Σχεδόν όλα τα κακά για τις κυβερνήσεις ξεκινούν από τον καιρό που (το κόμμα ή τα κόμματα που τις συγκροτούν) ήταν στην αντιπολίτευση. Ας δούμε μερικά πρόχειρα παραδείγματα μόνο των τελευταίων ετών:
– Ο Κ. Καραμανλής, ως αντιπολίτευση, έλεγε ότι θα επανιδρύσει το κράτος και θα μειώσει τις σπατάλες του. Τι έκανε ως κυβέρνηση μετά το 2004; Εφτασε τις δαπάνες στα ύψη και διόρισε καμιά εκατοστή χιλιάδες νέους υπαλλήλους. Δυστυχώς, μετά από οκτώ χρόνια, ο Σαμαράς έκανε πάλι υπουργούς μερικούς απ’ όσους πρωταγωνίστησαν στο τότε όργιο.
-Ο Γ. Παπανδρέου, μέχρι τις παραμονές των εκλογών του 2009 έλεγε ότι θα επανακρατικοποιήσει τον ΟΤΕ, θα διώξει τους Κινέζους από το λιμάνι του Πειραιά, λεφτά υπάρχουν και άλλα τέτοια. Κι ας ήξερε ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν. Μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση άρχισε να κόβει μισθούς και συντάξεις, για να αποφύγει την άμεση χρεοκοπία.
-Ο Αντώνης Σαμαράς υποσχέθηκε, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, ότι θα αποκαταστήσει τις απώλειες των χαμηλοσυνταξιούχων κι ας ήξερε ότι δεν θα μπορεί να το κάνει. Προκάλεσε εκλογές για να πάρει αυτοδυναμία(!) κι ας ήξερε ότι ήταν άπιαστο όνειρο. Ξελαρρυγγιάστηκε φωνάζοντας ότι δεν θα συνεργαστεί με τον Βενιζέλο και το ΠΑΣΟΚ, διότι δεν θα μπορεί να κάνει αυτά που θέλει. Κι ας ήξερε ότι θα χρειαζόταν να συνεργαστεί.
-Κι ένα παράδειγμα από το εξωτερικό: Ο (Ισπανός Σαμαράς) Ραχόι είχε πει προεκλογικά διάφορα μεγάλα λόγια. Μόλις χτες υποχρεώθηκε να ανακοινώσει απολύσεις, να αυξήσει το ΦΠΑ, να κόψει το δώρο Χριστουγέννων κλπ.
Η νέα τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας συγκροτήθηκε λοιπόν, αλλά τώρα βλέπουμε τον Βενιζέλο να αρχίζει να παίζει (ακόμα μαλακά, είναι αλήθεια) τον ρόλο της «συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης», τον οποίο έπαιζε και ο Σαμαράς στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Αν ο Βενιζέλος σκέφτεται ότι ο ρόλος αυτός βγήκε σε καλό του Σαμαρά, αφού έγινε πρωθυπουργός και, επομένως, μπορεί να βγεί και σ’ αυτόν, μάλλον κάνει λάθος υπολογισμούς. Αν η σημερινή κυβέρνηση πετύχει θα καρπωθούν τα οφέλη κι οι τρείς εταίροι, βεβαίως με πρώτον τον Σαμαρά. Αν η κυβέρνηση αποτύχει, θα αποτύχουν και οι τρείς μαζί.
Στις 17 Ιουνίου οι (περισσότεροι) ψηφοφόροι είπαν να μείνουμε στο ευρώ και να επαναδιαπραγματευθούμε με τους ευρωπαίους αλλά συναινετικά (όπως έλεγαν ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης). Λιγότεροι ψηφοφόροι ήθελαν να πάμε να κάνουμε τσαμπουκά και αυτοί ψήφισαν κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Βενιζέλος γνωρίζει από διαπραγματεύσεις, από τότε που ο ίδιος πήγε να κάνει έναν μικρό «τσαμπουκά» στην τρόικα, αλλά δεν του βγήκε και ακολούθησαν ορισμένα επώδυνα μέτρα. Αρα, σήμερα θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικός όταν ανεβάζει ψηλά τον πήχυ για την επαναδιαπραγμάτευση, για να μη σπάσει τα μούτρα της και η νέα κυβέρνηση. Ο Κουβέλης δεν γνωρίζει από διαπραγμάτευση και γι’ αυτό τηρεί προσεκτική στάση.
Φυσικά, Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης πρέπει να τηρήσουν την προεκλογική υπόσχεση. Αλλά όχι με τη μέθοδο άρπα-κόλα ή για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Η επαναδιαπραγμάτευση πρέπει να γίνει για να αποδώσει. Χρειάζεται σχέδιο, μέθοδο και επιλογή του κατάλληλου χρόνου. Δεν είναι θέμα εντυπώσεων στο εσωτερικό, αλλά ζήτημα ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της χώρας.
Όλα αυτά έχουν, φυσικά, σημασία και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σήμερα ο βασικός πόλος της αντιπολίτευσης. Ας αφήσει κατά μέρος τα μεγάλα λόγια και τις υπερβολές. Διότι θα τα βρεί μπροστά του, αν κληθεί κάποια στιγμή να κυβερνήσει.