Μια ιδιαίτερα σημαντική, πλην όμως κάπως αφανής διαπραγμάτευση γίνεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που ενδιαφέρει άμεσα όλη την Ευρώπη και καθοριστικά την Ελλάδα. Αφορά τον προϋπολογισμό της ΕΕ την περίοδο 2014-2020 (το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο). Συζητούνται το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού και ο τρόπος χρηματοδότησής του, η κατανομή των πόρων ανάμεσα σε δέσμη δραστηριοτήτων (ανάπτυξη, διαρθρωτική πολιτική, κοινή αγροτική πολιτική, εξωτερικές σχέσεις) και τα οφέλη ή οι ζημιές που κάθε χώρα-μέλος μπορεί να έχει. Η διαπραγμάτευση σχεδιάζεται να ολοκληρωθεί σε έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 22-23 Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες. Θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο Συμβούλιο, καθώς υπάρχει σοβαρή διάσταση απόψεων ανάμεσα στις χώρες-μέλη.
Από τη μια μεριά, είναι η ομάδα των κρατών που «συμβάλλουν καθαρά» στον προϋπολογισμό (πληρώνουν δηλαδή περισσότερα απ’ όσα εισπράττουν) – Γαλλία, Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Ολλανδία, Σουηδία, οι οποίες θέλουν να περικόψουν το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού που έχει προτείνει η Επιτροπή (περίπου 1 τρισ. ευρώ) κατά 100-150 δισ. Σε περίοδο που περικόπτονται οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών, λένε, δεν μπορεί να αυξάνεται ο προϋπολογισμός της Ενωσης. Από την άλλη, αντιπαρατίθενται οι άλλες χώρες-μέλη (και η Ελλάδα) και οι θεσμοί που υποστηρίζουν ότι η έγκριση ενός ισχυρού προϋπολογισμού συνιστά αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου η Ενωση να χρηματοδοτήσει τους στόχους που έχει αναλάβει από τη Συνθήκη της Λισαβώνας αλλά και οικονομική ανάπτυξη, καταπολέμηση ανεργίας, οικονομική σύγκλιση κ.λπ. Εκτιμάται ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα βρεθεί (όπως συμβαίνει πάντοτε) ο αναγκαίος συμβιβασμός (εκτός βέβαια αν ο κ. Ντ. Κάμερον, ο Πρωθυπουργός του Ην. Βασιλείου, προχωρήσει σε υλοποίηση της απειλής του να μπλοκάρει τη διαπραγμάτευση εάν δεν υπάρξουν δραστικές περικοπές).
Από τον οποιονδήποτε συμβιβασμό η Ελλάδα θα αντλήσει σημαντικούς πόρους από τη διαρθρωτική πολιτική συνοχής για τη νέα επταετή περίοδο (2014-2020) και από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Βεβαίως, οι πόροι από τη διαρθρωτική πολιτική θα είναι αισθητά μειωμένοι (έως και 40%), καθώς ορισμένες περιφέρειες της χώρας δεν θα δικαιούνται τις υψηλές χρηματοδοτήσεις του παρελθόντος – μετά τη διεύρυνση της Ενωσης σε 27 χώρες και, παρά την κρίση και την οικονομική ύφεση, οι συγκεκριμένες ελληνικές περιφέρειες κρίνονται οικονομικά ανεπτυγμένες. Παρά ταύτα, οι πόροι που θα εξασφαλίσει η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικοί για την υλοποίηση του νέου ΕΣΠΑ.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι μπορεί να υλοποιηθεί το επιτακτικό αίτημα για ανάπτυξη. Βεβαίως, τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις. Ωστόσο, στη συγκυρία, οι πόροι της Ενωσης προσφέρουν τη χρυσή ευκαιρία για τη βελτίωση των προοπτικών ευημερίας της χώρας. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι θα είναι έτοιμη να αξιοποιήσει και να απορροφήσει τους νέους πόρους που θα διαθέσει η ΕΕ. Γιατί η εμπειρία από την υλοποίηση του ΕΣΠΑ της τρέχουσας δημοσιονομικής περιόδου (2007-2013) δεν είναι ενθαρρυντική. Δύο χρόνια πριν από την ολοκλήρωση της περιόδου σημαντικό μέρος των πόρων (πάνω από 10 δισ. ευρώ) δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί!
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει πόρους για «να κάνει ανάπτυξη», χρειάζεται όμως σχέδιο και τις τεχνικές και άλλες προϋποθέσεις. Τους πόρους τούς προσφέρει η Ενωση, όπως προσφέρει και τεχνική υποστήριξη. Θα μπορούσε να προσφέρει ίσως περισσότερους και θα έπρεπε να υλοποιήσει ειδικό αναπτυξιακό σχέδιο (ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ) για τον ευρωπαϊκό Νότο. Αλλά και αυτό το πακέτο πόρων δεν είναι ευκαταφρόνητο για μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανόν να υπάρξουν και πρόσθετοι πόροι για την Ελλάδα, μέσα από έναν προϋπολογισμό που προτείνεται (από τον Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ) να θεσπισθεί ειδικά για τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Από τον προϋπολογισμό αυτό θα στηριχθούν χώρες-μέλη που προωθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τη διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Εν συντομία, προϋποθέσεις ανάπτυξης υπάρχουν, μπορούν να δημιουργηθούν και νέες στο άμεσο μέλλον. Εάν παράλληλα διευθετηθεί συνολικά και το χρέος (με στόχο να καταστεί βιώσιμο) και δοθεί ολοκληρωμένη απάντηση στα ελλείμματα της ΟΝΕ, όπως προτείνεται από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τότε ΕΕ και Ελλάδα μπορεί να γυρίσουν σελίδα ουσιαστικά και τελεσίδικα.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών