Ξαναδιαβάζοντας το Κιβώτιο

Αγγελική Σπανού 28 Φεβ 2017

Ο Φώτης Μακρής, λέει, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα για “Το Κιβώτιο” στο θέατρο Studio Μαυρομιχάλη μετά το Γενάρη του 2015. Είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και είχε ψηφίσει για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια. Για να νικήσει την ήττα του αποφάσισε να παίξει τον αφηγητή στην ιστορία που έγραψε ο Άρης Αλεξάνδρου για την προσπάθεια μιας ομάδας ανταρτών να μεταφέρει ένα κιβώτιο από μια πόλη σε μια άλλη. Η αποστολή ήταν τόσο σημαντική, που αν τα κατάφερναν, ο Δημοκρατικός Στρατός θα κέρδιζε τον πόλεμο. Ξεκίνησαν 35 αντάρτες που γνώριζαν ότι συμμετέχουν σε αποστολή αυτοκτονίας. Καθημερινά στέλνονταν οδηγίες από το αρχηγείο και τηρούνταν πιστά. Οι κανόνες ήταν σκληροί. Όποιος τραυματιζόταν κυανιζόταν, όποιος σκοτωνόταν αφηνόταν πίσω, όποιος πρόδιδε εκτελούταν. Η επικίνδυνη και δύσκολη πορεία κράτησε δυο μήνες, από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1949. Ο ήρωας που μονολογεί επί σκηνής είναι ο μοναδικός που κατάφερε να φτάσει στον προορισμό. Βρίσκεται μόνος στο κελί του να απολογείται γιατί ανακαλύφθηκε ότι το κιβώτιο είναι άδειο και ο ίδιος κατηγορήθηκε για δολιοφθορά και προδοσία.

Μετά την παράσταση που διαρκεί 80 λεπτά ακολουθεί συζήτηση με το κοινό. Μου έτυχε να παρακολουθήσω μια συζήτηση με την Εύα Κοταμανίδου και την Μάνια Παπαδημητρίου. Η μελαγχολία της Αριστεράς ήταν διάχυτη στο χώρο. Εύκολες απαντήσεις δεν δόθηκαν και τα ερωτηματικά ήταν περισσότερα από τις τελείες. Συμμετείχαν ακόμη και άνθρωποι που δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο αλλά γνώριζαν ότι αποτελεί ένα εμβληματικό κείμενο για την ελληνική λογοτεχνία και για την Αριστερά. Αρκετοί έμαθαν εκεί ότι ο ποιητής Αρης Αλεξάνδρου δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται κομμουνιστής παρόλο που δεν τον αποδεχόταν το κόμμα του, ότι δεν πρόλαβε να μάθει την τεράστια επιτυχία του μοναδικού του μυθιστορήματος, ότι έφυγε από τη ζωή φτωχός.

Η διάψευση, η αυταπάτη, η χίμαιρα, η έλλειψη νοήματος, η εσωτερίκευση του παραλογισμού, η ματαίωση και η ματαιότητα, η δύναμη του ανεκπλήρωτου, η αδυναμία του ηττημένου, η ελπίδα, η πίστη, η ουτοπία, η ενοχή, η αλήθεια και το ψέμα. Ολες οι λέξεις που μας έχουν στοιχειώσει περνούσαν μέσα από μια συζήτηση που δεν κατέληγε κάπου γιατί δεν υπάρχει τέλος σ αυτόν τον αναστοχασμό. Ολοι συμφωνούσαν στο θεμελιώδες μα φαινόταν σαν να υπάρχουν έντονες διαφωνίες, στοιχείο ίσως της ψυχοπαθολογίας της Αριστεράς. Ολοι ήταν λυπημένοι αλλά για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, όλοι ήξεραν ότι το Κιβώτιο δεν έχει τίποτα μέσα, αλλά συμμερίζονταν διαφορετική εκδοχή για το πώς συνέβη αυτό, αν ήταν από την αρχή άδειο, αν άδειασε στην πορεία ή στο τέλος.

Ακόμη και αν είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει κανείς το βιβλίο του Αρη Αλεξάνδρου μπορεί να νόμιζε πως παρακολουθεί την αφήγηση για πρώτη φορά. Γιατί 33 χρόνια από τότε που εκδόθηκε έχει αλλάξει το άγχος του κρατούμενου αντάρτη να αποδείξει την αθωότητά του, η αγωνία του να μην συντριβεί κάτω από τη διαπίστωση πως υπηρέτησε ένα λάθος, η εμπύρετη προσπάθειά του να εκλογικεύσει το αδιανόητο, να συμφιλιωθεί με τις απώλειες και να δει ποιος είναι, από πού έρχεται και πού πηγαίνει.

Σκεφτόμουν ότι θα ήταν ύβρις αν η αντιπολίτευση αξιοποιούσε μια τόσο αριστερή εμπειρία για να πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ και ύστερα αναρωτιόμουν πώς θα αισθανόταν ένα μέλος της κυβέρνησης αν πήγαινε να δει την παράσταση και να παρακολουθήσει μετά τη συζήτηση. Νομίζω πως θα ένιωθε φοβερή μοναξιά.

Διαβάστε εδώ το κείμενο του Δημήτρη Φύσσα για την παράσταση.