Προφανώς θα έχω χάσει κάποια επεισόδια, αλλιώς δεν εξηγείται πως αδυνατώ να καταλάβω τη συζήτηση που διεξάγεται – και μάλιστα ενίοτε με έντονους τόνους – για το ότι «στην πολιτική όπως και στη ζωή πρέπει να ξεχνάμε», ή περί «νομοτελειακής μετάλλαξης του Σύριζα», την οποία εμποδίζει ή αποτρέπει κάποιο «αντισύριζα μέτωπο» και διάφορα τέτοια, διανθισμένα με αναφορές ακόμη και στα πάθη του … εμφυλίου, ή και στις εκλογές του ’61, «που ψήφισαν και τα δέντρα», (για να μη ξεχνιόμαστε, τι σημαίνει δεξιά…) αλλά και με σχόλια περί «ανεγκέφαλων» που δεν εννοούν να καταλάβουν την ανάγκη να ξεπεράσουμε «τα μίση και τα πάθη» που μας χωρίζουν…
Ειλικρινά, δεν έχω καταλάβει τι έχει συμβεί. Κατ’ αρχάς, έχει εκφράσει η κυβέρνηση, ο Τσίπρας, ο Σύριζα, κάποιος από αυτούς τέλος πάντων, κάποια τέτοια επιθυμία και μου έχει διαφύγει;
Απ’ ότι ξέρω, όχι. Επομένως, ποιος και γιατί ξαφνικά άνοιξε μια τέτοια συζήτηση την ώρα που όλα τα θέματα που έχει ανοίξει η κυβέρνηση παραμένουν ανοιχτά με δική της αποκλειστικά ευθύνη και ενώ είναι προφανές ότι πλέον έχουμε μπει σε μια τελική ευθεία που αργά ή γρήγορα στο τέλος της υπάρχουν οι εκλογές…
Εν τέλει, ίσως και γι’ αυτό να έχει ανοίξει αυτή η συζήτηση, η οποία, όποιες προθέσεις και να αποδώσει κανείς σ’ αυτούς που την άνοιξαν και τη συντηρούν με την αρθρογραφία, τις εκδηλώσεις και τα σχόλια τους, οδηγεί σ’ αυτό που μόλις με δυο λόγια λέει η φράση: «βρείτε τα»…
Γράφει, επί παραδείγματι, στην Καθημερινή ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης, που συντηρεί τη σχετική συζήτηση:
«Αντί να συζητάμε όλη μέρα με όρους, «μας έλεγαν γερμανοτσολιάδες», ας συζητήσουμε πιο γόνιμα, πιο νηφάλια πώς μπορούμε σήμερα να προχωρήσουμε. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή αλλά τώρα που είμαστε σε καλύτερη θέση από ότι ήμασταν το 2010 ή το 2015 αρνούμαι να αναπαράγω μια εμφυλιοπολεμική ρητορική. Πρέπει να πάμε παρακάτω, να διαμορφώσουμε τις νέες πολιτικές προτεραιότητες και τις νέες κατευθύνσεις. Γόνιμες αντιπαραθέσεις του αύριο»…
Αλλά, με ποιους ακριβώς καλεί ο καλός καθηγητής «να συζητήσουμε πιο γόνιμα (…) να διαμορφώσουμε τις νέες πολιτικές προτεραιότητες»;
Και εντάξει, για την οικονομία της συζήτησης, ας ξεχάσουμε ποιοι αποκαλούσαν ποιους «γερμανοτσολιάδες». Κανένα θέμα. Με ποιους όμως θα διαμορφωθούν «οι νέες πολιτικές προτεραιότητες»;
* Με αυτούς που μόλις χθες, χωρίς ντροπή, έταζαν προσλήψεις στο δημόσιο – πέραν των χιλιάδων που έχουν ήδη εντάξει σ’ αυτό – και υπόσχονταν (!) αυξήσεις σε κατώτατους μισθούς, επαναφορά 13ης σύνταξης, δήλωναν ότι δεν θα περικοπούν συντάξεις, δεν θα μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής και διάφορα τέτοια, που αν και γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, τα λένε, επαναλαμβάνοντας έτσι τις απάτες με τις οποίες κορόιδεψαν τον κόσμο και κέρδισαν τις εκλογές;
* Με αυτούς που επιχειρούν για μια ακόμη φορά να κόψουν και να ράψουν τον εκλογικό νόμο έτσι ώστε να μη μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, κι επομένως να παραμένουν, αν και αποδοκιμασμένοι, ως «ρυθμιστές» ενός αρρύθμιστου τελικά πολιτικού παιχνιδιού;
* Με αυτούς που έχουν ήδη αποφανθεί για την «ενοχή» πολιτικών αντιπάλων και ανεπιθύμητων – σήμερα… – επιχειρηματιών, τους οποίους και απειλούν καθημερινά με νέες διώξεις, προεξοφλώντας ταυτόχρονα και τη … βέβαιη καταδίκη τους;
* Με αυτούς που έχουν αποκαλέσει τους δημοσιογράφους των Νέων και του Βήματος «σκουπιδότοπους» (Δ. Τζανακόπουλος, εκπρόσωπος της κυβέρνησης, άρα με επίσημο λόγο) και, «συστοιχία χημικού και βιολογικού πολέμου. Πυροβολαρχία θανάτου – της δημοσιογραφίας, της αλήθειας, της προσωπικότητας αθώων, της ενημέρωσης του πολίτη. Ούτε στην Κατοχή τέτοιο έρεβος…» (Θανάσης Καρτερός, υπεύθυνος γραφείου τύπου του πρωθυπουργού, με επίσημο λόγο και αυτός, αλλά και μισθοδοτούμενος από τους φορολογούμενους);
(Και με την ευκαιρία: Καλά η ΕΣΗΕΑ, ούτε είδε το φόνο, ούτε κι άκουσε τίποτα! Δημοσιογράφοι που κατά τα άλλα, καλούν σε λήθη και συναινέσεις, και επικρίνουν όσους «μετέχουν στο αντισύριζα μέτωπο», καμία αντίδραση; Ούτε αυτοί άκουσαν το μπαμ;)
* Με αυτούς που δηλώνουν – ακόμη και πρόσφατα, πριν λίγες ημέρες – ότι «αυτή η κυβέρνηση έχει μέτωπο με την συμμορίτικη ασυδοσία, την αυταρέσκεια και την προσβλητική για τη δημοκρατία αλαζονεία αυτού του συστήματος οικονομικής και πολιτικής εξουσίας»;
* Με το «μέτωπο της συμμορίτικης ασυδοσίας», λοιπόν, θα κάνει διάλογο ο Σύριζα και η κυβέρνησή του;
Πέραν όμως όλων αυτών – και πολλών άλλων, που παραλείπονται για λόγους οικονομίας χώρου, αλλά και γιατί είναι πασίγνωστα… – για να υπάρξει διάλογος και μάλιστα, για «νέες πολιτικές προτεραιότητες και νέες κατευθύνσεις» πρέπει να είναι ξεκάθαρες δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις:
* Οπως, ποιοι συζητούν με ποιους και, το κυριότερο, με ποιους όρους γίνεται η συζήτηση.
Ετσι, απ’ όσα μέχρι στιγμής έχουν γίνει γνωστά, από την όποια συζήτηση ως τώρα – την οποία, να σημειωθεί, δεν ζητάει η κυβέρνηση, αλλά προβάλουν ως άμεση ανάγκη διάφοροι καλόπιστοι ή και κακόπιστοι, «τρίτοι», αποκλείεται κατ’ αρχήν η Νέα Δημοκρατία, δηλαδή το κόμμα που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αναμένεται να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, ενώ αν υποτεθεί ότι απευθύνεται στο νεοσύστατο Κίνημα Αλλαγής – το οποίο, διάφοροι περιφερόμενοι πέριξ του, έχουν αναλάβει να … εκπροσωπήσουν σε διάφορους δημόσιους διαλόγους, που βεβαίως διεξάγονται ερήμην του Κινήματος… – έχουν ήδη αποκλειστεί στελέχη του, ως μετέχοντα ή και ηγούμενα, κατά περίπτωση, του «μαύρου αντισύριζα και αντικυβερνητικού μετώπου»…
Το κυριότερο όμως είναι, με ποιους όρους και ποιο αντικείμενο θα διεξαχθεί ένας διάλογος, με το βαρύγδουπο μάλιστα στόχο, της αναζήτησης νέων πολιτικών κατευθύνσεων…
Σ ένα τέτοιο διάλογο, είναι προφανές ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρες οι θέσεις εκείνων που θα μετάσχουν. Κι εδώ, υποχρεωτικά θα μπουν προς συζήτηση και θέματα που ο κ. Μαραντζίδης θεωρεί ότι δεν πρέπει να μας απασχολούν, γιατί «έχουν ιστορική πλέον σημασία», όπως π. χ. το ποιος φταίει που φτάσαμε ως εδώ, ή αν ήταν αναπόφευκτη η κρίση!
«Ιστορική σημασία» μπορεί να έχει ο εμφύλιος πόλεμος και πότε και με ευθύνη ποίων άρχισε, όχι όμως και το πώς οδηγήθηκε η χώρα στη χρεοκοπία και το αν ήταν αναπόφευκτη η κρίση.
Αν δεν τεθούν στο τραπέζι της όποιας συζήτησης αυτά τα θέματα, τι συζήτηση θα γίνει; Αν δεν αναζητηθεί το πώς προέκυψε η κρίση – και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, πώς οδηγήθηκε η χώρα στην χρεοκοπία και τι ακριβώς έγινε και οχτώ χρόνια τώρα, όχι μόνο δεν έχουμε βγει από αυτήν αλλά και δεν προβλέπεται στο εγγύς μέλλον να βγούμε, καθώς αυτό είναι ήδη υποθηκευμένο από το 3ο μνημόνιο του Σύριζα, τι ακριβώς θα συζητήσου όσοι εν τέλει δεχτούν να μετάσχουν σ’ ένα διάλογο για να αναζητηθούν «νέες πολιτικές κατευθύνσεις»;
Δηλαδή, σύμφωνα με την αντίληψη του κ. Μαραντζίδη, θα μείνει εκτός συζήτησης, παραδείγματος χάριν, εκτός από την περίοδο 2004 – 2009 του Κώστα Καραμανλή, και η 6μηνη «διαπραγμάτευση» Τσίπρα – Βαρουφάκη, που οδήγησε στο 3ο και βαρύτερο μνημόνιο του Σύριζα και αφού η χώρα είχε οδηγηθεί στην καταστροφή – και η οποία, ας μη ξεχνάμε, αποφεύχθηκε χάρις στην υπεύθυνη στάση της τότε αντιπολίτευσης και όχι γιατί ο κ. Τσίπρας «διαπραγματεύτηκε σκληρά 16 ώρες», όπως θέλει το παραμύθι του Σύριζα!
Μα τότε, πώς θα προσπαθήσουμε μέσα από ένα διάλογο να διαμορφώσουμε τις «νέες πολιτικές προτεραιότητες» που θέλει ο κ. καθηγητής, αν δεν δεχτούμε, κατ’ αρχήν, ότι αυτές είναι ήδη υποθηκευμένες από τις πολιτικές που ασκήθηκαν και ασκούνται ακόμη και σήμερα και δεν συζητήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πάρθηκαν αυτές οι πολιτικές αποφάσεις. Ήταν αναπόφευκτες; Κι αν ναι, τι τις κατέστησε αναπόφευκτες;
Και πώς θα μείνει εκτός συζητήσεων το θέμα της κρίσης; Ήταν αναπόφευκτη κι αυτή; Ή υπήρξαν πολιτικές που οδήγησαν σ’ αυτήν; Και ποιες ήταν αυτές, έτσι ώστε να μη τις επαναλάβουμε;
Όλα αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα που μπορεί να προσθέσει κανείς, δεν σημαίνουν άρνηση της αξίας του διαλόγου.
Αντίθετα, σημαίνουν ότι δεν αρκεί η επίκληση της αξίας του διαλόγου σ’ ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου θεωρείται και είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας του. Ούτε και ότι αρκούν οι όποιες καλές προθέσεις για να οδηγηθούμε σ’ αυτόν με κάποιες προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα και όχι να οξυνθούν οι διαφωνίες και να βαθύνουν τα ρήγματα.
Σημαίνουν ότι για να έχει αποτέλεσμα ένας πολιτικός διάλογος πρέπει να είναι ξεκάθαρο το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να διεξαχθεί, και κυρίως, να έχουν τεθεί με σαφήνεια τα προς συζήτηση θέματα.
Και γι’ αυτά, την κύρια ευθύνη την έχει η κυβέρνηση, γιατί αυτή είναι που καθορίζει την «πολιτική ατζέντα». Αυτή είναι που με τις αποφάσεις της, τις προτεραιότητες που βάζει, τα θέματα που αναδεικνύει ως σημαντικά ή αφαιρεί από την επικαιρότητα και τον δημόσιο διάλογο, που με τις πράξεις, το λόγο της, την παρουσία των ηγετικών στελεχών και των συνεργατών της, διαμορφώνει τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορεί να διεξαχθεί ή όχι ένας δημοκρατικός διάλογος.
Και τούτη τη στιγμή που γίνεται αυτή η συζήτηση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής της κυβέρνησης Σύριζα, αυτό που καθορίζει καταλυτικά το πολιτικό κλίμα, παραμένει το δόγμα: «Ή Εμείς, ή Αυτοί»!
Εχει άραγε απορρίψει ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του αυτό το άκρως διχαστικό δόγμα;
Ή μήπως έχει αποδοκιμάσει ο κ. Παππάς το ανατριχιαστικά διχαστικό, ότι «ανάμεσα στη μάντρα των εκτελέσεων και τα πολυβόλα των εκτελεστών, δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις»; Ένα ακόμη δείγμα κι αυτό, του ποιος χρησιμοποιεί ακόμη και τις εθνικές μνήμες ως εργαλείο επιβολής μιας διχαστικής πολιτικής χάρις στην οποία ανέβηκε ο Σύριζα στην κυβέρνηση και με την οποία προσπαθεί να διατηρηθεί σ’ αυτήν.
Εχει σταματήσει άραγε η έκδοση των άθλιων «non papers» με τα οποία καθημερινά υβρίζονται, συκοφαντούνται, λοιδορούνται, συχνά με τον πιο χυδαίο τρόπο – που είναι και αποκαλυπτικός του διανοητικού επιπέδου του συντάκτη τους – όλοι όσοι εκφράζουν μια διαφορετική άποψη και αντίληψη από την κυρίαρχη του καθεστώτος Σύριζα;
Και πώς να σταματήσει βέβαια, όταν αυτά εκδίδονται υπό την τελική ευθύνη του πρωθυπουργού, όπως διαβεβαίωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, λες και το αγνοούσαμε ή αμφιβάλλαμε…
Τι λοιπόν, από όλα αυτά, καλείται η αντιπολίτευση, αλλά και όλοι όσοι ασκούν κριτική στα πεπραγμένα της κυβέρνησης, να ξεχάσουν;
Ακόμη και τις μνήμες του εμφυλίου, ο Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του τις ανασκαλεύουν, επιδιώκοντας κάποια ανιστόρητη ρεβάνς και πάντα στη διχαστική λογική του: «Ή εμείς ή αυτοί»…
Τι να ξεχαστεί, λοιπόν;
Εκείνο που θα είχε σημασία να περάσει στη λήθη, είναι αυτή η κυβέρνηση, αυτή η ανώμαλη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Αλλά αυτή δεν ανήκει στο παρελθόν για να ξεχαστεί, είναι καθημερινά καταλυτικά παρούσα.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει παρέλθει για να μπορεί κανείς να τον ξεχάσει», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μιχάλης Τσιντσίνης στην Καθημερινή (Πέμπτη 10.05.18), αναφερόμενος στις απόψεις του Νίκου Μαραντζίδη περί «λήθης» και θέτοντας το ερώτημα: «Ποιος εμποδίζει την μεταμνημονιακή συμφιλίωση;»
Και για να κλείσουμε – προς το παρόν, όπως όλα δείχνουν… – αυτό το θέμα, μια ακόμη απορία:
Και καλά, από την αντιπολίτευση και όλους όσοι έχουν εκφράσει δημόσια την αντίθεσή τους στην πολιτική της κυβέρνησης Σύριζα – Αν.Ελ. το ζητούμενο είναι να ξεχάσουν, να τείνουν χείρα βοηθείας ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση να ολοκληρώσει το έργο της – λες και την έχει εμποδίσει κανείς να το κάνει, αλλά τέλος πάντων…
Προς την πλευρά της κυβέρνησης, υπάρχει κάποια πρόταση, υπόδειξη, επίκληση, για το τι πρέπει να κάνει ώστε να πάμε ήρεμα σ’ ένα διάλογο για «τις νέες πολιτικές προτεραιότητες»; Γιατί δεν έχω διαβάσει, ούτε ακούσει, απολύτως τίποτα από τους λαλίστατους, κατά τα άλλα, υποστηριχτές της εθνικής ανάγκης να ξεχάσουμε ό,τι μας χωρίζει και να αναζητήσουμε αυτά που μας ενώνουν…
Προφανώς, σ’ εκείνη την πλευρά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είναι όλα καλά καμωμένα…
* I Forgot to Remember to Forget: Το τραγούδησε ο Elvis Presley το 1955, εκείνη τη μακρινή εποχή του Rock and Roll με το οποίο μεγαλώσαμε παίζοντας παράλληλα ξύλο με την αστυνομία στις διαδηλώσεις. Το αφιερώνω με όλη μου την αγάπη και κατανόηση σε όσους αγωνιούν καλώντας μας «να ξεχάσουμε»…