Υπάρχει άραγε μια αυτονόητη δημοκρατία; Μια δημοκρατία δεδομένη και ασφαλής που αντέχει στην απαξίωσή της και λειτουργεί μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης – αν όχι καθολικής – αδιαφορίας για την ποιότητα των θεσμών της, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων του κράτους δικαίου που καθιστούν τη δημοκρατία εννοιολογικά πλήρη ως αντιπροσωπευτική και φιλελεύθερη δημοκρατία;
Πενήντα ένα χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου και σαράντα τέσσερα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση θα περίμενε κανείς τέτοια ερωτήματα να είχαν οριστικά απαντηθεί ή έστω να τίθενται μόνο ως ρητορικά. Δυστυχώς όμως τα ερωτήματα αυτά εκκρεμούν πραγματικά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς.
Η ανάδυση του φαινομένου της αυταρχικής δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας πλειοψηφικής και συχνά δημοψηφισματικής, αποσυνδεόμενης σταδιακά από τις φιλελεύθερες εγγυήσεις του κράτους δικαίου, μιας δημοκρατίας που καθιστά επίκεντρό της τον εκλογικά νομιμοποιημένο πανίσχυρο ηγέτη, είναι η πιο ακραία εκδοχή του δημοκρατικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, με πιο χαρακτηριστικό εργαστήριο την Ουγγαρία. Οι βαριές μνήμες του μεσοπολέμου τρίζουν.
Η απαξιωμένη δημοκρατία που λειτουργεί μεν αλλά υπό συνθήκες κρίσης πολιτικής συμμετοχής, κρίσης αντιπροσώπευσης και κρίσης νομιμοποίησης, οδηγεί εύκολα στην αποδοχή της αυταρχικής και μη φιλελεύθερης ή μάλλον ανελεύθερης δημοκρατίας. Τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία είναι ένα ισχυρό σήμα κινδύνου για τα εσωτερικά αδιέξοδα μιας απαξιωμένης δημοκρατίας. Από την άποψη αυτή και αν συνυπολογιστεί η κοινωνική και πολιτική πίεση που υπέστησαν οι δημοκρατικοί θεσμοί στη χώρα μας τα τελευταία οκτώ χρόνια λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής που κατέστησε αναγκαία η οικονομική κρίση, η κατάσταση εδώ σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που δεν έζησαν την εμπειρία των μνημονίων, είναι παραδόξως σχετικά καλύτερη. Παρά τις συστηματικές και επίμονες προσπάθειες των κυβερνώντων (όχι απλώς της κυβέρνησης αλλά και των συνδεδεμένων με αυτήν παραγόντων) να εκβιάσουν, να ευνουχίσουν ή να χειραγωγήσουν θεμελιώδεις θεσμούς με πρώτη τη Δικαιοσύνη, και παρά την πρόθυμη συνεργασία ορισμένων κομβικών προσώπων, οι θεσμοί ανθίστανται. Προκειμένου όμως αυτό να γίνει μέχρι τέλους και με επιτυχία, απαιτείται εγρήγορση και συστράτευση.
Στην αφετηρία του ζητήματος βρίσκονται δυο γενετικά προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας, η σχέση της με τη συγκυρία και η σχέση της με τον λαϊκισμό. Η δημοκρατία, λόγω των σχετικά σύντομων εκλογικών κύκλων, εξαρτάται από την καμπύλη που διαγράφει η συγκυρία. Από τυχαία συμβάντα, από άμεσες αντιδράσεις απέναντι σε γεγονότα. Παρακολουθεί τον βραχύ και όχι τον μακρό ιστορικό χρόνο. Ναι μεν τα πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά αποτελέσματα των δημοκρατικών επιλογών του λαού αξιολογούνται εν τελεί ιστορικά, αυτές όμως οι επιλογές γίνονται συγκυριακά. Κατά την ίδια λογική, η δημοκρατία ως θεσμικό πλαίσιο διατύπωσης πολιτικού λόγου είναι εξ ορισμού εκτεθειμένη σε διάφορες εκδοχές δημαγωγίας, απλούστευσης, ανευθυνότητας, εθνικισμού και υπερπατριωτισμού, ανέφικτων ή επικίνδυνων υποσχέσεων. Είναι με αλλά λόγια εκτεθειμένη σε διάφορες εκδοχές λαϊκισμού που ανταγωνίζονται με ασύμμετρο τρόπο τις εκδοχές του υπευθύνου αλλά μη συμπαθούς πολιτικού λόγου. Στη δημοκρατία η ηθική της ευθύνης και του ορθού λόγου αναγκάζεται δυστυχώς συχνά να υποχωρεί απέναντι στις συμπαγείς «βεβαιότητες» της «ηθικής» της αυθαίρετης πεποίθησης κάποιων που δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια γιατί είναι βαθιά γοητευμένοι από τη δική τους ανεξέλεγκτη μετά – αλήθεια.
Για να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τη δημοκρατία ως θεσμικό και ως αξιακό σύστημα είναι αναγκαίο να αντιλαμβανόμαστε ότι η δημοκρατία είναι ιστορική κατάκτηση και άρα δεν μπορεί να υπάρχει ανιστόρητη δημοκρατία, δηλαδή δημοκρατία με αμνήμονες πολίτες που δεν κατανοούν την αξία αυτού που έχουν γιατί δεν θυμούνται τι είχαν χάσει κάποιες εποχές, όχι πολύ μακρινές.
Η μαύρη επέτειος της δικτατορίας προσφέρεται ως ευκαιρία για να διεξαχθεί μια άσκηση ιστορικής δημοκρατικής μνήμης. –