«Ένας στους πέντε Έλληνες δήλωσε ότι “λάδωσε” κάποιον δημόσιο υπάλληλο την περασμένη χρονιά», σύμφωνα με το Παγκόσμιο Βαρόμετρο Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας. Μάλιστα – σύμφωνα πάντοτε με το ίδιο πόρισμα – η χώρα μας βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις διαφθοράς μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με 22%.
.
Την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε στον τύπο η είδηση για τη σύλληψη τριών στελεχών του ΣΔΟΕ με την κατηγορία της εκβίασης και αμέσως μετά, η έκθεση Ρακιτζή, όπου το φαινόμενο περιγράφεται με εφιαλτικές διαστάσεις. Οι αριθμοί –και τα γεγονότα- μας λένε πως η διαφθορά δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά έχει αναχθεί σε δομικό στοιχείο της δημόσιας ζωής μας. (Π.χ., πόσοι εφοριακοί θα εκπληρώσουν το καθήκον του ελέγχου, αν γνωρίζουν ότι δεν θα «βγάλουν» το μερτικό τους;).
.
Και το χειρότερο: Λόγω της τεράστιας έκτασης της διαφθοράς, όλες οι μορφές εγκληματικότητας με τις οποίες αυτή εκδηλώνεται, αποκτούν και κοινωνική νομιμοποίηση. Διότι είναι γνωστό ότι και οι πλέον ασύμβατες με τη νομιμότητα συμπεριφορές, θεωρούνται θεμιτές, όταν αποκτούν ευρείες διαστάσεις.
.
Και εδώ αναρωτιέται κανείς: Τι είναι αυτό που επιτρέπει στο εγκληματικό αυτό φαινόμενο να προσλαμβάνει αυτές τις διαστάσεις; Η απάντηση εντοπίζεται σε ένα παραλυτικό στερεότυπο, που έχει επιβληθεί στην κοινή αντίληψη. Ότι δηλαδή όποιος δεν υποταχθεί στο δίκτυο διαφθοράς και δεν καταβάλει λύτρα, είναι απροστάτευτος από την πολιτεία, οπότε γίνεται όμηρος του εγκληματικού αυτού δικτύου. Αν μάλιστα έχει και την «αποκοτιά» να αντιδράσει, θεωρείται «τελειωμένος».
.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Καθόλου. Διότι αντίθετα, ειδικά για τις φορολογικές υπηρεσίες, οι οποίες είναι άλλωστε ο πιο κρίσιμος τομέας του δημοσίου, υπάρχει θεσμικό πλαίσιο, με το οποίο παρέχεται στον πολίτη που θα καταγγείλει περιπτώσεις διαφθοράς, ευρύτατο φάσμα προστασίας. Και όχι μόνον, αλλά επί πλέον χορηγούνται και σοβαρά κίνητρα γι’ αυτό. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 6 του ν. 3610/2007, θεσμοθετούνται τα εξής: Αν ο φορολογούμενος καταγγείλει περιστατικό διαφθοράς και αυτό «πιστοποιηθεί» από την αρμόδια αρχή, τότε «…απαλλάσσεται των προστίμων, προσαυξήσεων και ποινικών κυρώσεων για τις παραβάσεις που επιδιωκόταν η συγκάλυψη». Ο νόμος είναι απόλυτα σαφής και δεν χρειάζεται ερμηνεία. Σημειώνω ότι αρμόδια, αλλά κυρίως αξιόπιστη για την «πιστοποίηση» αρχή, είναι η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας.
.
Γι’ αυτούς που δεν υποτάσσονται στο τέρας της διαφθοράς, τα κίνητρα δεν σταματούν εδώ. Διότι, όπως ορίζει η ίδια διάταξη, «….δεν διενεργείται επίσης τακτικός (οριστικός) φορολογικός έλεγχος στον καταγγέλλοντα επιτηδευματία για την τρέχουσα κατά το χρόνο της δωροδοκίας χρήση, καθώς και για τις επόμενες συνεχόμενες δύο (2) χρήσεις». Ανάλογα κίνητρα παρέχει ο ίδιος νόμος και για τις τελωνειακές υποθέσεις.
.
Από τις διατάξεις λοιπόν που παραθέσαμε, προκύπτει ότι το στερεότυπο που καλλιεργείται, πως ο πολίτης είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στα δίκτυα διαφθοράς, είναι απλώς ψέμα. Διότι, το αντίστροφο συνάγεται από τις διατάξεις του νόμου. Και για να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος του κειμένου, όχι μόνον υπάρχει θεσμική άμυνα στη διαφθορά, αλλά συμφέρει κιόλας. Θα έλεγα μάλιστα, ότι η αντίσταση στη διαφθορά είναι και πράξη πατριωτισμού, αν η λέξη αυτή δεν είχε περάσει από τα πιο βρώμικα στόματα..