Η ελληνική οικονομία μετέχει των διεθνών αγορών. Είναι μέρος των διεθνών εμπορικών και συναλλακτικών δικτύων. Από αυτά διακινούνται από και προς τη χώρα προϊόντα, υπηρεσίες και κεφάλαια. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ ενίσχυσε τη συμμετοχή της στα διεθνή δίκτυα. Διευκόλυνε τις συναλλαγές, περιόρισε τους συναλλακτικούς κινδύνους, διεύρυνε τα δίκτυα και βελτίωσε τη διείσδυση σε αυτά. Εάν βρισκόμασταν εκτός ΕΕ, η κρίση θα είχε ως συνέπεια την αποκοπή της χώρας από τις διεθνείς αγορές μέσω της χρηματοδοτικής ανακοπής που συνίσταται στην αιφνίδια διακοπή της εισροής κεφαλαίων σε μια χώρα ή/και εκροή σημαντικών κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο συνέβη εξάλλου σε πολλές χώρες σε συνθήκες κρίσης1. Ωστόσο, η συμμετοχή μας στην ΕΕ και το ευρωσύστημα αποσόβησε τη χρηματοδοτική ανακοπή και τις δυσμενέστατες συνέπειες που παράγονται από τον περιορισμό του χρήματος, την εκτίναξη των επιτοκίων και τη γενικευμένη κατάρρευση της ρευστότητας που εξαρθρώνουν τις παραγωγικές δραστηριότητες, εξακοντίζουν την ανεργία με παράλληλη εν δυνάμει απαξίωση των παραγωγικών πόρων και εγκαταστάσεων.
Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότιπεριπτώσεις ανακοπής χρηματοδότησης έχουν συμβεί στην Ελλάδα στις περιόδους Ιανουαρίου-Μαρτίου 2008, Νοεμβρίου 2008 με Ιανουάριο 2009, Μάρτιο με Ιούνιο 20102 ενώ το 2012 η ρευστότητα των τραπεζών και της οικονομίας που εξασφαλίζεται από τις χρηματικές ροές από το ευρωσύστημα μέσω του TARGET (Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο), ανήλθε σε επίπεδα άνω του 90%. Ουσιαστικά οι χρηματοδοτικές ανακοπές που υπέστη η ελληνική οικονομία δεν έγιναν αντιληπτές λόγω της υποκατάστασης των ροών κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές μέσω του ευρωσυστήματος.
Είναι σαφές ότι μια όποια εθνική οικονομική κρίση χωρίς την κάλυψη του ευρωσυστήματος θα φέρει τη χώρα σε χρηματοδοτική ανακοπή, οι συνέπειες της οποίας θα κάνουν τη σημερινή χρηματοπιστωτική κατάσταση να χαρακτηρισθεί στην ιστορία ως περίοδος μιας απλής χρηματοδοτικής στενότητας. Οι τράπεζες θα υποστούν μαζική έξοδο καταθέσεων, τα επιτόκια θα εκτιναχθούν και οι χρηματοδοτήσεις θα μηδενιστούν ενώ θα διεκδικηθούν άμεσα επιστροφές δανείων. Οι συνεπαγόμενες συνέπειες θα είναι δραματικές στην πραγματική οικονομία, στην απαξία των περιουσιών και στο επίπεδο διαβίωσης των πολιτών.
Η πολιτική αστάθεια της περιόδου όσο και η αμφισημία θέσεων κομμάτων έναντι της προοπτικής της σχέσης μας με την ΕΕ και το ευρωσύστημα, εισάγει το ενδεχόμενο της χρηματοδοτικής ανακοπής στις εναλλακτικές προοπτικές του άμεσου μέλλοντος της χώρας. Ιδιαίτερα στο βαθμό που η όποια ελληνική κυβέρνηση επιλέξει να αμφισβητήσει συμβατικές (πχ μη αποπληρωμή δανείων), ή ακόμα και καταστατικές (πχ μονομερείς ενέργειες), διατάξεις της σχέσης μας με την ΕΕ και το ευρωσύστημα.
Η άρνηση των υποχρεώσεων στο μέτρο που θέτει τη χώρα εκτός των ειδικών ρυθμίσεων διευκόλυνσης από το ευρωσύστημα, φέρνει την οικονομία σε χρηματοδοτική ανακοπή.
Το ύψος του χρέους δεν επηρεάζεται σε πρώτη φάση. Ωστόσο η διάρθρωση και οι όροι εξυπηρέτησης του μπαίνουν αντικειμενικά σε διαπραγμάτευση. Συνεπακόλουθα τίθεται σε διαπραγμάτευση η ίδια η σχέση μας με το ευρωσύστημα και την ΕΕ.
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα περί τις εναλλακτικές που διανοίγονται για την ελληνική οικονομία στην περίπτωση μιας τέτοιας ρήξης.
Στο ως άνω πλαίσιο οι εναλλακτικές ακούσιας ή εκούσιας εξόδου από το ευρώ που παρουσιάζονται είναι οι ακόλουθες:
1. παραμονή στην ΕΕ και επιστροφή στη δραχμή με μνημόνιο
Η χώρα εκδίδει εθνικό νόμισμα συνδεόμενο με το ευρώ με προκαθορισμένη και εντός πλαισίου συναλλαγματική ισοτιμία, όπως στις περιπτώσεις των χωρών όπως η Βουλγαρία, η Λιθουανία, η Εσθονία, ή η Λετονία. Σαφέστατα το νέο εθνικό νόμισμα θα υποτιμηθεί, γεγονός που θα αυξήσει καταλυτικά το βάρος εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων που θα απορροφούν μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων. Τυχόν διευκόλυνση της αποπληρωμής θα πρέπει τεθεί σε διαπραγμάτευση με την ΕΕ. Η νομισματική πολιτική συνεχίζει να προσδιορίζεται σε άμεση συνεννόηση με την ΕΚΤ γεγονός που θα επιτρέψει την ειδική ενίσχυση μέσω του TARGET και την αποτροπή της χρηματοδοτικής ανακοπής, στο μέτρο που η χώρα θα βρίσκεται εντός συμφωνίας (μνημόνιο). Το δε μνημόνιο στην περίπτωση αυτή θα αφορά σε δεσμεύσεις δημοσιονομικής, θεσμικής και εισοδηματικής προσαρμογής της χώρας, σε αντιστοιχία των γνωστών μέχρι σήμερα μνημονίων με επιπλέον δεσμεύσεις συναλλαγματικής πολιτικής. Ο πληθωρισμός αυξάνεται. Οι τράπεζες διατηρούν δυνατότητα χρηματοδότησης και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ενισχύονται. Αντίθετα το κόστος των εμπορεύσιμων εισαγόμενων αυξάνεται τουλάχιστον κατά το ύψος της υποτίμησης συντείνοντας στον περιορισμό της αγοραστικής δύναμης των μισθών.
Βασική συνιστώσα των εξελίξεων αποβαίνει η στόχευση ή μη στόχευση της επανόδου της χώρας στο ευρώ, όπου η στόχευση επανόδου συνοδεύεται από ισχυρό πρόγραμμα προσαρμογής στο δημοσιονομικό, συναλλαγματικό, εισοδηματικό και μεταρρυθμιστικό μέτωπο.
2. παραμονή στην ΕΕ και επιστροφή στη δραχμή χωρίς μνημόνιο
Στην περίπτωση μη μνημονιακής κάλυψης η χώρα τίθεται εκτός ευρωσυστήματος. Οι συνέπειες της υποτίμησης θα συνοδευτούν από χρηματοδοτική ανακοπή και απομόνωση από τις διεθνείς ροές κεφαλαίων και χρήματος. Η διατήρηση της ισοτιμίας της υποτιμημένης δραχμής έναντι του ευρώ θα τυγχάνει διαρκούς αμφισβήτησης και είναι πλέον πιθανή η πορεία αλλεπάλληλων υποτιμήσεων. Συνεπώς, η χώρα θα αναγκασθεί να τυπώσει μεγάλες ποσότητες χρήματος παράλληλα με αύξηση των επιτοκίων, ενώ θα εκδηλωθούν ακόμα ισχυρότερες αρνητικές επιπτώσεις στο μέτωπο του πληθωρισμού (υπερπληθωρισμός), και στο κόστος χρήματος. Ο περιορισμός της αγοραστικής δύναμης των μισθών είναι πολύ ισχυρότερος της προηγούμενης περίπτωσης ενώ οι απαιτήσεις αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας για την επίτευξη της ανάκαμψης θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Σαφέστατα η προοπτική της ανάκαμψης μετατίθεται σε βάθος χρόνου ενώ η ύφεση και η ανεργία γίνονται εκρηκτικά πολύ μεγαλύτερες. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους εκτινάσσεται και απορροφά τεράστιο μέρος των εσόδων χωρίς δυνατότητα διευθέτησης των πληρωμών. Η στάση πληρωμών και η πτώχευση είναι η πιθανότερη των εκδοχών. Σε περίπτωση μη συμφωνίας επί των πληρωμών η διαφορά με την ΕΕ ή τα κράτη μέλη, θα λυθεί δικαστικά.
Η δημοσιονομική και εισοδηματική προσαρμογή παραμένει ως απαίτηση όπως και οι μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριοποίηση.
Η χώρα δεν τίθεται εκτός των διαρθρωτικών προγραμμάτων της ΕΕ. Όμως η χρηματοδοτική στήριξη της μπορεί να γίνει αποκλειστικά με την απευθείας κεφαλαιακή ενίσχυση ως ειδικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κατάστασης της χώρας ή/και στα πλαίσια των συμβατικών προγραμμάτων της ΕΕ για την ενίσχυση των περιφερειακών χωρών.
Και σε αυτή την περίπτωση καταλύτης είναι η στόχευση ή μη στόχευση επανένταξης στη ζώνη του ευρώ καθώς θα επηρεάσει τα μέτρα προσαρμογής.
3. η πλήρης αποχώρηση από την ΕΕ και το ευρωσύστημα με επιστροφή στη δραχμή
Στην περίπτωση αυτή οι συνέπειες είναι ίδιες με την ως άνω υποπερίπτωση με την επιπλέον επιβάρυνση της αποκοπής από τα διαρθρωτικά προγράμματα της ΕΕ και την σχετική χρηματοδοτική υποστήριξη. Η διευθέτηση των υποχρεώσεων μας έναντι της ΕΕ και των κρατών μελών μένει να συμφωνηθεί ή να παραπεμφθεί για δικαστική επίλυση. Παροχή τυχόν βοήθειας προς τη χώρα μπορεί να γίνει από το ΔΝΤ ή την Παγκόσμια Τράπεζα.
Οι επιλογές έναντι των εναλλακτικών αφορούν στις αποφάσεις των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού του ευρύτερου πολιτικού συστήματος. Το ίδιο και οι ευθύνες για τις συνέπειες των αποφάσεων τους στην ελληνική οικονομία, την κοινωνία, ή ακόμα και τα εθνικά θέματα, καθώς τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα πριν, όταν και εάν… γίνουν καλύτερα. Ωστόσο, κανείς δεν θα μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν γνώριζαν…
1 Ενδεικτικά Αργεντινή 1995, Μεξικό 1995, Τουρκία 1995, Ινδονησία 1998, Μαλαισία 1998, Ταϋλάνδη 1998, Ρωσία 1990, Εκουαδόρ, 1990, Τουρκία 1990, Αργεντινή 2002, Αργεντινή 1982, Βραζιλία 1983, Χιλή 1983, Μεξικό 1983, Περού 1983, Βενεζουέλα 1983, Ουρουγουάη 1984.
2 Η εκτίμηση βασίζεται στην εργασία των Merler, S., & Pisani-Ferry, J. (2012). Sudden stops in the euro area (No. 2012/06). Bruegel Policy Contribution. και ορίζει ως ανακοπή τις περιπτώσεις όπου η μηνιαία εκροή κεφαλαίων είναι κατά 2 τυπικές αποκλίσεις χαμηλότερα από τη μέση ετήσια εκροή (Calvo, Guillermo A., A. Izquierdo and L. F. Mejia (2004) ‘On the empirics of sudden stops: the relevance of balance-sheet effects’, Working Paper 10520, NBER)