Ξέρουμε πραγματικά με ποιους έχουμε να κάνουμε;

Κώστας Σοφούλης 01 Σεπ 2012

Δεν θέλει, δα, και πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ότι η φασαρία σήμερα αφορά ουσιαστικά στην αλλαγή της συμπεριφοράς της κοινωνίας μας. Ο αναγκαστικός εκσυγχρονισμός που έφερε η κρίση, σε αυτό αποβλέπει, σε τελευταία ανάλυση. Όμως, ξέρουμε άραγε όσα πρέπει για το «υποκείμενο» που προσπαθούμε να εκσυγχρονίσουμε; Κάθε μέρα που περνάει, η θεμελιώδης αυτή απορία μου, βαθαίνει. Μήπως παίζουμε τους μάγους, με δυνάμεις που δεν ξέρουμε καν ποιες είναι;

.

Σήμερα, όλως τυχαίως, σκόνταψα σε μια προσωπική ιστορία που όσο την ξανασκεφτόμουν, τόσο φούντωνε η αγωνία μου για τον αν έχουν καν νόημα τα όσα συνωθούνται μέσα στο μυαλό μου για την προοπτική μιας ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μου. Ας δούμε πρώτα την ιστορία και ύστερα ας αφήσουμε το νου στο πέλαγος των σκέψεων που  κατά προέκταση προκαλεί. Την ιστορία, τη δανείζομαι από το ημερολόγιο της τρίχρονης βουλευτικής μου θητείας.

.

Μια μέρα μπαίνει στο γραφείο μου ένα μεσήλικο ζευγάρι μαζί με την  κόρη τους, που ήταν -δεν -ήταν 20 χρονών. Κουβαλούν μαζί τους για πεσκέσι δυο μποτίλιες τοπικού κρασιού και ένα καλάθι με φρούτα του κήπου τους. Το αίτημά τους ήταν να βοηθήσω να προσληφθεί η θυγατέρα τους εποχική υπάλληλος σε τότε κρατική τράπεζα. Τους απαντώ ότι θα προσπαθήσω να μάθω τη διαδικασία επιλογής και ύστερα θα τους πω αν υπάρχει νόμιμος τρόπος να τους βοηθήσω. Παίρνω αυτοστιγμεί τη Διεύθυνση Προσωπικού της τράπεζας και ζητώ πληροφορίες. Μου απαντούν ότι οι προσλήψεις θα γίνουν με μοναδικό κριτήριο τη σειρά της βαθμολογίας του απολυτηρίου λυκείου των υποψηφίων. Κλείνω το τηλέφωνο περιχαρής που η διαδικασία ήταν τόσο διαφανής και ξεκάθαρη, ενημερώνω τους τρείς και ρωτώ τι βαθμό έχει η υποψηφία. Μου απαντά 19,4 !  Ενθουσιασμένος της λέω ότι οι πιθανότητες να προσληφθεί εγγίζουν τη βεβαιότητα και τη ρωτώ αν ξέρει κάποιον από τους υπόλοιπους υποψηφίους που έχει μεγαλύτερο βαθμό απολυτηρίου. Η κοπέλα μου λέει ότι μόνο ένας έχει 19,6, αλλά από ό,τι ξέρει, τελικά δεν θα εμφανιστεί επειδή ήδη έχει γίνει δεκτός από αγγλικό πανεπιστήμιο και έχει φύγει για την Αγγλία. Γυρίζω, τότε, στους τυχερούς γονείς και τους λέω ότι πρέπει να ευγνωμονούν την κόρη τους επειδή τους βγάζει ασπροπρόσωπους και ότι ύστερα από όλα αυτά η πρόσληψή της πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Προσθέτω, ότι αν ο μη γένοιτο θεωρήσουν ότι κάτι πάει στραβά και ότι αδικείται η κόρη τους, να με ενημερώσουν αμέσως και θα σταθώ δίπλα τους για να υποστηρίξω τα δικαιώματά τους και τη νομιμότητα. Ζωντανεύει μέσα μου και το δασκαλίστικό μου και εκφωνώ ένα σύντομο λογύδριο προς τη θυγατέρα  για το πόσο αξίζει στη ζωή η αριστεία, συνιστώντας της να επιδιώξει ανώτερες σπουδές.

.

Σε όλο αυτό το διάστημα παρατηρώ το ζευγάρι και μου κάνει εντύπωση που η μεν μάνα χαμογελά προφανώς ευχαριστημένη για τα όσα διαδραματίζονται, αλλά ό πατέρας, ένας κατά τα άλλα συμπαθής ελευθεροεπαγγελματίας από κοντινό χωριό, όχι μόνο δεν χαμογελά, αλλά όσο περνάει η ώρα κατεβάζει όλο και περισσότερα μούτρα και όταν έρχεται η ώρα να φύγουν αποχωρεί μάλλον θυμωμένος και αποφεύγει να μου δώσει το χέρι του για να χαιρετηθούμε.

.

Ύστερα από κάμποσες μέρες ξαναεμφανίζεται το τρίο στο γραφείο μου. Αυτή τη φορά κουβαλώντας μια τεράστια γαρδένια σε γλάστρα, ένα κοφίνι με σταφύλια και ένα μπουκάλι με τοπικό ρακί. «Ήρθαμε για να σας ευχαριστήσουμε», μου λέει η μητέρα, ενώ ο πατέρας αυτή τη φορά έσκαγε κάποιο υπομειδίαμα. «Προσλήφθηκα πρώτη και τη Δευτέρα πιάνω δουλειά», συμπληρώνει η κόρη.

.

Τι μου ήρθε του χριστιανού εκείνη την ώρα να μη δεχτώ απλώς τις ευχαριστίες και να σταματήσει εκεί η χαρούμενη ιστορία;  Η σκηνή ξύπνησε μέσα μου τον δάσκαλο μαζί και με τον πειρασμό να κάνω ένα μικρό μαθηματάκι δημοκρατίας και αξιοκρατίας. (Κάτι τέτοιοι αυθορμητισμοί μου κόστισαν τελικά την επανεκλογή μου και με γλίτωσαν, ευτυχώς, από περαιτέρω δοκιμασίες). Παίρνω, λοιπόν, την γλάστρα με την γαρδένια από πάνω από το τραπέζι μου και με ελαφρώς τελετουργικό τρόπο την προσφέρω στην κόρη, λέγοντάς της: «Εγώ δεν έκανα τίποτα για να σε βοηθήσω. Πήρες τη θέση με το σπαθί σου και σου αξίζουν τα συγχαρητήρια τα δικά μου, αλλά και οι ευχαριστίες των γονιών σου που πρέπει να αισθάνονται υπερήφανοι». Η κοπέλα παίρνει στα χέρια της τη γλάστρα, κοιτάει αμήχανα τους γονείς της, βλέπει το πρόσωπο του πατέρα της που έδειχνε εξαιρετικά συγχυσμένος και μουτρωμένος, και την εναποθέτει πάλι στα γραφείο μου. Επικρατεί μια σιωπή αμηχανίας, την οποία σπάει η μάλλον εξοργισμένη φωνή του πατέρα, που αποτεινόμενος σε μένα, στον ενικό, μου λέει: «Τι είναι αυτά που λες; Νομίζεις πως δεν ξέρουμε ότι αν δεν έβαζες το χέρι σου η μικρή θα ήταν ακόμη άνεργη; Εμείς ήρθαμε να σε ευχαριστήσουμε για όσα έκανες για μας κι εσύ κάνεις μαθήματα στη μικρή; Αν δεν ήσουν εσύ, τίποτα δεν θα γινόταν».

.

Εγώ, δυστυχώς, δεν πήρα αμέσως το μήνυμα. Συνέχισα να επαινώ την κοπέλα για τις επιδόσεις της και ταυτόχρονα (για να ευλογήσω και τα κομματικά γένια μου) άρχισα να εξηγώ πόσο πραγματικά αξιοκρατικές διαδικασίες έχει επιβάλλει η κυβέρνηση, καταπολεμώντας τη διαφθορά και τον παραγοντισμό. Πριν τελειώσω το κανονάρχημα, έρχεται η έκρηξη που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα καν να φανταστώ. Κατακόκκινος από οργή ο πατέρας, αρπάζει το χέρι της κόρης, φωνάζοντας στη γυναίκα του: «Πάμε να φύγουμε από εδώ!». Και την ώρα που δρασκελούσαν την πόρτα του γραφείου μου, ακούω τον πατέρα να μονολογεί αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσω: «Με τα τέτοια και τα άλλα σου, αν δεις σταυρό στις άλλες εκλογές, έλα να βροντήξεις την πόρτα μου!».

.

Έτρεξα πίσω του, τον πρόλαβα στο διάδρομο και τον παρακάλεσα να έρθει μόνος του πίσω στο γραφείο για να μου εξηγήσει τι στραβό είχα κάνει για να τον εξοργίσω τόσο. Με ακολούθησε βαρύθυμος. Όταν μείναμε μόνοι και έκλεισα πίσω την πόρτα, του επαναλαμβάνω την ερώτηση: «Τι στραβό έκανα ή είπα και θύμωσες;». Συμπλήρωσα μάλιστα, για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, ότι, σταυρό δεν θα ζητούσα έτσι κι αλλιώς από κανέναν, επειδή δεν τον θέλω και τόσο. Η απάντηση ήλθε καταπέλτης: «Με αυτά που έλεγες, θα μου διαλύσεις την οικογένεια! Η κόρη και η γυναίκα μου ξέρει ότι γνωριζόμαστε και ότι είσαι δικός μου άνθρωπος. Και τώρα εσύ, μπροστά τους, λες ότι δεν έκανες τίποτα και ότι η κόρη μου από μόνη της πέτυχε τον διορισμό της. Τι κουμάντο θα κάνω τώρα εγώ στο σπίτι μου;»

.

Έμεινα κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό και μόλις μπόρεσα να ψελλίσω ένα ταπεινό συγγνώμη. Είχα καταλάβει ότι μας χώριζε «πολιτισμικό» χάος και ότι ήταν αδύνατο να στήσουμε έναν κατανοητό σε αλλήλους διάλογο. Γιατί, τέτοιες πολιτισμικές αποστάσεις, δεν γεφυρώνονται με κάποιο συγκυριακό διάλογο. Συνήθως καταλήγουν σε καυγά που κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ο άνθρωπος αυτός, με την ειλικρίνειά του, μου είχε αποκαλύψει ένα ολόκληρο τρόπο σκέψης της τοπικής κοινωνίας, που τον υποπτευόμουν και τον έβλεπα με αντικατοπτρισμό στις καθημερινές επαφές μου, αλλά δεν είχα μέχρι τότε σκεφτεί να τον ξεγυμνώσω και να τον δω αφτιασίδωτο. Στην ουσία, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, παρά μόνο τις γενικότητες περί του ρόλου του παραγοντισμού και των πελατειακών σχέσεων που η ιντελιγκέντσια των «μεγάλων διηγήσεων» γράφει, χωρίς να ξέρει περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Αισθάνθηκα αβοήθητος σαν το γιατρό που βρίσκεται μπροστά στη διάγνωση άγνωστης ασθένειας, για την οποία τίποτα το συγκεκριμένο δεν βρίσκει στη βιβλιογραφία του !

.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα, από μια σημείωση του ημερολογίου εκείνης της εποχής, αλλά με έβαλαν σε σκοτεινές και περίπλοκες σκέψεις για το τώρα, ειδικά όταν πήγα κάτι να γράψω για τη Μεταρρύθμιση, σχετικά με την προοπτική της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας. Παράτησα το κείμενο στην πρώτη παράγραφο με ένα αίσθημα ματαιοπονίας και γύρισα στη παλιά αυτή μικρή ιστορία για να καταγράψω τις σκέψεις που τώρα μου προκαλεί.

.

Τι ξέρουμε, λοιπόν, γι’ αυτήν την κοινωνία που θέλουμε να αναμορφώσουμε με τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές μας; Πώς μπορούμε να προβλέψουμε, να προλάβουμε ή να διαμορφώσουμε τις συμπεριφορές της, για να μην κάνουμε τελικά μια τρύπα στο νερό; Ή, χειρότερα ακόμη, για να μη στείλουμε τον κόσμο … στον ΣΥΡΙΖΑ, τρομοκρατημένο από τις μεταρρυθμιστικές μας απόπειρες;

.

Το πρώτο που φαίνεται ότι πρέπει να παραδεχτούμε, είναι ότι ξέρουμε πολλά για τα αναλυτικά σχήματα των μεγάλων θεωρητικών διηγήσεων που μας σερβίρουν οι ακαδημαϊκοί και δημόσιοι αρθρογράφοι, αλλά ελάχιστα, αν όχι τίποτα, για την εμπειρική παραμετροποίηση των πραγματικών κοινωνικών συμπεριφορών. Μεταξύ άλλων, η χώρα μας είναι πάμπτωχη σε εμπειρική κοινωνική και ανθρωπολογική έρευνα, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της Δύσης γεμίζεις βιβλιοθήκες με κείμενα της κατηγορίας αυτής. Αυθόρμητα, έρχεται στο στόμα το γνωστό διαφημιστικό ερώτημα: «Τυχαίο; Δεν νομίζω !».

.

Η εμπειρική έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες, δυσκολεύει τη δουλειά δύο συντεχνιών σε χώρες σαν τη δική μας, όπου η δημοκρατία έχει εκφυλιστεί σε λαϊκό κορπορατισμό. Δυσκολεύει, πρώτον, τη συντεχνία των πολιτικών. Μια ανοιχτή και ευρεία γνώση της δομής και της δυναμικής των κοινωνικών συμπεριφορών, θα μπορούσε να αποτελέσει σωτήριο φάρμακο ενάντια στο λαϊκισμό. Η γνώση άλλωστε, πάντα περιορίζει την αυθαιρεσία των επιλογών και αποφάσεων, και γι’ αυτό την περιφρουρούν οι πολιτικοί μας, για να διατηρούν το προνόμιο της άμεσης επαφής με τον λαό δια μέσου των καθημερινών μύθων, αντί να παίζουν ηγετικό ρόλο, αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα και παλεύοντας για διαφανείς στρατηγικούς στόχους. Το να ψαρεύεις ψήφους στα θολά νερά της λαϊκιστικής μυθολογίας, είναι πολύ πιο εύκολη δουλειά, παρά να «απομαγεύεις» την πολιτική στα μάτια των εκλογικών πελατών σου. Τα κόμματα σήμερα δεν θέλουν την κοινωνική εμπειρογνωμοσύνη, επειδή δεν την αντέχουν. Τους αρκούν οι «μεγάλες κοινωνικές διηγήσεις», τα θεωρητικά σχήματα, που για μεν τους γνήσιους θεωρητικούς δικαίως είναι εργαλεία κατανόησης της πραγματικότητας, για τους λαϊκιστές, όμως, αποτελούν απλά πλαίσια ιδεολογικού ψαρέματος με δόλωμα τα συνθήματα που τους παρέχουν. Μια «ταξική» ανάλυση, για παράδειγμα, εύκολα αποδίδει γενικόλογα συνθήματα, ενώ μια εμπειρική κοινωνιολογική ή ανθρωπολογική έρευνα για τη δυναμική συγκεκριμένων κοινωνικών συμπεριφορών. μπορεί να κρύβει αλήθειες που μπλοκάρουν τη συμφωνία των λαϊκισμών. Άγγελος, εξάγγελλος μας ήρθε από μακριά, λέει το τραγούδι και εύκολα μαντεύουμε τη συνέχεια…

.

Η εμπειρική κοινωνική έρευνα δεν ταιριάζει και στη συντεχνία των ακαδημαϊκών μας. Δυστυχώς και χωρίς προσωπικό ψόγο. Το «σύστημα» είναι τέτοιο. Πρώτον, επειδή η θεωρητική έρευνα που κατά κανόνα είναι έρευνα desk-top και βιβλιογραφίας, δίνει μιαν αριστοκρατικότητα στην πνευματική παραγωγή των πρωτοκλασάτων κοινωνικών επιστημόνων μας, ενώ τους απαλλάσσει συγχρόνως από τον ιδρώτα της εμπειρικής έρευνας, που στις κοινωνικές επιστήμες -όταν είναι καλή- θέλει ιώβειο υπομονή, πολύ ιδρώτα και αφοσίωση και μαζί πόρους που ποτέ δεν διεκδίκησε το σώμα των κοινωνικών επιστημόνων μας. Μια μελέτη της ιστορίας και των πεπραγμένων του Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, ή των Τμημάτων Κοινωνιολογίας, ή ακόμη και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας,  θα είχε πολλά να μας διδάξει περί αυτών. Δεύτερον, και ίσως ποσοτικά σημαντικότερο, επειδή  αφορά τη μεγάλη πλειονότητα του ακαδημαϊκού προσωπικού, η καλή εμπειρική έρευνα δεν αποδίδει πολλές και εύκολες δημοσιεύσεις, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί κατά κανόνα συλλογική εργασία. Σε ένα σύστημα όπου τα βιβλιομετρικά στοιχεία έχουν εκφυλιστεί σε αριθμητικές λίστες δημοσιεύσεων και αποτελούν τον πυλώνα της υπηρεσιακής εξέλιξης του ακαδημαϊκού προσωπικού, είναι φυσικό να προτιμώνται οι γρήγορες desk-top  συγγραφές papers, ή οι πρωτόλειες έρευνες ερωτηματολογίων που -πολλές φορές- λίγο διαφέρουν από τη δημοσιογραφική δημοσκοπική έρευνα. Το πλήθος των δημοσιεύσεων νικάει την ποιότητα και προπάντων τη χρηστικότητα της έρευνας.

.

Ας σκεφτούμε λίγο με αφορμή την ιστοριούλα με την οποία άρχισα: Συμπεριφορές σαν αυτή που αποκαλύφθηκε εκεί, συνδυασμένες με πολλές άλλες που κινούνται μέσα στο ερμηνευτικό πεδίο της κατασκευής των ταυτοτήτων και της ανάδειξης των σχέσεων εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, πόσο σημαντικές είναι για να κατανοήσουμε την πραγματική έννοια του πολιτικού παραγοντισμού και των πελατειακών σχέσεων! Τι ξέρουμε για την ουσία αυτών των φαινομένων, πέραν της ονοματολογικής επίκλησής τους; Και με τη γνώση προσεγγίζουμε την αναγκαία αναδόμηση που απαιτεί η εξομάλυνση της σχέσης των κοινωνικών συμπεριφορών με τις στρατηγικές, λ.χ. εξυγίανσης του φορολογικού συστήματος; Ψιλά γράμματα, θα πουν ορισμένοι. Κι, όμως, μια ματιά στη βιβλιογραφία, λ.χ., για τη φορολογική συμπεριφορά της αμερικάνικης κοινωνίας, θα μας έπειθε πόσο χοντρά είναι αντιθέτως αλλού τα γράμματα που αναφέρονται σε τέτοια ζητήματα.

.

Και για να καταλήξω εκεί από όπου άρχισαν οι προβληματισμοί μου: Η σοσιαλδημοκρατία είναι κατ’ εξοχήν λογοκρατικό (ορθολογικό) πολιτικό κίνημα. Θέτει τα κοινωνικά ζητήματα με βάση τις αξίες του σύγχρονου ανθρωπισμού και κατά τούτο είναι ιδεολογικό, αλλά πολιτικά αντιμετωπίζει τα προβλήματα με τη βαθιά και λεπτομερή γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν θολώνει την πολιτική δυναμική με τα ανορθολογικά εργαλεία των μαζικών κινητοποιήσεων κι ούτε μπλοκάρει τη δυναμική των διαδοχικών προσεγγίσεων μιας λύσης, με τις χιλιαστικές επικλήσεις κάποιας τελικής λύσης. Πως, λοιπόν, μπορεί να προκόψει η σοσιαλδημοκρατία μέσα σε μια τέτοια κατάσταση κοινωνικής άγνοιας; Αρκεί να φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν, για παράδειγμα, προσπαθούσε κάποιος να κάνει σοσιαλδημοκρατική κατήχηση σε έναν πατέρα σαν αυτόν της ιστοριούλας μας, (για να μην πούμε σε ολόκληρο το τρίο) και θα καταλαβαίναμε αμέσως τις δυσκολίες του όλου εγχειρήματος.

.

Σε άλλη ευκαιρία, θα σας διηγηθώ μια πιο σύγχρονη ιστοριούλα που αφορά τους συνεταιρισμούς. Έτσι, για να «προβληματιζόμαστε».

.

Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου