«Υπερταμείο»: Μπορούμε να το δούμε κι αλλιώς

Κώστας Σοφούλης 22 Μαϊ 2016

Σε παλιότερο άρθρο μου στην Μεταρρύθμιση είχα υποστηρίξει ότι η ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου όφειλε να οργανωθεί με συστηματικό τρόπο προς εκμετάλλευση (αξιοποίηση είναι ο political correct  όρος),  επειδή θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματικό κεφάλαιο για ανάπτυξη. Είχα μάλιστα ρητορικά διερωτηθεί αν δεν προέκυπταν ευθύνες απιστίας για όλους εκείνους του φορείς που έχουν την σχετική δικαιοδοσία και που συνεχώς παραμελούν το καθήκον τους για αποδοτική εκμετάλλευση. Τώρα διαβάζω στο νέο μνημόνια τα όσα προβλέπει για την δημιουργία τους «υπερταμείου» που θα διαδεχτεί το ΤΑΙΠΕΔ και ταυτόχρονα μελετώ τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.  Θεωρώ ότι η αντιπολίτευση αυτή τη φορά κάνει χοντρό λάθος με τις υπερβολικές αντιδράσεις της: Αντί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για την οριστική λύση ενός μείζονος προβλήματος διαχείρισης του δημόσιου πλούτου, επαναλαμβάνει άκριτα την τακτική της τυφλής αντιπολίτευσης και χάνει έτσι την ευκαιρία να επιβάλλει βελτιωτικές λύσεις που θα ήταν εις όφελος της εθνικής ατζέντας. Κατά ένα μέρος, καταλαβαίνω την ανάγκη ολοκληρωτικής αντιπολίτευσης απέναντι σε εθνικολαϊκιστικό μόρφωμα που ροκανίζει την βάση της αστικής δημοκρατίας μας. Αλλά, το συγκεκριμένο ζήτημα θα μπορούσε να το πάρουμε και αλλιώς.

Η αντιπολίτευση φαίνεται να στοχεύει την πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Πώς θα ήταν όμως τα πράγματα αν θεωρούσαμε ότι η ιδέα του υπερταμείου αποτελεί πρόταση των εταίρων στην οποία υπέκυψε η παρούσα κυβέρνηση.  Οι εταίροι, συνεπείς στην επιδίωξή τους να μας πείσουν (έστω να μας πειθαναγκάσουν) να κάνουμε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που μεταξύ άλλων εξορθολογικεύουν την δημόσια διαχείριση, ζήτησαν να περιέλθει η ιδιωτική περιουσία του δημοσίου σε φορέα που μπορεί να φέρει την πλήρη ευθύνη για την αξιοποίησή τους. Το πού θα κατευθυνθούν τα κέρδη και οι υπεραξίες από την διαχείριση του φορέα είναι ζήτημα προς διαπραγμάτευση. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι η περιουσία φεύγει από τον ανεύθυνο γραφειοκρατικό έλεγχο της συμβατικής δημόσιας διοίκησης και γίνεται κεφάλαιο για έναν οργανισμό που αναγκαστικά θα τηρεί λογαριασμούς διαφανούς διαχείρισης και θα λογοδοτεί για τον αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της περιουσίας του. Κι αυτή η περιουσία, θυμίζω, συμποσούται σε 300 δις. Ευρώ, κατά τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος.  Με την συμπερίληψη, δε και των δημοσίων επιχειρήσεων, το κεφάλαιο μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Δίνεται, έτσι, η μοναδική ευκαιρία να οργανωθεί η δημόσια περιουσία για το κοινό συμφέρον σε όρους οικονομικά αποτελεσματικούς. Γιατί να διαφωνήσουμε με τους εταίρους στο σημείο αυτό;  Αν οι όροι δημιουργίας και λειτουργίας αυτού του σωτήριου holding του ελληνικού δημοσίου δεν μας ικανοποιούν, δεν έχουμε παρά να πιέσουμε την κυβέρνηση να τους βελτιώσει. Πάντοτε, όμως, μέσα στα πλαίσια της οικονομικής αποτελεσματικότητας χωρίς να αλληθωρίζουμε προς τις νεφελώδεις έξυπνες ιδέες των διαφόρων πολιτευτών που θέλουν να χρησιμοποιούν την δημόσια περιουσία απλώς για να εξυπηρετούν την στενή εκλογική πελατεία τους.

Νομίζω ότι δίνεται μια καλή και σχετικά εύκολη ευκαιρία στην δημοκρατική παράταξη να επιδείξει την ικανότητά της να δίνει λύσεις πέρα από την πολιτική κριτική στην οποία διαπρέπει. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν συμπαραστεκόμαστε σε μια κατακριτέα κυβέρνηση, αλλά συγκατανεύουμε σε μια ευφυή πρόταση των ευρωπαίων εταίρων μας που δεχόμαστε ότι ενεργούν με πνεύμα αλληλεγγύης προσφέροντας την τεχνογνωσία τους.