Όλα αυτά ελπίζω και εύχομαι να κινούνται στο χώρο της ρητορείας. Γιατί στη σύγκρουση 18 εναντίον ενός είναι βέβαιο ποιος θα είναι ο νικητής και ποιος ο κατεστραμμένος. Στη σύγκρουση αυτή με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων μόνον ένας ανόητος θα μπορούσε να διακρίνει πιθανότητες συμβιβασμού και μάλιστα έντιμου. Προφανώς οι διακινητές αυτών των αφελών απόψεων αγνοούν τη δύναμη πυρός που διαθέτουν οι εταίροι μας και πόσο θωρακισμένοι αισθάνονται με τα 60 δισ. μηνιαίας ρευστότητας του Ντράγκι, από την οποία με ευθύνη της πολιτικής τάξης της χώρας είμαστε αποκλεισμένοι. Δείχνουν να αγνοούν πως αυτή η ρητορεία τους μόνον ανέξοδη δεν είναι, καθώς κάνει ζημία στο τραπεζικό σύστημα, που πλήττεται πλέον σε ημερήσια βάση με εκροές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, κάτι που φέρνει πιο κοντά τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων. Εάν οι οπαδοί της ρήξης και της σύγκρουσης αγνοούν την οικονομική διάσταση αυτού του ελέγχου, σίγουρα γνωρίζουν το πολιτικό κόστος που θα εισπράξουν, εάν πούνε στον οικογενειάρχη πως θα παίρνει από το ΑΤΜ 200 ευρώ την εβδομάδα.
Φαίνεται λοιπόν πως μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ τίποτα δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο και οι ελπίδες που γεννήθηκαν πως επιτέλους μπαίνει τέλος στην αβεβαιότητα διαψεύστηκαν μέσα σε λίγες ημέρες. Η αιτία βρίσκεται στα δραστικά μέτρα που χρειάζεται να πάρει η ελληνική κυβέρνηση, για να σταματήσει τον κατήφορο της οικονομίας, που όμως τα εξορκίζει, καθώς παράγουν πολιτικό κόστος. Έτσι τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού και την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού του 2015 τα έχει βαφτίσει υφεσιακά μέτρα και τα έχει θέσει εκτός της διαπραγματευτικής ατζέντας. Από την άλλη πλευρά οι δανειστές δεν ικανοποιούνται από τις κυβερνητικές προτάσεις για τη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο, γιατί είναι μακροπρόθεσμης και αβέβαιης απόδοσης, απαιτούν συγκρότηση μηχανισμών και ψήφιση δεκάδων νόμων και έκδοση εκατοντάδων υπουργικών αποφάσεων.
Το αδιέξοδο και πάλι μπροστά μας. Η κρίση επανεμφανίζεται με μία διαφορά τώρα. Η ελληνική οικονομία στέγνωσε, για να πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις του Μαρτίου. Και αυτό βέβαια δεν μπορεί να επαναληφθεί. Αν δεν εισέλθουν στα ταμεία τις πρώτες ημέρες του Απριλίου μερικά δισεκατομμύρια ευρώ από τους δανειστές, δεν θα μιλούμε για οικονομική αλλά για πολιτική κρίση.
Όλοι ελπίζουμε και ευχόμαστε οι προτάσεις που κατέθεσε η κυβέρνηση στους «θεσμούς» να είναι σοβαρές και κοστολογημένες, ώστε να κάνουμε καλό Πάσχα και εμείς και οι κυβερνώντες.