Συμπληρώνονται πλέον έντεκα μήνες από την αρχή του χρόνου, κατά τη διάρκεια των οποίων εξελίσσεται μία αργόσυρτη αλλά σταθερή διαδικασία ανάκαμψης του γενικού κλίματος και των οικονομικών προσδοκιών.
Σήμερα, το ποσοστό όσων θεωρούν ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς τη θετική κατεύθυνση κινείται στο 20% από το μονοψήφιο 8% του Ιανουαρίου στις αρχές του έτους. Ταυτόχρονα όσοι πιστεύουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν στη λάθος κατεύθυνση έχουν περιοριστεί από το 87% στο 72%.
Η σημερινή αποτίμηση, όπως αποτυπώνεται και στη σχετική χρονοσειρά, αποτελεί την καλύτερη επίδοση της τελευταίας διετίας αλλά απέχει αρκετά από το να αποτυπώνει ένα κλίμα ανάλογο της πρώτης περιόδου της ανάληψης της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Βελτίωση καταγράφεται και στον δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης, ο οποίος κινείται πλέον στο -54 και πλησιάζει τις επιδόσεις που είχε στα τέλη του 2014.
Σίγουρα η επίδοση αυτή απέχει ακόμα πολύ από ανάλογες καταγραφές χωρών οι οποίες δεν βρίσκονται σε οικονομική κρίση (π.χ. στις ΗΠΑ με βάση τις έρευνες της Gallup κινείται στο +4), ωστόσο υπάρχει μια σταθερή τάση βελτίωσης.
Η βελτίωση αυτή έχει πολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες όμως δεν σχετίζονται, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, με κάποια σημαντική ενίσχυση της εκλογικής επιρροής των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αλλά με τη σταθεροποίησή τους στη διακυβέρνηση. Ειδικά από τον περασμένο μήνα και περισσότερο τώρα η άποψη ότι «θα πρέπει να συνεχίσουμε με τον κ. Τσίπρα για Πρωθυπουργό και κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ» συγκεντρώνει ποσοστό 37% και είναι πλέον η επικρατέστερη έναντι άλλων πιθανών λύσεων (όπως πρόωρες εκλογές ή σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης).
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να μην έχει πλησιάσει σοβαρά τη Νέα Δημοκρατία που προηγείται με διψήφια διαφορά, ωστόσο δεν βρίσκεται πλέον υπό πίεση και διαθέτει πολιτικό χρόνο (αν δεν συμβούν απρόβλεπτα γεγονότα) να επιδιώξει την ανάκαμψη της.
Προβάδισμα Μητσοτάκη. Η ΝΔ συνεχίζει να έχει σαφές προβάδισμα σε όλους τους εκλογικούς δείκτες. Στην εκτίμηση ψήφου κινείται πάνω από το 35% και στην παράσταση νίκης στο 68%, δηλαδή σχεδόν επτά στους δέκα ερωτώμενους εκτιμούν σήμερα ότι θα είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές. Επιπλέον, ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να έχει σαφές προβάδισμα στην «πρωθυπουργησιμότητα» αλλά και στη δημοτικότητα έναντι του κ. Τσίπρα.
Ο νέος φορέας. Ωστόσο, η διαδικασία ανάδειξης επικεφαλής για τον νέο πολιτικό φορέα, η οποία έληξε με την επικράτηση της κυρίας Γεννηματά, φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει τους συσχετισμούς και να δημιουργήσει ένα τρικομματικό ή και «τριπολικό» τοπίο.
Η εκτίμηση ψήφου για τη ΔΗΣΥ/νέο φορέα είναι διψήφια και ανέρχεται στο 12,5% ενώ η κυρία Γεννηματά για πρώτη φορά βρίσκεται στην πρώτη θέση των δημοτικοτήτων των πολιτικών αρχηγών με ποσοστό θετικής γνώμης 44% και άνοδο συγκριτικά με τον περασμένο μήνα 9%. Βεβαίως τα βήματα που ακολουθούν για τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού φορέα, ίσως να αποδειχθούν δυσκολότερα από αυτά που προηγήθηκαν μέχρι τώρα, γιατί σίγουρα μια εκλογική διαδικασία είναι πιο εύκολη πολιτικά από μία προγραμματική σύγκλιση κομμάτων, κινήσεων και προσώπων που θα καταλήξει σε ένα ενιαίο πολιτικό σχήμα, επομένως αυτή η πρώτη καταγραφή των δυνατοτήτων του εγχειρήματος γίνεται κάτω από το κράτος των εκλογικών εντυπώσεων και της σημαντικής για τα σημερινά δεδομένα του πολιτικού χώρου προσέλευσης ψηφοφόρων.
Ωστόσο ένας πιθανός τριπολισμός προκύπτει από το γεγονός ότι η σημαντική αυτή άνοδος της ΔΗΣΥ/νέος φορέας δεν φάνηκε να εξελίχθηκε εις βάρος της πρόθεσης ψήφου των ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Και τα δύο αυτά κόμματα ενισχύθηκαν έστω και οριακά συγκριτικά με τον προηγούμενο μήνα, και αυτό συνέβη κυρίως εις βάρος μικρότερων όμορων κομμάτων (εξού και ο ενδεχόμενος τριπολισμός).
Οι «χαμένοι». Εξάλλου, σημειώνουμε ότι τα «λοιπά κόμματα», αυτά δηλαδή τα οποία δεν κατόρθωναν να ξεπεράσουν το κοινοβουλευτικό όριο, τον περασμένο μήνα άθροιζαν στο 14,8% ενώ τώρα αθροίζουν στο 11,3%. Υπολογίζουμε ότι σχεδόν 6,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταφέρθηκαν από μικρότερα κόμματα (κοινοβουλευτικά και μη) στον υπό διαμόρφωση τριπολισμό μέσα σε έναν μήνα.
Το εκλογικό σώμα. Οι διαδικασίες μετάβασης στο κομματικό σύστημα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται αποκρυσταλλωμένο, συναρτώνται και με μία άλλη σημαντική παράμετρο, την οποία αξίζει να μελετήσουμε πιο συστηματικά όταν θα πλησιάζουμε προς τις κάλπες.
Από τα στοιχεία της έρευνας φαίνεται ότι ένα ποσοστό περίπου 13% του συνόλου του εκλογικού σώματος ψηφοφόρων που είχαν απόσχει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 εκδηλώνει τώρα πρόθεση συμμετοχής, ενώ ταυτόχρονα περίπου το 5% του εκλογικού σώματος που ψήφισε στις περασμένες εκλογές εκδηλώνει τώρα πρόθεση αποχής.
Αν αυτά τα στοιχεία διατηρηθούν μέχρι και τις εκλογές τότε ενδέχεται να επιστρέψουμε σε μία συμμετοχή στις κάλπες από το 56% του Σεπτεμβρίου του 2015 περίπου στο 65% (όση ήταν δηλαδή και τον Ιανουάριο του 2015) και άρα οι τελικοί συσχετισμοί να προέλθουν και από τη δική τους στάση, η οποία κάθε άλλο παρά αμελητέα θα είναι.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ατζέντα της χώρας έχει αλλάξει ριζικά. Η αντίθεση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο έχει πάψει να είναι η κυρίαρχη πολιτική αντίθεση και στη θέση της υπάρχει ένα πλειοψηφικό αναπτυξιακό αίτημα για να βγει η χώρα από τη στασιμότητα και οι πολίτες από την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Και στη βάση της πολιτικής ανταπόκρισης σε αυτό το αίτημα και της ανάγκης στήριξης του ιδιωτικού τομέα ως «ατμομηχανής» της ανάπτυξης θα κριθούν τελικά και οι συσχετισμοί της επόμενης ημέρας.