Μπροστά στις κάλπες και πάλι, δεύτερη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες, αλλά το τι θα συμβεί στις 18 Ιουνίου κανείς δεν μπορεί να το πει: κανείς, σε όποια περιοχή του πολιτικού φάσματος και αν τοποθετείται, ακόμα και για την περίπτωση που το εκλογικό αποτέλεσμα θα ανταποκρινόταν στους πόθους του. Τα κόμματα δεν άλλαξαν τακτική, άλλα να λένε όταν επικοινωνούν με τους πολίτες για να κερδίσουν την ψήφο, τη στήριξη, ή και τον μαζικό ενθουσιασμό τους (όσα το μπορούν ακόμα), και διαφορετικά να πράττουν μετεκλογικά, μπροστά σε κυβερνητικές ευθύνες – έστω και αν τις τελευταίες μέρες επιχειρούνται κάποιες ρεαλιστικότερες προσεγγίσεις, σίγουρα ευπρόσδεκτες. Ας κρατήσουμε λοιπόν την ελπίδα ότι η συνεννόηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που θέλουν την Ελλάδα στο ευρώ θα μπει μπροστά αμέσως μετά τις εκλογές. Διότι αναγκαία ήταν η συνεννόηση από καιρό, όμως τώρα πια η άρνηση, καθυστέρηση ή αποτυχία της προδιαγράφεται εξαιρετικά επικίνδυνη.
Στο μεταξύ μπορούμε να ξαναδούμε μερικά κεντρικά ερωτήματα που έχουν τεθεί σε αυτές τις εκλογές: Πώς βρεθήκαμε κάτω από τον ζυγό των Μνημονίων; Η απάντηση αναφέρεται συνήθως στο τεράστιο δημόσιο έλλειμμα όπως αποκαλύφθηκε τέλη του 2009, στο πολύ μεγάλο επίσης έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας επί σειρά ετών, στο σωρευμένο υπέρογκο δημόσιο χρέος, τους τρεις δείκτες που ώθησαν ξαφνικά τις «αγορές» να αμφιβάλλουν κατά πόσον η χώρα, αν και μέλος της ευρωζώνης, θα εξυπηρετούσε το χρέος της, και συνακόλουθα να αυξήσουν απαγορευτικά το κόστος για νέο δανεισμό. Οπότε, για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες, η κυβέρνηση κατέφυγε στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΔΝΤ έχοντας μηδαμινή διαπραγματευτική δύναμη. Τον Μάιο του 2010 συμφωνήθηκε ένα δάνειο 110 δισ. ευρώ από κρατικούς πόρους των χωρών της ευρωζώνης και του ΔΝΤ, μαζί με ένα πρόγραμμα πολιτικών για να ξανασταθεί στα πόδια της η ελληνική οικονομία – το πρώτο Μνημόνιο, την εφαρμογή του οποίου θα παρακολουθούσε η τρόικα των δανειστών.
Λιγότερο έχει συζητηθεί ότι από τον Ιούνιο του 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαβλέποντας τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ειδοποιούσε την ελληνική κυβέρνηση να λάβει δραστικά μέτρα, ότι θεωρώντας τα πολιτικώς αδιανόητα ο Κώστας Καραμανλής προτίμησε να κάνει πρόωρες εκλογές και να τις χάσει. Και ότι ο Γιώργος Παπανδρέου που τις κέρδισε, κρίνοντας αντίστοιχα αδιανόητο να πάρει τέτοια μέτρα αυτοβούλως, προτίμησε να μας επιβληθούν απ’ έξω, από το ΔΝΤ. Αν είχαν αντιδράσει έγκαιρα, από δικού τους, πολιτική ηγεσία και κοινωνία στην Ελλάδα, καλύτερη δεν θα ήταν η πορεία της χώρας, μαζί και της Ευρώπης;
Πόσο απέτυχαν οι πολιτικές του Μνημονίου; Μέσα σε δύο χρόνια, 2010-2011, το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε 8 μονάδες του ΑΕΠ, αναπληρώθηκε η μισή απώλεια ανταγωνιστικότητας από το 2001. Ομως ύφεση και ανεργία εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα από τις προβλέψεις, απομακρύνοντας τη δημοσιονομική εξισορρόπηση και την επιστροφή στις αγορές, επιδεινώνοντας τη δυναμική του χρέους, καθιστώντας εντέλει αναγκαία μεγάλη περικοπή του, ένα νέο δάνειο 130 δισ. από ΕΕ – ΔΝΤ, πρόσθετα επώδυνα μέτρα για άλλα τρία χρόνια – το δεύτερο Μνημόνιο. Μαζί απομακρύνθηκαν ελπίδα και προοπτική για πλατιά στρώματα της κοινωνίας, η ανοχή τους εξαντλήθηκε. Ολα όσα δύσκολα διαπραγματεύθηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου, πασχίζοντας παράλληλα να κινητοποιήσει κοινοτικούς πόρους για να ανακάμψει η οικονομία, πολιτικά δεν υποστηρίχθηκαν ούτε από τα κόμματα που τα ψήφισαν – πώς να πείσουν;
Ποιοι ευθύνονται που φτάσαμε εδώ; Προβληματική αποδείχθηκε η νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική, οικονομική, πολιτική ένωση, καθώς η κρίση περνάει από χώρα σε χώρα της ευρωζώνης, φουντώνει απειλητικά στην Ισπανία. Προβληματική είναι επίσης η βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων, στη διαμόρφωση αναγκαίων πολιτικών (τράπεζες, ανάπτυξη). Ευρωομόλογα χωρίς να εκχωρηθεί δημοσιονομική κυριαρχία δεν θεσπίζονται. Ομως δύο φορές μέσα σε δύο χρόνια 16 εθνικά Κοινοβούλια αποφάσισαν να μας χρηματοδοτήσουν με δισεκατομμύρια των φορολογουμένων τους, ενόσω αρκετές χώρες δανείζονται ακριβότερα από όσο δανείζουν εμάς. Φταίει το Μνημόνιο για την ύφεση; Η επιταγή της εσωτερικής υποτίμησης για την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων; Αλλά έλλειμμα 15% του ΑΕΠ δεν εξαλείφεται χωρίς να μειωθεί το εθνικό εισόδημα, άρα το σύνολο των εισοδημάτων. Κανείς δεν μας εμπόδισε, όταν ήδη είχαμε από τις υψηλότερες εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρώπη, να κατανείμουμε τη μείωση προστατεύοντας τους ασθενέστερους. Ούτε τα συνδικάτα να διαπραγματευθούν μειώσεις μισθών για να σώσουν παραγωγικές δραστηριότητες και απασχόληση. Και κανείς, βέβαια, δεν εμπόδισε να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή, η διαφθορά στην υγεία, να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση και αλλού. Δεν αρκούν εντολές της τρόικας, νόμοι, υπουργικές αποφάσεις. Χρειάζονται κοινωνικές κινητοποιήσεις σε άλλη κατεύθυνση από εκείνην που επικράτησε. Η ύφεση θα ήταν μικρότερη, μια διέξοδος ίσως ορατή.