Βεβαίως υπάρχει. Παρόλο που τέτοιου είδους απλουστευτικές κατηγορίες σπάνια κομίζουν κάτι καινούριο ,υπάρχει στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας ένα ουσιαστικό ζήτημα παλιού και νέου το οποίο προφανώς δεν είναι το ηλικιακό ούτε των πολιτών ούτε των κομμάτων, όπως έχει φτάσει να διαβάζεται από τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις και τα ΜΜΕ σήμερα.
Το παλιό και το νέο πρέπει να έχει αναφορά στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Το υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης διολισθαίνει με την ευθύνη όλων των κομμάτων που έχουν κυβερνήσει μέχρι τώρα (θα προσπαθήσω να επισημάνω κάποιες εξαιρέσεις σε ένα υπόμνημα στο τέλος του κειμένου) και των εκάστοτε πολιτικών ανάλογα με τις κυβερνητικές ευθύνες που έχουν κατά καιρούς αναλάβει.
Αυτό που όλοι διαπιστώνουν ως αυξανόμενη αναποτελεσματικότητα του κράτους είναι στην πραγματικότητα η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον με άλλα λόγια να κυβερνήσει προς όφελος του λαού.Ένας υπουργός ή δημόσιος λειτουργός που επί δύο-τρία χρόνια διαχειρίζεται πόρους του ελληνικού λαού (χρήματα, υποδομές, κρατικούς υπαλλήλους) και από την διαχείριση δεν προκύπτει κανένα όφελος για την χώρα θα έπρεπε να αξιολογείται αρνητικά και στο βαθμό που το φαινόμενο είναι γενικευμένο να αξιολογείται αρνητικά η κυβέρνηση και στη συνέχεια τα κόμματα που την απαρτίζουν.
Άλλωστε τα άτομα, οι οικογένειες, ο ιδιωτικός τομέας και οι υγιείς οργανισμοί λειτουργούν σε αυτή τη βάση.
Προσπαθούν να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τους πόρους που διαθέτουν για να αναπτυχθούν σεβόμενοι το πλαίσιο στο οποίο δραστηριοποιούνται.
Το πολιτικό σύστημα με το να αποστασιοποιείται διαρκώς από την ευθύνη του να αξιοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό και την δημόσια περιουσία προς όφελος της κοινωνίας διολισθαίνει σε έναν ρόλο που το μόνο που κάνει είναι να εξυπηρετεί στοχευμένα και πελατειακά ισχυρές κοινωνικές ομάδες ,οι οποίες το στηρίζουν ,ενώ παλεύει για την επανεκλογή του αξιοποιώντας τα επικοινωνιακά εργαλεία και την πρόσβαση του στα ΜΜΕ.
Η παντελής απουσία της αποτελεσματικής διαχείρισης ως κριτηρίου επιλογής του κάθε πολιτικού ή του κόμματος ρίχνει το βάρος αποκλειστικά στη δημόσια εικόνα του καθενός και στην επικοινωνιακή στρατηγική του κάθε κόμματος.
Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τη γνωστή λειτουργία των υπουργείων (ανεξάρτητα από το κόμμα που κυβερνά) όπου ο υπουργός δε γνωρίζει ποτέ τους υπαλλήλους, τους προϊστάμενους και συχνά ούτε τους διευθυντές του υπουργείου του.
Αν χρειαστεί να πραγματοποιήσει αλλαγές των διευθυντών ουσιαστικά μόνο το κομματικό κριτήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει αφού αγνοεί τις ικανότητες και την αποτελεσματικότητα τους.
Οι εργατικοί υπουργοί δουλεύουν με τους συμβούλους τους, ένα μικρό προσωρινό σύστημα αποκομμένο από το κράτος και τη δημόσια διοίκηση.
Οι υπουργοί φεύγουν, τα υπουργεία μένουν ίδια και κάθε χρόνο χειρότερα.
Ο όρος «χαλαρές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ» ήταν πολύ διαδεδομένος στους υπουργούς του, όπως επίσης το παρατσούκλι «Κωνσταντίνος ο νωθρός» συνδέθηκε με όλη τη φημολογία για πολύωρη καθημερινή απασχόληση του Πρωθυπουργού με ηλεκτρονικά παιχνίδια στη Ραφήνα και τη δραματική επιδείνωση όλων των οικονομικών μεγεθών της χώρας στα χρόνια της διακυβέρνησης του.
Αυτό είναι το παλιό.
Το σύστημα διακυβέρνησης που δεν παράγει τίποτα και δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας.
Το σύστημα που συντηρείται (στο βαθμό που συντηρείται) πια με κενές, ψεύτικες υποσχέσεις και την παρουσία του στα ΜΜΕ.
Η κοινωνία εθίζεται στις ψεύτικες εξαγγελίες και απαξιώνει το πολιτικό σύστημα.
Ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στιγματίζονται πολιτικοί ως ψεύτες, στη χώρα μας ο μέχρι πρότινος Πρωθυπουργός και οι υπουργοί έχοντας πει τα απίστευτα ψέματα διεκδικούν με αξιώσεις πάλι την επανεκλογή τους.
Οι κυβερνήσεις έχουν φτάσει πια στην καλύτερη περίπτωση απλώς να νομοθετούν χωρίς να μπορούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή των νόμων.
Το νέο λοιπόν είναι αυτό που θα παράγει έργο.
Που θα έχει ένα σχέδιο και ένα πρόγραμμα και θα λογοδοτεί πάνω σε αυτό.
Που θα εξοστρακίσει το ψέμα από το δημόσιο λόγο και θα ξαναχτίσει την εμπιστοσύνη.
Που θα λογοδοτεί και θα αξιολογείται.
Που η αριστεροσύνη του και η κοινωνική του ευαισθησία θα μετριούνται με την κοινωνικά δίκαιη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και όχι με τη διασπάθιση της στο όνομα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων κάποιων ισχυρών κοινωνικών ομάδων.
Αυτό είναι το «παλιό» και το «νέο» και επειδή στην ευρωπαϊκή ένωση το «νέο» καθορίζει τις εξελίξεις μπορούμε να ελπίζουμε ότι πολιτικές δυνάμεις όπως το Ποτάμι που έχουν αρχίσει να το προβάλλουν ως αναγκαιότητα θα συναντηθούν με την ευρωπαϊκή εμπειρία διακυβέρνησης και θα ξεκινήσει αυτή η μεγάλη τομή στον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας.
Το «νέο» δε θα είναι πανάκεια.
Αν θα αρχίσει σταδιακά να εισάγεται ως αντίληψη διακυβέρνησης θα φανούν και οι δικές του αδυναμίες.
Μπορεί να φανεί τεχνοκρατικό, μπορεί να υπάρξει η ανάγκη πιο σαφών ιδεολογικών κατευθύνσεων.
Σήμερα όμως αυτό το «νέο» όπως μπορεί να εκφραστεί είναι η πιο επείγουσα ανάγκη για τη χώρα και πρέπει άμεσα να αρχίσει να αποκτά ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας
Προφανώς στα σαράντα χρόνια υπάρχουν αρκετά φωτεινά διαστήματα διακυβέρνησης και σημαντικών μεταρρυθμίσεων.
Το ΕΣΥ, το ΑΣΕΠ, Καποδίστριας, νεότερα δείγματα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης όπως το TAXIS αλλά και το παράδειγμα του Κώστα Σημίτη που θέσπισε ένα επιτελικό σύστημα παρακολούθησης των έργων της χώρας, του Αλέκου Παπαδόπουλου τις προσπάθειες μεταρρύθμισης στο χώρο της υγείας, τις νέες κατευθύνσεις στο χώρο της αγροτικής οικονομίας.
Τα παραδείγματα είναι τελείως ενδεικτικά και υπάρχουν πολλά ακόμα.
Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι ήταν τελείως αποσπασματικά και χωρίς καμία συνέχεια.