλαμβάνεται ως πίστη, ως δείγμα πως δήθεν η κυβέρνηση βρίσκεται στο σωστό δρόμο έστω με καθυστέρηση και με μεγάλο πρόσθετο κόστος. Μακάρι να ήταν τόσο απλή η λύση στο ελληνικό ζήτημα. Αυτό που κάνει η κυβέρνηση τροφοδοτεί την κατάσταση της στασιμοχρεοκοπίας για την οποία μίλησα πριν λίγο καιρό. Το σύρσιμο χωρίς βύθιση αλλά και χωρίς απογείωση. Δεν είναι αυτό το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης.