Στο ποδόσφαιρο, ο ξαφνικός θάνατος καταργήθηκε λίγα χρόνια αφότου επιβλήθηκε, γιατί χάλαγε το παιχνίδι. Στην πολιτική, η κυβέρνηση τον ανακαλύπτει όψιμα, μπας και σώσει το δικό της. Συμπτωματικά το θύμα είναι η δημόσια τηλεόραση και ακόμα συμπτωματικότερα η θυσία λαμβάνει χώρα την ημέρα πολύ δυσάρεστων οικονομικών ειδήσεων.
Σε μια σοβαρή δημοκρατία και σε μια σοβαρή δημόσια σφαίρα, δεν πρέπει να υπάρχουν, πράγματι, ιερές αγελάδες. Πρέπει να υπάρχουν όμως θεσμοί και οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ένα μίνιμουμ διαφάνειας, συναίνεσης και λογικής. Φοβούμαι ότι ο ξαφνικός θάνατος της ΕΡΤ, ιδίως με τον τρόπο που έλαβε χώρα και με τα λόγια που χρησιμοποιήθηκαν για να τον δικαιολογήσουν, καταρρακώνει τη διαφάνεια (τι άλλαξε από προχτές και με ποια κριτήρια αποφασίστηκε κλείσιμο αντί για πιο σταδιακά μέτρα;), ποδοπατά τη συναίνεση (ρωτήθηκαν άραγε σοβαροί ειδικοί και συμφώνησαν άραγε όλοι οι κυβερνητικοί εταίροι;) και αντιμάχεται την κοινή λογική (γιατί το πρόβλημα δεν ανέκυψε τώρα, δεν είναι τέτοιο που να δικαιολογεί τέτοιου είδους μέτρα και είναι σχεδόν αδύνατο να λυθεί με τον τρόπο που προτείνεται).
Η δημόσια τηλεόραση έπρεπε να βελτιωθεί, να μικρύνει και να κομψύνει, να ανανεωθεί σε ιδέες και πρόσωπα –τα έλεγα σε αυτή εδώ τη στήλη πριν από δύο εβδομάδες. Είναι άχρηστο και άδικο να κλείσει, χωρίς κανένα εχέγγυο τού πότε και πώς θα ξανανοίξει. Αν αντί για τον κομματικό λόγο του κυβερνητικού εκπροσώπου, είχαμε την ανακοίνωση σύστασης μιας υπεράνω υποψίας επιτροπής από ειδικούς, Έλληνες και ξένους, για να εισηγηθούν το πέρασμα στη νέα σελίδα, ίσως το πέρασμα αυτό γινόταν πιστευτό. Τώρα, μυρίζει απλώς αντιπερισπασμό. Και έλλειψη γνώσης και λάθος κριτήρια και αρκετή υποκρισία: γιατί ασφαλώς υπάρχει «σπατάλη και αδιαφάνεια» (όπως υπάρχει σε όλον το δημόσιο ή ημιδήμόσιο τομέα, όχι μόνο στην ΕΡΤ και όχι κυρίως στην ΕΡΤ), αλλά τι έκανε η σημερινή κυβέρνηση για να τις αντιμετωπίσει, όπως και την «αδιαφάνεια στη διαχείριση», τα «υπερβολικά προνόμια των εργαζομένων» (διόλου υπερβολικά σε σχέση με μπόλικες άλλες ΔΕΚΟ), πριν αποφασίσει να τις διαγράψει με τη μέθοδο του «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι»; Τι δείγματα γραφής έδωσε στην επιλογή των διοικήσεων, στην ελευθερία των επιλεγμένων προσώπων να διοικήσουν; Πώς συνέβαλε στη δημιουργία ενός πνεύματος «δημόσιας και όχι κρατικής τηλεόρασης», που θέλει ξαφνικά να επιβάλλει; Τι δικαιολογεί εμπιστοσύνη ότι ξαφνικά θα πρυτανεύσουν, για το νέο σχήμα, οι «αξιολογικές προσλήψεις», το «σαφές οργανόγραμμα», η «πολιτική βούληση», που περιέχονται στο χτεσινό αγγελτήριο θανάτου;
Πιο οδυνηρή όμως από όλα είναι, για όσους αναζητούμε μια κάποια ποιότητα, η επίκληση, από επίσημα και εμφανιζόμενα ως εξυγιαντικά χείλη, της χαμηλής τηλεθέασης, συνδεόμενης μάλιστα με το τέλος που πληρώνουν οι πολίτες, ως δικαιολογητικού λόγου του κλεισίματος. Άραγε το γεγονός ότι τα σκουπίδια έχουν ψηλότερη τηλεθέαση στα άλλα κανάλια, τα κάνει λιγότερο σκουπίδια ή ακόμα και πρότυπα; Και άραγε καθιστούν άχρηστη μια ΕΡΤ, που σταθερά επέμεινε σε καλύτερες ξένες σειρές και ταινίες, πιο πολιτισμένες πολιτικές εκπομπές και συζητήσεις και μεγάλα αθλητικά γεγονότα (που τώρα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα περάσουν σε συνδρομητικά κανάλια); Ένα γενικευμένο περιβάλλον παραθύρων, σίριαλ που κάνουν κακό στην πνευματική υγεία, εμπορικών ταινιών και διαρκούς ασημαντότητας, αυτό είναι που ονειρεύονται ως τηλεοπτικό τοπίο οι εμπνευστές των χτεσινών μέτρων;
Τι μπορεί να γεννηθεί μετά από αυτόν τον ξαφνικό θάνατο; Πάντως όχι, φοβούμαι, το καλύτερο.