Οι στιγμές πολιτικού παροξυσμού έχουν αφήσει στην Ιστορία φοβερές σελίδες.
Το 1794 η επαναστατική Εθνοσυνέλευση, στο όνομα του γαλλικού λαού, με διάταγμα αναγνωρίζει «το υπέρτατο ον και την αθανασία της ψυχής». Ακολούθησαν ύμνοι και μεγαλοπρεπείς εορτές.
Αν καλούμαστε να δείξουμε μια κατανόηση για παρόμοιες εξάρσεις, στην Ελλάδα του 2017 καμιά απόδραση από το πραγματικό παρόμοιου τύπου δεν έχει θέση. Εκείνοι επιχείρησαν κάτι νέο να χτίσουν, εδώ το αίτημα του νέου έρχεται να προστεθεί ως υποταγμένο συμπλήρωμα του παρελθόντος.
Είναι αξιοσημείωτη και άξια προσοχής η προσπάθεια που γίνεται για την ανασυγκρότηση της «Κεντροαριστεράς». Και μάλλον υπάρχει ένα αυθεντικό ενδιαφέρον από συμμετέχοντες και πρωταγωνιστές για μια νέα αρχή. Νοείται όμως αυτό;
Μπορεί το παλαιό, ως βιωμένη πρακτική εξουσίας και ως παράσταση μηχανισμού εξουσίας, να αναγεννηθεί; Μπορεί να γίνει ο τόπος συνάντησης και σποράς του νέου;
Σε κρίσιμες ιστορικές φάσεις, ομάδες ή και πρόσωπα επιχειρούν μια νέα θεμελίωση. Αλλοι οδηγούνται στην πράξη από το κριτήριο της σταδιακής μετάπλασης, άλλοι ακολουθούν τον δρόμο της κατάλυσης και της νέας οικοδομής. Ο χώρος της «Κεντροαριστεράς» με τη σφραγίδα του κύριου εκφραστή του, του ΠαΣοΚ, να εμποτίζει την υπόστασή της, μπορεί να νοηθεί μόνο αν το ΠαΣοΚ αυτοκαταλυθεί. Μόνο η δημόσια πράξη αυτοκατάλυσης μπορεί να αποτελέσει μια τομή στον χρόνο. Να λειτουργήσει ως θυσιαστική πράξη μιας απαρχής, να εκφράσει την αναζήτηση ενός νέου νοηματικού πολιτικού πεδίου.
Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει μια νέα επικοινωνία με την κοινωνία, μια νέα συμφιλίωση. Ενα τέλος στη διένεξη και στην αντιδικία, που εγκαταστάθηκε μέσα από τις μεθόδους άσκησης της εξουσίας και τα αποτελέσματά τους.
Χωρίς αυτό δεν μπορεί – νομίζω – να έχει επιτυχία καμιά προσπάθεια ανακατασκευής του πολιτικού αυτού χώρου.
Ως εκ τούτου δεν μπορεί και να νοηθεί η πολιτική φαντασία που θέλει τον χώρο της Κεντροαριστεράς να διαμορφώνει έναν νέο μεγάλο πόλο μετά τη συνάντησή της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η υπόθεση αυτή αγνοεί πλήρως την πραγματική φύση της πολιτικής συνείδησης αυτού του κόμματος και εάν μπορούσε να υλοποιηθεί θα έπαιρνε σίγουρα τροπή προς μια νέα πανουργία εναντίον του λαού, στο πλαίσιο μιας νέας εξουσιαστικής συμμαχίας.
Η «Κεντροαριστερά» έχει αγγίξει τα σημεία της θνητότητάς της. Με την έννοια ότι δεν φαίνεται να μπορεί να αποδεχθεί τα όριά της – όλοι οι συμμετέχοντες – καθώς θέλει να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί να είναι.
Πέρα από την παραδοχή της πολιτικής χρησιμότητας της Κεντροαριστεράς ή όπως αυτή αλλιώς ονομασθεί, προέχει να κατανοήσουμε ότι ούτε τα διατάγματα αλλάζουν τον κόσμο, όπως πίστευαν οι γάλλοι επαναστάτες, ούτε η βούληση αρκεί, όταν αυτή αρνείται τα όριά της.
Κάθε νέο οικοδόμημα προϋποθέτει την κατεδάφιση του παλαιού. Καταπολεμώντας κάθε πειρασμό απόγνωσης οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι η μετάβαση έχει τελειώσει. Και στην πολιτική δεν υπάρχει «ανάσταση νεκρών».