Η ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίου αλλά και η διαρκής κινητικότητα προσώπων ανά τον κόσμο συνιστά βασικό δικαίωμα και θεμελιώδη αρχή του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η αρχή αυτή μοχλευμένη στα άδυτα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης επέτρεψε την εύκολη προσαρμογή προϊόντων και υπηρεσιών, που διακινούνται με μεγάλη ευκολία μέσω διεθνών δικτύων, στις εξατομικευμένες ιδιαίτερες απαιτήσεις διαφορετικών αγοραστικών κοινών αφού πρώτα μελετήθηκαν διεξοδικά αυτές οι διαφορετικές συνήθειες, στάσεις, συμπεριφορές και προτιμήσεις ανά φύλο, ηλικιακή κατηγορία, εισόδημα, κοινωνική τάξη και γεωγραφική περιοχή.
Ωστόσο, η επερχόμενη απειλή σε όλα αυτά ήταν ότι κάποιες οικονομίες που είχαν τη δυνατότητα να παράξουν προϊόντα χαμηλότερου κόστους λόγω φθηνότερων πρώτων υλών ή εργατικού κόστους, έναντι άλλων, εξασφάλισαν για τα προϊόντα τους ανταγωνιστικότερη διείσδυση και αποδοχή από τα αγοραστικά κοινά οικονομιών άλλων κρατών.
Το αποτέλεσμα ήταν να εμφανιστεί το φαινόμενο των οικονομιών αυξημένης ή μειωμένης ανταγωνιστικότητας, κάτι που είχε σαν αντίκτυπο την αναδίπλωση των Στρατηγικών Εμπορίου για κάποια κράτη και την αυτόματη υιοθέτηση Πολιτικών Υπεράσπισης προϊόντων εθνικής προέλευσης και ταυτότητας. Το εν λόγω φαινόμενο επιβαρημένο με ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές σε ένα κυρίως μέρος της Ευρώπης, με ξενοφοβία, με αυξημένη εγκληματικότητα και ερμηνευτική σύγχυση των εννοιών ανοικτής κοινωνίας και πολυπολιτισμικότητας αλλά και δίχως σεβασμό του πλαισίου αρχών και κανόνων των χωρών υποδοχής, οδήγησε κάποιους ηγέτες σε εκμετάλλευση της εκτροπής αυτής, που βρήκαν με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να βασίσουν την ιδεολογία του άκρατου λαϊκισμού, δικαιολογώντας και επιβάλλοντας Στρατηγικές Προστατευτισμού προς όφελος της προστασίας δήθεν και της ασφάλειας των πολιτών.
Στη λογική αυτή αξίζει να θυμηθούμε την εποχή του νεότερου Μπους, Προέδρου των ΗΠΑ ,που επέβαλε ισχυρούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα χάλυβα ή ακόμα την επιδότηση αγροτικών προϊόντων σε μια προσπάθεια στήριξης της εγχώριας βιομηχανίας χάλυβα ή υπεράσπισης της ανταγωνιστικότητας των εθνικών προϊόντων. Οι λαϊκιστές Ηγέτες ανά τον κόσμο δεν απέχουν βεβαίως από την δημοκρατική συνείδηση που βαθύτατα υπερασπίζουν, αλλά ταυτόχρονα με εκλαϊκευμένες εκφράσεις και προτάσεις συμπαρασύρουν το λαό, αξιοποιώντας συνθήματα και λόγο αρκετές φορές αναληθή, δίνουν υπερβάλλουσα έμφαση στη λαϊκή ετυμηγορία γι αυτό και συχνά προβαίνουν σε δημοψηφισματικές πρακτικές.
Ως εκ τούτου χρήζουν μεγάλης προσοχής τα σημεία αναφοράς των εφαρμοζόμενων Πολιτικών καθώς ο συμβολισμός της συνηγορίας των εθνικής ταυτότητας προϊόντων σε συνδυασμό με όλα τα άλλα στοιχειοθετούν την ιδεολογική εργαλειοθήκη ενός Λαϊκιστή- Ηγέτη που βρίσκει εύκολα ακροατήριο και την αξιοποιεί για ίδιον και μόνο όφελος.
Ωστόσο ας έχουμε κατά νου ότι η άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων ή το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας ή ακόμα το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης δεν μπαίνουν ποτέ σε διαδικασία μέτρησης καθώς είναι αναφαίρετα και δεν λογοδοτούν σε καμία διαδικασία ψηφοφορίας. Είναι όμως άρρηκτα συνδεδεμένα με την δημοκρατική πολιτεία, και αυτό το τελευταίο ξεφεύγει της μνήμης των λαϊκιστών.