Ξανά συμπαράταξη, για να πάμε πού;

Κίμων Χατζημπίρος 12 Δεκ 2015

Η οικονομική, πολιτική και κοινωνική υποβάθμιση της χώρας απλώνεται χωρίς να συναντά γραμμή άμυνας. Το κυβερνητικό σχήμα παραπαίει, εναλλακτική λύση δεν γεννιέται, η οικουμενική φαίνεται ανεφάρμοστη, μια προοπτική δεξιάς εξουσίας μοιάζει απομακρυσμένη. Από την άλλη, ο τόπος έχει άμεση ανάγκη δραστικών μεταρρυθμίσεων, τόσο προς φιλελεύθερη όσο και προς σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Ένα ευρωπαϊκό μέτωπο μεικτής ιδεολογίας, με συνδετικό στοιχείο την πλήρη ένταξη της χώρας στη δυτική πραγματικότητα, θα προέκυπτε ίσως ως αιρετική λύση, αν τα αδιέξοδα έφερναν εκλογές.

Στο πλαίσιο αυτό συζητείται η αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και η επανίδρυση μιας κεντροαριστερής συμπαράταξης, με συμμετοχή προπάντων του ΠΑΣΟΚ και πολιτικών κινήσεων του ευρύτερου χώρου επιρροής του, όπου καλείται να συμμετάσχει και το Ποτάμι. Μια τέτοια συνένωση δυνάμεων αναγεννά στη συλλογική συνείδηση το όραμα ενός μεγάλου προοδευτικού κόμματος εξουσίας, δηλαδή ενός νέου ΠΑΣΟΚ, το οποίο όμως θα είχε αποβάλει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του προηγούμενου. Βέβαια, οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Θα έλειπαν η διεθνής εμπιστοσύνη προς τη χώρα, οι άφθονες χρηματοδοτήσεις, η κοινωνική αισιοδοξία, ο χαρισματικός ηγέτης. Επιπλέον, δεν θα υπήρχε το αποτελεσματικό παραδοσιακό όπλο μιας αντιδεξιάς ρητορικής, αφού αυτή τη φορά ο κύριος αντίπαλος θα βρισκόταν στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.

Η πρόσφατη επιβεβαίωση της ανθεκτικής εκλογικής και δημοσκοπικής παρουσίας του ΠΑΣΟΚ και η μακροημέρευση έμπειρων στελεχών του στην επαρχία, σε συνδυασμό με την ασθενή βιωσιμότητα και εκλογική απήχηση των άλλων σχημάτων, συνιστά ισχυρή ένδειξη ότι θα κυριαρχούσε πολιτικά μέσα στον όποιο νέο φορέα. Θα έπρεπε βέβαια να αποφευχθούν πρόσωπα ταυτισμένα με την καθοδική πορεία της χώρας κατά τα τελευταία χρόνια και όσα έχουν, δικαίως ή αδίκως, φθαρεί υπερβολικά. Στο σημερινό ΠΑΣΟΚ, υπάρχει ανανέωση αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Επίσης, θα συναντούσε δυσκολίες ο εξορκισμός της μνημονιακής εικόνας, δεδομένου ότι ένα σοβαρό πολιτικό πρόγραμμα δεν γίνεται να μην συμπεριλάβει τις περισσότερες από τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις των μνημονίων.

Ακόμα και αν τα παραπάνω επιτευχθούν, μείζων δυσκολία θα προέκυπτε από το βαθμό ταύτισης του νέου φορέα με λαϊκιστικές επαγγελίες. Το ΠΑΣΟΚ, πιστό στην παράδοσή του, έχει διατηρήσει συνδικαλιστικές, τοπικιστικές ή εθνικοπατριωτικές δουλείες, οι οποίες έπαιξαν το ρόλο τους και όταν συγκυβερνούσε. Τώρα, σε πρόσφατες διακηρύξεις του βεβαιώνει:

– Ότι δεν συμφωνεί ούτε με μια λέξη από το τρίτο μνημόνιο

– Ότι δεν δέχεται τις μαζικές απολύσεις στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και αν έχουν τελειώσει τα χρήματα του κράτους, ακόμα και όταν οι επιχειρήσεις χρεωκοπούν

– Ότι αποκλείει πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών, ακόμα και όταν είναι πολυτελείς ή εν πάσει περιπτώσει ξεπερνούν τις ανάγκες λιτής διαβίωσης μιας οικογένειας

– Ότι απορρίπτει τη φορολόγηση των αγροτών

– Ότι καταδικάζει κάθε μείωση συντάξεων, ακόμα και όταν το δημόσιο αδυνατεί να τις πληρώσει

– Ότι στηρίζει το λιγνίτη, ως εθνικό καύσιμο για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ αποκλείει μια ταχεία ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών, κυρίως αιολικών πάρκων, για να μην έρθει σε αντίθεση με τοπικές ομάδες αντιφρονούντων

– Ότι αφιερώνεται εξαιρετικά στην νέα εθνική ιδέα εξόρυξης ελληνικών υδρογονανθράκων

– Ότι ταυτίζεται με την καλλιέργεια εθνικών μύθων, όπως φάνηκε από την αγέρωχη θέση του στη διαμάχη για τη λεγόμενη γενοκτονία των Ποντίων.

Πώς θα αναπτυχθεί ένα ισχυρό προοδευτικό ρεύμα χωρίς απαλλαγή από σκουριασμένες ιδέες που επί δεκαετίες εκτρέφουν εθνικιστικές, συνδικαλιστικές, κρατικιστικές, εκκλησιαστικές, λαϊκιστικές ιδεοληψίες; Είναι δυνατή η υπέρβαση της τεράστιας κρίσης, αν δεν αντιμετωπισθούν αποφασιστικά οι γενεσιουργές αιτίες; Για να πεισθούν οι κεντρώοι, φιλικά διακείμενοι προς τη Δύση πολίτες, πρέπει να σταματήσει η διπλή γλώσσα που κρύβει εμμονές σε μη δυτικοευρωπαϊκές νοοτροπίες. Επομένως, δεν μπορεί το ΠΑΣΟΚ να γίνει κορμός ή συνιστώσα ενός σύγχρονου προοδευτικού ευρωπαϊκού κόμματος, αν δεν απαλλαγεί από τις εθνοπατριωτικές και λαϊκιστικές παθογένειες που φέρει εκ γενετής. Η Ελλάδα διέθετε και διαθέτει ένα σωρό κόμματα κομμουνιστικά, αριστερά, ριζοσπαστικά, οικολογικά, περονικά, ακροδεξιά και εθνικολαϊκά. Επίσης αναπτύχθηκε, εδώ και δεκαετίες, ένα μεγάλο κόμμα χριστιανοδημοκρατικού τύπου. Η ελληνική κοινωνία όμως δεν κατόρθωσε μέχρι σήμερα να απορρίψει τα παραδοσιακά βαρίδια της, αναδεικνύοντας μεγάλα αντικομμουνιστικά και αντιεθνικιστικά προοδευτικά κόμματα, με ιδεολογίες τη σοσιαλδημοκρατία και τον φιλελευθερισμό, τα οποία θα συνέβαλαν αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό της και στον ευρωπαϊκό μετασχηματισμό της.