Υπάρχει φασιστικός κίνδυνος;

Γιώργος Σιακαντάρης 18 Σεπ 2013

Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα στο ΙΚΑ Νέας Ιωνίας για να βγάλω ευρωπαϊκή κάρτα υγείας. Δυστυχώς ήμουν αναγκασμένος, όπως και χιλιάδες άλλοι πολίτες, να περιμένω περισσότερο από 5 ώρες για να έρθει η σειρά μου και να εξυπηρετηθώ, με ευγένεια, από μια κατάκοπη υπάλληλο. Αυτή μαζί με μια άλλη συνάδελφό της είχαν να διεκπεραιώσουν υποθέσεις 150 ατόμων. Ημουν το νούμερο 102, αλλά εγώ και οι άλλοι 150 πολίτες αισθανόμασταν σκέτα νούμερα. Γιατί μόνο ως νούμερα αντιμετωπίζονται πλέον οι πολίτες στις συναλλαγές τους με τις κρατικές υπηρεσίες.

Αυτό όμως που με στενοχώρησε και με πίκρανε ιδιαίτερα, κάτι που το παθαίνω σε όποιον δημόσιο χώρο και να βρεθώ, ήταν η συχνή επίκληση της Χρυσής Αυγής για να βοηθήσει τους ταλαίπωρους πολίτες. Η επίκληση του ναζισμού ως σωτήρα. Την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου, όμως, είδα κάτι που δεν με στενοχώρησε μόνο, αλλά με τρόμαξε. Στον Μελιγαλά, είδα εκατοντάδες ναζιστές στοιχημένους και παραταγμένους με παντελόνια παραλλαγής και σημαίες στα χέρια, έτοιμους για τη μεγάλη πορεία προς την άλωση της Δημοκρατίας. Ηταν η συνέχεια της εγκληματικής επίθεσης κατά των μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα, των προγενέστερων επιθέσεων κατά μεταναστών αλλά και κατά Ελλήνων. Και έπονται άλλα χειρότερα. Αρχισαν κιόλας αυτά τα χειρότερα, όταν άκουσα τον – σοβαρό υποτίθεται – αναλυτή να επικαλείται την ενδεχόμενη συνεργασία της ΝΔ με μια επίσης σοβαρή (sic) Χρυσή Αυγή και τον Καμμένο να ζητάει λιντσαρίσματα.

Τη στιγμή που η χώρα οδεύει προς τον νεοναζισμό, στον πολιτικό διάλογο, δυστυχώς, κυριαρχεί μια άνευ προηγουμένου σύγχυση για τη θεωρία των δύο άκρων. Βεβαίως, είναι κάτι πολύ διαφορετικό να υποστηρίζει κάποιος ότι σε κάθε πολιτικό σύστημα υπάρχουν δύο άκρα. Και άλλο, αλλά συζητήσιμο, το θέμα για το αν τα δύο άκρα ταυτίζονται. Προσωπικά διαφωνώ με την ταύτισή τους. Τρίτον, όμως, είναι εντελώς παράλογο να υποστηρίζει κάποιος ότι στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν τα δύο ταυτιζόμενα άκρα. Η θεωρία της ταύτισης των άκρων εμπεριέχει μια άλλη, πολύ πιο επικίνδυνη θεωρία, την άρνηση της διάκρισης Δεξιά – Αριστερά. Από την απαξίωση αυτής της διάκρισης («όλοι ίδιοι είναι») επωάζεται το αυγό του φιδιού. Προς τα εκεί βαδίζουμε;

Βεβαίως, είναι πολύ κρίσιμης σημασίας το ότι η ριζοσπαστική ηθικολογία και ο αριστερός εκθειασμός της βίας και της ανομίας δημιούργησαν το υπέδαφος, στο οποίο καλλιεργήθηκε η νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής. Σήμερα οι αριστερές φωνές που ζητούν να απομονωθούν οι χρυσαυγίτες επειδή παραβιάζουν τους νόμους, δεν μπορούν να πείσουν γιατί ήσαν αυτές οι ίδιες φωνές που ανακήρυσσαν την Κερατέα, τους «δεν πληρώνω» και την Υδρα σε σύμβολα αντίστασης κατά του αστικού πολιτικού συστήματος. Ηταν οι ίδιες φωνές που δεν καταδίκαζαν ρητά τις βίαιες επιθέσεις κατά πανεπιστημιακών, κατά πολιτικών, τους εμπρησμούς κτιρίων του «αστικού» πολιτισμού και πολλά άλλα.

Είναι αληθής, θεωρώ, η άποψη που θέλει τη φασιστική Δεξιά να καταναλώνει ό,τι παράγει το αριστερό μίσος, αλλά είναι επίσης αλήθεια πως η φασιστική Δεξιά κυριαρχεί εκεί όπου κάποιοι αρνούνται τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς. Γιατί αυτή η διάκριση συμβολίζει τη λειτουργία της Φιλελεύθερης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Για να αντιμετωπίσει τη φασιστική απειλή η χώρα χρειάζεται, μετά το Μνημόνιο, να βαδίσει προς την κατεύθυνση πιο ορθολογικών κυβερνητικών συνασπισμών. Σε αυτή την κατεύθυνση δεν συμβάλλουν οι δημαγωγικοί μύθοι που κουβαλούσε στην πραμάτεια του στη Θεσσαλονίκη ο εντελώς απολιτίκ, και γι? αυτό μη αριστερός, ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά η περιφρονητική προς τη δημοκρατία δήλωσή του ότι «η κυβέρνηση δεν θα πέσει με συζητήσεις στο Κοινοβούλιο […] αλλά από συντονισμένους κοινωνικούς αγώνες», δεν συνάδει με την αγωνία πολλών για τη δημιουργία διαφορετικών κυβερνητικών συνασπισμών.

Ποιος, αλήθεια, περίμενε όμως το πλέον αντιμνημονιακό κόμμα της περιόδου 2010-12 να είναι σήμερα ο πιο φανατικός οπαδός του Μνημονίου; Και ποιος φαντάζεται πως στο μέλλον αν ο ΣΥΡΙΖΑ κληθεί να κυβερνήσει, αν θα μπορέσει να το κάνει με τον Λαφαζάνη, τον Στρατούλη, ή ακόμη και με τον Τσίπρα, και όχι με τον Δραγασάκη και τις δυνάμεις της υπόλοιπης Κεντροαριστεράς;