Ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας σήμερα επιλέγεται από τον πρωθυπουργό για μια εξαετία. Για την ακρίβεια, η διαδικασία προβλέπει ένα δρομολόγιο που ξεκινά από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας, περνά από το υπουργικό συμβούλιο, την αρμόδια επιτροπή της Βουλής και επανέρχεται στο υπουργικό συμβούλιο για την τελική πράξη έγκρισης. Για να τα συνοψίσουμε, ξαναλέμε, ότι ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας επιλέγεται από τον πρωθυπουργό…
Στη ροή αυτής της διαδικασίας, προβλέπονται λοιπόν πολλά φίλτρα. Ωστόσο τελικά, η διαδικασία εξελίσσεται κατά έναν αυτοματοποιημένο τρόπο – η δύναμη των κομμάτων στη Βουλή επισφραγίζει τον διορισμό, με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός διορίζει τον κεντρικό τραπεζίτη…
Η πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη (να προκηρύσσεται μεγάλος διεθνής διαγωνισμός για την επιλογή του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας, παραπέμποντας σχετικά στο παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας) προφανώς αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της κομματικής κακοδαιμονίας. Ωστόσο, η πρόταση προσκρούει σοβαρά σε δυό ειδών προβλήματα – το ένα έχει να κάνει με την Ευρώπη και το άλλο με την Ελλάδα.
Το πρώτο αφορά την Ευρώπη. Σε καμία χώρα της ευρωζώνης δεν έχει εφαρμοστεί τέτοιο σύστημα – και μιλάμε για χώρες με στέρεους θεσμούς και με διαδικασίες που κρατούν μιαν ισορροπία στον συσχετισμό δυνάμεων. Και αναφέρεται συγκεκριμένα η ευρωζώνη, διότι ο κεντρικός τραπεζίτης της Ελλάδας θα είναι μέλος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – φαντάζεστε ότι θα δέχονταν έναν Κινέζο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας στην καρδιά του ευρω-συστήματος;
Ο Αντ.Παπαγιαννίδης υπέδειξε στο Protagon, ότι μιαν εφαρμογή του μέτρου είδαμε στη Βρετανία – που ως γνωστόν δεν είναι μέλος της ευρωζώνης. Κάπου αλλού; Όπως εξάλλου διευκρίνισε σχετικά ο Τ.Ιωακειμίδης (υποψήφιος της «Ελιάς») η βρετανική κυβέρνηση κινήθηκε στην επικράτεια της Κοινοπολιτείας – δεν πήγε πάρα πέρα.
Ας το πούμε και ανάποδα – αν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είχε προχωρήσει, αν είχαν δημιουργηθεί ανάλογες διαδικασίες σε άλλες θέσεις δημοσίων οργανισμών (και όχι κατευθείαν στην πιο ευαίσθητη θέση, στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος), αν δηλαδή είχε διαμορφωθεί μια ισορροπία στη χρηματοπιστωτική λειτουργία, έτσι ώστε οι Κεντρικές Τράπεζες να λειτουργούν περίπου με τον αυτόματο πιλότο, τότε θα είχε ίσως νόημα αυτή η πρόταση. Όμως, και πάλι, πρόκειται για μια ιδιαίτερα «ευαίσθητη η θέση» – διότι ο κεντρικός τραπεζίτης είναι «σημείο αναφοράς», οι κουβέντες του βρίσκονται στην πηγή διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής, από το έρκος των οδόντων του ξεκινούν και καταλήγουν όλα. Δεν μπορεί επομένως να μην έχει τον απόλυτο έλεγχο στην αντανάκλαση των λόγων του και άρα πρέπει να είναι απόλυτα ενήμερος των τοπικών πολιτικο-κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων.
Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με την Ελλάδα. Για φαντασθείτε λοιπόν σε τούτη εδώ τη χώρα, με απολύτως αξιοκρατικά κριτήρια, να έπαιρνε τη θέση στην ΤτΕ ένας γερμανός υποψήφιος! Πιστεύει πραγματικά κάποιος, ότι ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά του και ότι δεν θα προσέκρουσε σε κάθε είδους καχυποψία και δυσπιστία, βάσιμη ή αβάσιμη; Διότι, με το προηγούμενο του ασύστολου χρηματισμού που προωθούσαν ξένες (κατά βάση γερμανικές) εταιρείες σε μια προσπάθεια εξαγοράς δημοσίων λειτουργών, πώς θα μπορούσες να αφαιρέσεις από το μυαλό του κάθε έλληνα πολίτη την εύλογη υποψία ότι ο διοικητής είναι «ενεργούμενο» ξένων συμφερόντων; Και ποιο θα ήταν το κύρος (που είναι το άλφα και το ωμέγα σ΄αυτή τη θέση) ενός «ξενόφερτου» τραπεζίτη; Και αν ο διορισμός του συνοδευόταν με μιαν υπέρογκη αμοιβή (όπως συνέβη στη Βρετανία), πώς θα μπορούσε να σταθεί ο διοικητής στην Ελλάδα της κρίσης;
Συμπερασματικά, πρώτον: η πρόταση δεν καλείται να εξυπηρετήσει κάποια μείζονα ανωμαλία, έτσι ώστε να δικαιολογείται ο καινοτομικός και πιλοτικός της χαρακτήρας. Η κομματική κακοδαιμονία άλλωστε, ελέγχεται μόνο μέσω ενός συστήματος ελέγχου της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος. Και δεύτερον, η εγγενής καχυποψία του νεοέλληνα, ο εύκολος λαϊκισμός του και συχνά οι ιδεοληψίες μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζονται με κουτουλιές – που δημιουργούν φασαρία χωρίς να παρεμβαίνουν ουσιαστικά και να επηρεάζουν τη νοοτροπία αυτής της κοινωνικής μερίδας. Με άλλα λόγια, για να αρδεύσεις τα χωράφια της Θεσσαλίας, δεν κάνεις εκτροπή του Λίγηρα.