Έχω μια έμφυτη τάση να μου αρέσει η πολιτική όταν γράφεται και να την βαριέμαι, όταν λέγεται. Στον γραπτό λόγο, ακόμα και οι κοινοτοπίες μού φαίνονται ως κάτι το βαθύτερο, αφού μπορώ να φαντασιώνομαι πως τα πράγματα θα μπορούσαν να γραφτούν καλύτερα. Στον προφορικό όμως λόγο, η πραγματικότητα είναι ίδια με τη φαντασίωσή της. Εδώ τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν, γιατί την επόμενη στιγμή από τη στιγμή που κάτι έχει ειπωθεί, είναι ήδη κάτι που έχει περάσει στο παρελθόν. Ο γραπτός λόγος είναι πάντοτε παρών, ακόμα και αν έχει γραφεί στο παρελθόν, ο προφορικός είναι πάντοτε παρελθόν, ακόμη και αν εκφέρεται τώρα.
Μόνο η κριτική σκέψη εκφράζεται πάντοτε σε παρόντα χρόνο. Και σ’ αυτές τις εκλογές, είναι αυτή ακριβώς η κριτική σκέψη που απουσιάζει από τον γραπτό λόγο, αλλά κυρίως από τον προφορικό-τηλεοπτικό λόγο. Και σ’ αυτές λοιπόν τις εκλογές, η προεκλογική περίοδος συνεχίζεται στους ρυθμούς και στη λογική που χάραξαν οι «ανέμελες» προηγούμενες εκλογικές περίοδοι. Όλα κινούνται σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα από τις εκλογές του 2009 και σαν να μη βρισκόμαστε πλέον σε μια «άλλη χώρα». Οι πολιτικοί υποψήφιοι, καθοδηγούμενοι και από τους διαφημιστές τους, συνεχίζουν να κατηγορούν όλους τους άλλους, ενώ βεβαίως αναγνωρίζουν και τα λάθη τους, την ίδια όμως στιγμή παραδέχονται πως δυστυχώς, είναι οι μόνοι, αυτοί οι οποίοι παρά τα λάθη τους, μπορούν να μας σώσουν.
Σήμερα ακούμε πάλι πολιτικούς να μας λένε πως είναι οι μόνοι που λένε την αλήθεια, άλλους να υποστηρίζουν πως μόνο αυτοί εγγυώνται τη σωτηρία μας, αρκετοί θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως πλέον δεν θα κάνουν άλλα λάθη. Κανείς όμως δεν εξηγεί, γιατί μέχρι σήμερα έγιναν αυτά τα λάθη. Τι έφταιξε και απέτυχαν άνθρωποι τόσο έξυπνοι. Βεβαίως ο καθένας θεωρεί πως οι έξυπνοι είναι μόνο οι ίδιοι. Εδώ θα κάνω πως παραβλέπω αυτή τη λεπτομέρεια και θα δεχτώ a priori την εξυπνάδα όλων τους, την ανιδιοτέλεια, το γνήσιο ενδιαφέρον τους για το καλό της κοινωνίας και των πολιτών. Έχω όλη την καλή προαίρεση να τα δεχτώ όλα αυτά. Εκείνο όμως που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί φθάσαμε στην ανάγκη να ζητάει το πολιτικό μας σύστημα και οι πολιτικοί μας συγγνώμη, για την κατάσταση που οδήγησε τη χώρα, αλλά να αφήνει στο απυρόβλητο τα αίτια που μας οδήγησαν ως εδώ. Και αυτά τα αίτια δεν είναι ούτε η απουσία εξυπνάδας, ούτε η υστεροβουλία, ούτε η ανικανότητα, ούτε οι ανθρώπινες αδυναμίες των εκπροσώπων μας. Αυτά μπορεί να είναι στοιχεία της κατάρρευσης του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μας συστήματος, αλλά δεν είναι τα αίτια.
Μήπως δεν τα ξέρουν οι πολιτικοί μας αυτά τα αίτια και χρειάζεται κάποιος «έξυπνος» να τους τα πει; Καθόλου. Τα ξέρουν και πολύ καλά. Αντιθέτως, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αποστρέφονται κάθε «εξυπνάκια» που θα τα έλεγε και στους πολίτες. Τα αίτια της κακοδαιμονίας αυτής της χώρας, είναι πως τα πάντα στηρίχτηκαν πάνω σ’ ένα μοντέλο που χρησιμοποίησε τον κρατισμό για να κτίσει το σύστημα των πελατειακών του σχέσεων και το λαϊκισμό για να νομιμοποιήσει αυτές τις σχέσεις. Αντί λοιπόν στο στόχαστρο όλων να είναι ο κρατισμός, ο λαϊκισμός και οι πελατειακές σχέσεις, μόνο ένα μικρό τμήμα του πολιτικού μας συστήματος μιλάει καθαρά γι’ αυτά και ένα πολύ μικρότερο μιλάει και εύστοχα για το πώς μπορούμε να τα υπερνικήσουμε.
Γιατί δεν αρκεί η καταδίκη τους, ούτε αρκεί η παράθεση μιας σειράς μέτρων για να κτυπηθούν αυτά τα τρία στοιχεία του πολιτικού μας συστήματος. Την ημέρα των εκλογών του Σεπτέμβριου του 2009, έγραφα πως «από τον πολιτικό λόγο απουσιάζει η περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, η ανάλυση των αναγκών και η σύνδεση των προτεινόμενων λύσεων με την κοινωνική διαστρωμάτωση, η κατάθεση σεναρίων για διέξοδο από την κρίση και προπαντός η συνειδητοποίηση του βάθους της κρίσης και των δομικών περιορισμών της πολιτικής παρέμβασης. Σήμερα, για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ, είναι αλήθεια πως προτείνει μέτρα, τα οποία όμως δεν σχηματίζουν ένα ενιαίο συνεκτικό σώμα. Γιατί δεν διευκρινίζεται με ποιους θα υλοποιηθούν, ποιους θα ωφελήσουν και ποιους θα βλάψουν, σε ποιο βαθμό και μέχρι πότε θα ωφελούν όποιους ωφελούν ή θα βλάπτουν όποιους βλάπτουν. Προτείνονται μέτρα που σε τελική ανάλυση δεν έχουν «συναίσθηση της πραγματικότητας».
Αν μου έλεγαν σήμερα να σβήσω κάτι απ’ αυτά, θα δυσκολευόμουν πολύ να βρω κάτι που να μπορούσα να το σβήσω, ίσως να πρόσθετα κι άλλα.
Τούτων δοθέντων, είμαι σίγουρος πως γνωρίζω τον νικητή και αυτών των εκλογών. Είναι ο κρατισμός, οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός, όπως αυτά εκπορεύονται από τον δικομματισμό και τους αντιπάλους του. Γιατί δεν είναι ο καταρρέων δικομματισμός το σήμα κατατεθέν της μεταπολιτευτικής περιόδου, αλλά αυτά τα τρία στοιχεία. Με αυτή την έννοια, η μεταπολίτευση καλά κρατεί. Ίσως όμως να είναι και το τελευταίο της πέταγμα πριν χάσει και την έβδομη ψυχή της. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει έστω και την τελευταία στιγμή να υποστηριχθούν εκείνα τα πολιτικά πρόσωπα και οι δυνάμεις που καθαρά δηλώνουν ότι θα συνεργασθούν στο πλαίσιο τήρησης των γενικών δημοσιοοικονομικών δεσμεύσεων της χώρας μας, αλλά και στο πλαίσιο της αναγκαίας προσαρμογής του μνημονίου σε λογικές που θα ενισχύουν, αντί να δυσχεραίνουν, τις όποιες μεταρρυθμιστικές δυνατότητες αυτής της χώρας.
Για να περάσουμε από τον κρατισμό και τα επιδόματα, στο κράτος των υπηρεσιών και από την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική, στην ανταγωνιστική αστική τάξη, χρειάζεται να διατηρηθούν οι γέφυρες που θα συνδέουν το αποτυχημένο μας πολιτικό σύστημα με τη δυνατότητα αλλαγής του. Αυτές οι γέφυρες σήμερα βρίσκονται στις δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και της μετριοπάθειας. Σ’ εκείνους δηλαδή τους πολιτικούς χώρους, όπως πρωτίστως είναι το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως η ΔΗΜΑΡ, που μπορούν να αποτελέσουν το υλικό για τη συγκρότηση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και σ’ εκείνους τους κεντροδεξιούς και φιλελεύθερους χώρους, όπως πρωτίστως είναι η Δημοκρατική Συμμαχία, λιγότερο η Δράση (το λιγότερο δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό) και μερικά πολύ σοβαρά πρόσωπα εντός της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορούν να συγκροτήσουν τα αντίβαρα στην κυριαρχία της λαϊκιστικής και εθνικιστικής Δεξιάς. Μακάρι να κάνω λάθος και να μη είναι τόσο ανησυχητικά τα πράγματα. Κοντός ψαλμός, αλληλούια.
.
O Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος και συγγραφέας