O δημοκρατικός κόσμος νιώθει τη ζέστη που έρχεται από το Παρίσι γράφει η Αν Απλμπάουμ στην Ουάσινγκτον Ποστ επισημαίνοντας πως η “επανάσταση “ των κίτρινων γιλέκων αφορά όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες .
Και έχει δίκιο, γιατί αυτό που συμβαίνει αφορά τη μεσαία τάξη και την εγκατάλειψη που νιώθει εδώ και χρόνια .
Τα κίτρινα γιλέκα δεν ήρθαν ξαφνικά από το πουθενά.
Μπορεί η προέλευση τους να μην είναι παραδοσιακή γιατί δεν προέρχονται από συγκεκριμένα κόμματα, ούτε αριστερά ούτε κεντροαριστερά ούτε είναι μέλη των γνωστών εργατικών συνδικάτων , αποτελούν όμως ένα πλειοψηφικό ρεύμα στη γαλλική κοινωνία που συντονίστηκε και οργανώθηκε με τη βοήθεια του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων.
Εκεί γνωρίστηκαν τα κίτρινα γιλέκα , εκεί άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους , εκεί αποφάσισαν πως θα κατέβουν στους δρόμους φορώντας κίτρινο χρώμα για να γίνουν ορατοί στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ.
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας Κριστόφ Γκιγί το σύστημα ενσωματώνει εδώ και δεκαετίες την πλειοψηφία σε μία άνιση κοινωνία η οποία ενώ παράγει όλο και περισσότερο πλούτο ωφελεί τελικά μόνο τους πλούσιους.
Οι απλοί εργάτες αλλά και η μεσαία τάξη δυσκολεύονται πολύ να ζήσουν εκεί όπου υπάρχει απασχόληση .
Η γαλλική περιφέρεια αλλά και η αμερικανική , η βρετανική , η ιταλική , κυρίως ο βοράς της , έχουν εγκαταλειφθεί .
Οι αποβιομηχανοποιημένες περιοχές , οι αγροτικές περιοχές αλλά και οι μικρές και μεσαίες πόλεις έχουν χάσει τη δυναμική τους και οι ελίτ, γράφει η εφημερίδα Γκάρντιαν, ξέχασαν έναν λαό που δεν βλέπουν .
Τα κίτρινα γιλέκα δεν ανήκουν σε κανένα πολιτικό κόμμα , σε κανένα κίνημα και αυτή είναι η δύναμη τους.
Λαϊκιστές ηγέτες όπως ο αριστερός Μελανσόν και η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν προσπαθούν μάταια να τα προσεταιριστούν .
Σύμφωνα δε με την Ουάσινγκτον Ποστ υπάρχουν έντονες υποψίες πως ακροδεξιοί υποστηρικτές της Μαρίν Λεπέν είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τα βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των ειρηνικών διαδηλώσεων των κίτρινων γιλέκων .
Τα κίτρινα γιλέκα δεν μοιράζονται μία κοινή ιδεολογία ή φιλοσοφία . Κοινό τους είναι ο θυμός .
Θυμώνουν για τον πράσινο φόρο που ανεβάζει στα ύψη την τιμή της βενζίνης , θυμώνουν για τα όρια ταχύτητας στους γαλλικούς δρόμους. Και αυτός ο θυμός είναι που έκανε αυτό το κίνημα , που δεν υπήρχε πριν από ένα μήνα, τόσο δημοφιλές στο ίντερνετ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όπως είπε ένας διαδηλωτής απευθυνόμενος στην πολιτική τάξη πραγμάτων της Γαλλίας ( αριστερή, δεξιά , κεντρώα , ακροαριστερή , ακροδεξιά ) “ Δεν σας χρειαζόμαστε πια όλους εσάς”.
Πόσο μεγάλη ειρωνεία για το νεοσύστατο κόμμα τον Εμανουέλ Μακρόν , το En Marche , το οποίο δημιουργήθηκε ως το κόμμα που βάζει απέναντι του τα παραδοσιακά – συστημικά κόμματα και στην αρχή αποτέλεσε έναν παράδεισο για τους γάλλους πολίτες που είχαν σιχαθεί τα παλιά κόμματα.
Τώρα , τρία χρόνια μετά , το En Marche , θεωρείται συστημικό κόμμα που πρέπει να ηττηθεί.
Η Αν Απλμπάουμ γράφει πως η ιστορία της Γαλλίας είναι γεμάτη επαναστάσεις που τις ξεπερνά μια ακόμα πιο ακραία επανάσταση. Η ταχύτητα με την οποία όμως συμβαίνει αυτό σήμερα σου κόβει την ανάσα.
Όλος ο δημοκρατικός κόσμος θα έρθει αντιμέτωπος με αντίστοιχες προκλήσεις και κινήματα όπως τα κίτρινα γιλέκα γιατί η μεσαία τάξη νιώθει προδομένη και η πλειοψηφία των πολιτών αισθάνεται πως η παγκοσμιοποίηση τους άφησε πίσω.
Το ζήτημα είναι πως τα εκλεγμένα κοινοβούλια , οι πρόεδροι , οι πρωθυπουργοί , τα υπάρχοντα κόμματα και οι ανεξάρτητοι θεσμοί θα βρουν τρόπο να τους αφουγκραστούν , να τους κατανοήσουν , να τους ενσωματώσουν και να αλλάξουν μαζί τους . Μόνο με αυτό τον τρόπο θα επιβιώσει η δημοκρατία τον 21οαιώνα γράφει η Ουάσινγκτον Ποστ αλλιώς είμαστε όλοι χαμένοι.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός πως η πλειοψηφία των Γάλλων στηρίζει τα κίτρινα γιλέκα και πιστεύει ακράδαντα πως οι μεταρρυθμίσεις του Μακρόν δεν θα ωφελήσουν προσωπικά τους ίδιους. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως τα νέα μέτρα ωφελούν μόνο τους πολύ πλούσιους.
“Ζούμε με άγχος πως θα τα βγάλουμε πέρα το μήνα , μόλις πληρώσουμε τους λογαριασμούς δεν μας μένει πια τίποτα” λένε με μία φωνή. Είναι ηλεκτρολόγοι , υδραυλικοί , νοσοκόμες , οδηγοί , μερικής απασχόλησης δημόσιοι υπάλληλοι , δεν είναι ακραία φτωχοί , είναι οι άνθρωποι των 1.300 ευρώ το μήνα που αδυνατούν να επιβιώσουν πια.