Διαβάζω τις τελευταίες ανακοινώσεις της Eurostat. Η Eurostat είναι η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, την οποία εσχάτως ασπάζονται και οι εναπομείναντες πρώην μνημονιοκτόνοι. Πρόκειται λοιπόν, για δύο διαφορετικές ανακοινώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε ένα σημαντικό συμπέρασμα, που αφορά τη πραγματική ελληνική οικονομία.
Η πρώτη ανακοίνωση, αφορά το υπερπλεόνασμα 4,2% που επιτεύχθηκε το 2017 έναντι στόχου 1,75% και για το οποίο οι κυβερνώντες θριαμβολογούν. Η δεύτερη ανακοίνωση, αφορά το γεγονός ότι πάνω από 2,2 εκατομμύρια Έλληνες δεν κατάφεραν το 2017 να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, για την οποία φυσικά, οι κυβερνώντες σιωπούν.
Σύμφωνα με τη Eurostat ως βασικές ανάγκες για μια ικανοποιητική ζωή ορίζονται:
- Η ανταπόκριση στη εξόφληση των λογαριασμών
- Η ύπαρξη θέρμανσης του σπιτιού τους
- Η αντιμετώπιση απρόβλεπτων δαπανών
- Να τρώνε τακτικά κρέας ή ψάρι
- Να έχουν πλυντήριο ρούχων
- Να έχουν αυτοκίνητο
- Να κάνουν μια εβδομάδα διακοπές εκτός σπιτιού
- Να χρησιμοποιούν τηλέφωνο και
- Να διαθέτουν τηλεόραση
Πως όμως συμβιβάζονται όλα αυτά, όταν μάλιστα μοιράστηκε πέρσι τα Χριστούγεννα ο μποναμάς του 1 δις ευρώ περίπου ; Γιατί ενώ ακολουθείται η πολιτική της παροχολογίας, τα στοιχεία που καταγράφουν τη φτώχεια, επιμένουν ; Μήπως το γεγονός αυτό αποδίδεται στο μίγμα οικονομικής πολιτικής, που στηρίχθηκε στην υπερφορολόγηση και στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, που πρότεινε η κυβέρνηση στους δανειστές και εφαρμόζει μάλιστα, με υπερβάλλοντα ζήλο;
Πως όμως να αντιληφθείς τον παλμό της πραγματικής οικονομίας, όταν δεν έχει «σκάσει» στα χέρια σου επιταγή ή δεν αγχώνεσαι για το τέλος του μήνα να πληρώσεις την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, που αφορούν είτε τις δικές σου εισφορές, αν είσαι αυτοαπασχολούμενος είτε των υπαλλήλων σου, αν είσαι μικρομεσαία επιχείρηση ; Όταν δεν έχεις κόψει ένα τιμολόγιο ή δεν έχεις βγάλει μία εγγυητική επιστολή ή δεν έχεις διαπραγματευτεί ένα δάνειο από την τράπεζα, πως είναι δυνατόν να διαπραγματευτείς το συμφέρον της χώρας ; Αυτά βέβαια για ορισμένους, με ανύπαρκτη διοικητική αντίληψη. Ο νοών, νοείτω.
Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας.
Η επιλογή λοιπόν της υπερφορολόγησης των νοικοκυριών και των επαγγελματιών, το στράγγισμα της ρευστότητας στις επιχειρήσεις, η διόγκωση των οφειλών του δημοσίου προς συνταξιούχους και δικαιούχους εφάπαξ, η περικοπή των Δημοσίων Επενδύσεων, είναι γεγονός ότι υπερκάλυψαν τον στόχο του δημοσιονομικού πλεονάσματος. Όμως δημιούργησαν τεράστια ζημιά στην ανάπτυξη. Αυτή ως γνωστόν είχε προβλεφτεί ότι θα «πιάσει» το 2,7% και κατρακύλησε στο ασθενικό 1,4%. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Δυστυχώς, σημαίνουν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών για κατανάλωση, αύξηση των υποχρεώσεων και χρεών προς την εφορία και μείωση της ρευστότητας στην αγορά. Φυσικό και επόμενο είναι να μην επιτευχθούν οι αναπτυξιακοί στόχοι και να μη βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, απεναντίας μάλιστα οδηγηθήκαμε σε ακόμη μεγαλύτερη λιτότητα και σε πιο βαθειά φτώχεια.
Η κοινωνική συνοχή και η αντιμετώπιση της φτώχειας αντιμετωπίζεται μόνο με την υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, η οποία θα προέλθει από την προώθηση των παραγωγικών και όχι ευκαιριακών επενδύσεων, την ενίσχυση της ρευστότητας στις τοπικές αγορές και τη δραστική μείωση φορολογικών συντελεστών. Οι παράγοντες βέβαια που συνθέτουν αυτό το στόχο αφορούν την γρήγορη αδειοδότηση των επιχειρηματικών δράσεων, την τάχιστη απονομή δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα και ένα σταθερό φορολογικό περιβάλλον.