Στο βωμό του κοινού μας στόχου να περιορισθεί η
φονική πανδημία, «Μένουμε σπίτι». Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν
καλλιτέχνες, δημιουργοί, επιστήμονες και τρανταχτά ονόματα με σκοπό να αλλάξει
η καθημερινότητα μας. Βομβαρδιζόμαστε κάθε μέρα από τους ειδικούς με σκοπό να
«επιβληθούν» οι περιορισμοί των άσκοπων μετακινήσεων και τον ψυχαγωγικών
προγραμμάτων μας. Έτσι πρέπει να γίνει. Το 80% σχεδόν της οικονομικής
δραστηριότητας σωστά «πάτησε φρένο». Το κράτος
προσπαθεί με επιδοματικές πολιτικές να κρατήσει τη κοινωνία όρθια, στη λογική
ότι δεν πρέπει να θυσιάσουμε ανθρώπους, για να ωραιοποιήσουμε τις καμπύλες της οικονομίας
μας.
Σε
αντίθεση με το ευρηματικό σλόγκαν «Μένουμε σπίτι», υπάρχει και ένα κόσμος που
δεν έχει σπίτι. Αρκετοί συνάνθρωποί μας, δεν πιάνονται από τα «ραντάρ» της οικονομίας
και της κοινωνίας μας. Τα μέσα ενημέρωσης δεν ενδιαφέρονται και δεν ασχολούνται αρκετά μαζί τους. Ίσως επειδή
τα ρεπορτάζ αυτά «ενοχλούν» τον πολιτισμό μας, ίσως η κοινωνία μας δεν θέλει να
δείξει και εμπράκτως την «αλληλεγγύη» της σε αυτούς τους ανθρώπους, ίσως,
ίσως....
Είναι
ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, δεν
έχει «που τη κεφαλή κλίνη», και αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης. Οι άνθρωποι
αυτοί δεν χρειάζεται να αποκτήσουν το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, το έχουν
«κατακτήσει», πριν ληφθούν τα μέτρα. Το «Μένουμε σπίτι» δεν τους αφορά, άλλωστε
κάθε μέρα αντιμετωπίζουν το δικό τους κορονοϊό. Ζουν ανάμεσα μας, αλλά δεν
είναι ορατοί. Δεν είναι εύκολο να τους συναντήσεις. Η υπερηφάνεια και η
αξιοπρέπεια τους δεν τους αφήνει να κάνουν αισθητή τη παρουσία τους. Ζουν το
δικό τους δράμα και το δικό τους καθημερινό Γολγοθά. Το Πάσχα δεν
αποτελεί για αυτούς μια ξεχωριστή ημερομηνία, ούτε καμία λαχταριστή προσμονή.
Δεν περιμένουν κάτι ιδιαίτερο αυτές τις μέρες. Η ελπίδα τους έπαψε να υπάρχει,
εδώ και πολύ καιρό. Κανείς δεν νοιάζεται για την απελευθέρωση τους από τα δεσμά
της ακραίας φτώχειας. Ζουν ένα μόνιμο φόβο, μέσα στην ανέχεια,
περιθωριοποιημένοι και στριμωγμένοι στη γωνίτσα μιας δομής φροντίδας ή ενός
πρόχειρου εγκαταλελειμμένου παραπήγματος.
Είναι άνθρωποι με καθόλου σύνταξη, με λιγοστά
ένσημα, που διώχθηκαν από τη δουλειά τους. Είναι άνθρωποι, που για διάφορους
λόγους δεν φρόντισαν για το μέλλον τους. Είναι άνθρωποι φοβισμένοι και
τρομοκρατημένοι χωρίς ασφάλεια και περίθαλψη. Οι φιλανθρωπικές δομές δεν
μπορούν να ζεστάνουν τη ψυχή τους, και οι «στηρίξεις» των υπηρεσιών πρόνοιας
και φροντίδας, δεν αποτελούν διέξοδο και ελπίδα γι αυτούς. Οι κατά καιρούς
«θεράποντες» συνάνθρωποί μας, που με τη φιλεύσπλαχνη
στάση τους, τους έδιναν «ένα χεράκι» ή «ένα πιάτο φαΐ», μένουν πια στο σπίτι τους, αντιμέτωποι με το
δικό τους φόβο.
Το «Μένουμε σπίτι»
αφορά όλους εμάς, που εύκολα ή δύσκολα το αποκτήσαμε, τους «άλλους» δε τους
αφορά. Είναι οι άνθρωποι που ζουν μονάχοι, σαν το ξεχασμένο στάχυ, για να
θυμηθούμε το γνωστό λαϊκό τραγούδι…