Τον Απρίλη του 2013, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις προγνώσεις του για την παγκόσμια οικονομία μιλούσε για ανάπτυξη της τάξης του 3,9 %. Στην επικαιροποίηση όμως τρεις μήνες αργότερα κατέβασε το ποσοστό στο 3,1 %. Για το 2014 προβλέπει τώρα 3,8 % ανάπτυξη, δηλαδή 0,2 % λιγότερο από το ποσοστό του Απρίλη.
Σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ. η ύφεση στην Ευρώπη θα είναι μεγαλύτερη από ό,τι αναμενόταν (0,6 % συρρίκνωση). Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2013 η ανάπτυξη θα κυμανθεί στο 1,7 % αντί του αρχικού 1,9, ενώ για το 2014 προβλέπει 2,7 % αντί 2,9 %.
Την ίδια πτωτική πορεία ακολουθεί και η Κίνα (7,8 % το 2013 και 7,7 % το 2014). Μόνο για την Ιαπωνία αναθεωρεί τις προβλέψεις το Δ.Ν.Τ. προς τα πάνω (τώρα εκτιμά 2 % ανάπτυξη, ενώ τον Απρίλη μιλούσε για 1,5 %).
Τέλος για την Ευρωζώνη το 2014 προβλέπει τώρα 0,9 % ανάπτυξη αντί το 1 %, που προέβλεπε τον Απρίλη.
Είναι εμφανές, ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιβεβαιώνει την πτωτική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Δεν υπάρχει δε χώρα, η οποία να μην υφίσταται τις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης. Χώρες μάλιστα περιφεριακές χωρίς παραγωγική οικονομία, οι οποίες αντιμετωπίζουν και οικονομική κρίση χρέους, αντiμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερη πίεση και προβλήματα σε σχέση με την προσπάθεια ανάκαμψης. Ιδιαιτέρως δε, όταν οι κυβερνήσεις τους αναζητούν επενδύσεις από μεγάλες οικονομικά δυνάμεις, όπως είναι οι δυναμικά αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας και άλλες, έχουν πρόσθετες δυσκολίες να αντιμετωπίσουν. Και τούτο, διότι η παγκόσμια οικονομική διαπλοκή δεν αφήνει καμμία οικονομία ανεπηρρέαστη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια οικονομικής συνεργασίας Ελλάδας και Κίνας.
Μετά την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα. Επισκέφθηκε μάλιστα ο έλληνας πρωθυπουργός επικεφαλής μεγάλου κλιμακίου επιχειρηματιών την Κίνα. Στόχος ήταν όχι μόνο κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και ελληνικές εξαγωγές στην Κίνα. Μετά το επιτυχές για την ελληνική πλευρά ταξίδι στο Πεκίνο αποδόθηκαν τιμές στον επικεφαλής της COSCO για την συμβολή του στην ανάπτυξη της ελληνοκινεζικής συνεργασίας. Και καλώς έγινε. Μόνο που λίγες μέρες αργότερα η κινεζική κυβέρνηση ζήτησε την παραίτηση του. Σίγουρα δεν οφείλεται στην συνεργασία της COSCO με την ελληνική πλευρά. Το θέμα δεν είναι εκεί, αλλά στην γενικότερη στροφή της κινεζικής ηγεσίας στον τομέα της οικονομίας μετά τις έντονες και αρνητικές για την Κίνα επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Το πρώτο εξάμηνο του 2013 έχουμε μείωση των εξαγωγών στην Ευρώπη σε ποσοστό 8,3 %. Την ίδια περίοδο οι εξαγωγές προς τις Η.Π.Α. μειώθηκαν 5,4 %.
Γενικά το εξαγωγικό δυναμικό της Κίνας από τις αρχές του 2012 έως τον Ιούνιο υπέστη μείωση της τάξης του 3,1 %. Πτωτική πορεία ακολούθησαν και οι εισαγωγές, με μείωση 0,7 %. Με βάση αυτά τα δεδομένα η νέα κινεζική ηγεσία αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες της στην οικονομική πολιτική. Συγκεκριμένα θα αποδυναμωθούν οι τομείς του εμπορίου και των επενδύσεων και θα ενισχυθεί η εσωτερική αγορά. Βραχυπρόθεσμα η κινεζική ηγεσία είναι πρόθυμη να ανεχθεί ακόμα και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διότι φοβάται πιθανή αύξηση της ανεργίας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει και σε κοινωνικές εντάσεις.
Αυτή η στροφή της κινεζικής πολιτικής, τι σημαίνει για την προοπτική επενδύσεων στην Ελλάδα; Αυτό είναι είναι ένα εύλογο ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να απαντήσει η ελληνική κυβέρνηση, όπως και κάθε άλλος πολιτικός σχηματισμός, ο οποίος διεκδικεί την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Και αυτό στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσέγγισης των προοπτικών της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο, διότι η οικονομία είναι πλέον παγκοσμιοποιημένη. Οι εξελίξεις σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη έχουν επιπτώσεις στη δυναμική, η οποία αναπτύσσεται και σε άλλα μέρη. Η περίπτωση της Κίνας και όχι μόνο, είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γι’αυτό είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη για την Ελλάδα, όπως και για κάθε άλλη χώρα, ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός, ο οποίος βασίζεται σε τεκμηριωμένα στοιχεία και μελέτη της δυναμικής, που αναπτύσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο.
Από την μέχρι τώρα εμπειρία, αυτής της ποιότητας σχεδιασμός φαίνεται, ότι δεν υπήρξε και συνεχίζει να μην υπάρχει. Και αυτό δεν αφορά μόνο στα κυβερνητικά κόμματα. Το ίδιο ισχύει και για τα αντιπολιτευόμενα. Γι’αυτό πλειοδοτούν σε λαϊκισμούς και αρθρώνουν γενικόλογο πολιτικό λόγο, κενό περιεχομένου. Με αυτό τον τρόπο κυβέρνηση και αντιπολίτευση βάζουν τους ΄Ελληνες πολίτες στο περιθώριο των εξελίξεων και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Το ίδιο ισχύει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δεν είναι καθόλου τυχαία τα ευρήματα έρευνας, που διενήργησε το Ευρωβαρόμετρο από 11 έως 25 Μαίου 2013, σύμφωνα με τα οποία το 90 % των Ελληνων δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση, ενώ 80 % δεν εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνολικά δε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό μη εμπιστοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται στο 60 %.
Πως να μην είναι έτσι, όταν δεν πείθονται οι Ευρωπαίοι και ιδιαιτέρως οι Έλληνες πολίτες για την προοπτική της ακολουθούμενης πολιτικής. Σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της χώρας οι Έλληνες την θεωρούν κακή σε ποσοστό 98 %. Αυτά τα ευρήματα σε σχέση με την ελληνική κοινωνία θέτουν επιτακτικά το θέμα της προοπτικής του πολιτικού σχεδιασμού των κομμάτων και τον βαθμό ενημέρωσης των πολιτών με επιχειρήματα και ρεαλισμό και όχι με στεγανά, τα οποία οφείλονται είτε σε ανικανότητα είτε στην προώθηση συμφερόντων επιμέρους κοινωνικών ομάδων, οι οποίες διαχειρίζονται τον εθνικό πλούτο. Είναι όμως πιθανό να οφείλονται και στα δύο. Ανεξαρτήτως του βαθμού ενημέρωσης των πολιτών, ο όποιος στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να οριοθετεί με μεγάλη σαφήνεια τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, στους οποίους η Ελλάδα μπορεί να είναι ανταγωνιστική και να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για επενδύσεις καιι μάλιστα ελληνικής προέλευσης, όσο αυτό είναι εφικτό σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομικά πραγματικότητα. Αυτός δε ο σχεδιασμός πρέπει στην προοπτική εφαρμογής του να οδηγεί σε μετρήσιμα αποτελέσματα. Μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αναπτυχθεί χρήσιμος πολιτικός διάλογος τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και με τα άλλα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό και άλλα), τα οποία υφίστανται τις επιπτώσεις της εφαρμοσμένης πολιτικής. Η κριτική δε στο πλαίσιο του διαλόγου, στο μέτρο που δεν έχει ιδεολογηματικό χαρακτήρα, μπορεί να οδηγήσει σε συγκλίσεις και συναινέσεις. Αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας, ώστε να εκφράζονται περισσότερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας στη λήψη αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον τους. Εξάλλου με αυτό τον τρόπο έχουμε και διάχυση της ευθύνης σε ευρύτερες πλειοψηφίες, πολιτικές και κοινωνικές. Υπάρχει όμως στρατηγικός σχεδιασμός με τέτοιας εμβέλειας ποιοτικά χαρακτηριστικά;
Χωρίς αυτόν δεν βοηθούν οι επισημάνσεις κυβερνητικών προσώπων, ότι σε έξι (6) χρόνια χάσαμε το 27 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και η ανεργία έχει επίσης φτάσει το 27 %. Ούτε και η ακολουθούμενη πολιτική της δημοσιονομικής εξυγίανσης σε συνδυασμό με επενδύσεις χωρίς στρατηγική επαρκεί για την ανάκαμψη της οικονομίας και την βιώσιμη ανάπτυξη. Ο χρόνος τρέχει και ο κυβερνητικός και όχι μόνο αναπτυξιακός σχεδιασμός πρέπει να αντιστοιχηθεί με την δυναμική της εξέλιξης σε ευρύτερο ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.