Χωρίς να παριστάνω τον Αλέξανδρο Δουμά παραθέτω, μετά είκοσι έτη, το άρθρο μου που είχε δημοσιεύσει η Αυγή στις 17/11/196. Πιστεύω ότι δεν θα άλλαζα τίποτα. Ίσως πρόσθετα κάτι σε σχέση με τον Τράμπ για να το κάνω επίκαιρο. Αν και νομίζω κι έτσι, όπως παρακάτω, επίκαιρο είναι.
Υπερασπίζοντας το «πολιτικά ορθό»*
Πρώτα το ονοματίσανε. Το κάνανε «κλισέ». Το εισάγανε στο καθημερινό λεξιλόγιο, το πλασάρανε για επιφανειακό φινίρισμα στα «μοντέρνα στελέχη». Και όταν πια ήταν ώριμο, το γελοιοποιήσανε. Προβάλανε κατά κόρον και χτύπησαν την υπερβολή του. Και μαζί μ’ αυτήν και τον ίδιο τον πυρήνα του. Με το αποτελεσματικότερο όπλο, τη διακωμώδηση.
Αυτό που αυτοί, αυτοί που δεν το θέλανε, που το μισήσανε, που το λοιδωρήσανε, αποκάλεσαν «πολιτικά ορθό» ήταν η επικράτηση της αμφισβήτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας που τους βόλευε. Κι όταν αυτή η αμφισβήτηση έδειχνε να απλώνεται, ενσωματώθηκε, κωδικοποιήθηκε. Από νοοτροπία και στάση ζωής έγινε κανονισμός και νόμος.
Η γενιά του ’60 έφερε πολλές αλλαγές. Χτύπησε τον κοινωνικό συντηρητισμό, πολέμησε τους διαχωρισμούς και τις ανισότητες κατά τάξη, φύλο και φυλή, υπερασπίστηκε το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Δεν έκανε επανάσταση. Έκανε όμως μικρές και μεγάλες ανατροπές.
Η γενιά του ’60 μεγάλωσε. Άλλοι περιθωριοποιήθηκαν, οι περισσότεροι ενσωματώθηκαν με μικρότερους ή μεγαλύτερους συμβιβασμούς. Όμως, μέσα στην παραίτηση των περισσότερων, κάτι έμεινε, κάτι σιγοκαίει που επιτρέπει να διακρίνουν και να επικροτούν τα προοδευτικά μέτρα.
Σε άλλες χώρες, όπως η Αμερική, ο απόηχος του ’60 οδήγησε στις προοδευτικές νομοθεσίες που τώρα χτυπιούνται ως «γελοία πολιτικά ορθές» όπως η αντιρατσιστική νομοθεσία και οι ποσοστώσεις για την προώθηση των μειονοτήτων ή η τιμωρία της σεξουαλικής παρενόχλησης. Εδώ στην Ελλάδα από τα λίγα τέτοια δείγματα είναι το νέο οικογενειακό δίκαιο.
Τώρα λοιπόν, σε μια απόσταση από τα ’60 και τον απόηχό τους, οι αντιδραστικοί αντεπιτίθενται για να τα πάρουν πίσω. Με συμμάχους του κυνικούς «μεταμοντέρνους», τα κωλόπαιδα που βαφτίστηκαν γιάπηδες και περιφέρουν και προσφέρουν την αδιαφορία τους, περιφερόμενοι με σινιέ και σενιαρισμένοι, λοιδωρώντας το ’60 και τις κοινωνικές ευαισθησίες. Και εκμεταλλεύονται έτσι οι αντιδραστικοί τις καρικατούρες του πολιτικά ορθού που είτε τις φτιάχνουν όπως στην «Ολεάνα» του Μάμετ (για όσους το είδαν) είτε τους προσφέρονται από ηλίθια «προοδευτικότητα» όπως η τιμωρία του 6χρονου που φίλησε συμμαθήτριά του.
Εδώ στην Ελλάδα, κρατώντας πάντα μια διαφορά φάσης, κυνηγάμε τους οικονομικούς μετανάστες πριν προλάβουμε να εμπεδώσουμε την ορθότητα της υπεράσπισής τους. Χτυπάμε τις ποσοστώσεις πριν προλάβουν να καθιερωθούν ή να αποδώσουν. Ας μην εκπλαγούμε αν σε λίγο δούμε να βάλλεται και το οικογενειακό δίκαιο. Είναι άραγε νομοτελειακό; Ίσως. Όμως υπάρχει ελπίδα στη νέα γενιά που τώρα ενηλικιώνεται και μοιάζει να θέλει να συνεχίσει, μέσα στις συνθήκες, εκεί που άφησε τα πράγματα η γενιά του ’60.
* Δημοσιεύτηκε στην Αυγή 17/11/1996