Α??ν η Ελλάδα πέσει στα βράχια θα κλιμακωθεί μια διεθνής συζήτηση για το ποιος θα έχει την ευθύνη γι’ αυτό. Εντάξει, όλοι μας γνωρίζουμε τις ευθύνες του εγχώριου πολιτικού συστήματος, τις παλινωδίες, την ατολμία και την έλλειψη όρεξης για πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Κρίσιμο ρόλο έπαιξαν όμως και οι διεθνείς παίκτες, οι οποίοι οδήγησαν την κατάσταση σε αδιέξοδο τραβώντας το σχοινί πολύ περισσότερο από ό,τι άντεχαν η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το Βερολίνο θέλησε από την πρώτη στιγμή της κρίσης να εμπλέξει το ΔΝΤ και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Ηταν προσωπική επιλογή του κ. Σόιμπλε. Οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε μια τιμωρητική διάθεση απέναντι στην Αθήνα, αλλά και στην ανάγκη να υπάρξει ένα φύλλο συκής απέναντι στη γερμανική κοινή γνώμη πριν αποφασισθεί η παροχή βοήθειας. Οι θεωρίες περί πρόθεσης των ΗΠΑ να βάλουν πόδι στην Ευρώπη μέσω ΔΝΤ είναι μάλλον αστείες, ειδικά αν αναλογισθεί κανείς τη μεγάλη κόντρα Ουάσιγκτον – Βερολίνου για την ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας. Το ΔΝΤ έκανε πολλά λάθη, διαφόρων ειδών. Οταν μπορούσε να πιέσει για διαρθρωτικές αλλαγές αντί για στυγνές περικοπές δεν το έκανε, διότι ο κ. Στρος – Καν λειτουργούσε «πολιτικά» και δεν ήθελε να πιέσει την κυβέρνηση Παπανδρέου. Υποτίμησε απίστευτα, σχεδόν ανόητα, τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα είχε στην ελληνική οικονομία η κρίση του τραπεζικού συστήματος, το απαγορευτικό κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Πώς θα αυξάνονταν οι εξαγωγές υπό αυτές τις συνθήκες; Πώς θα άλλαζε η παραγωγική δομή της χώρας χωρίς χρήμα; Το ΔΝΤ ήταν επίσης αυτό που υποστήριζε από την πρώτη στιγμή ότι δίχως αναδιάρθρωση του χρέους το πρόγραμμα δεν θα έβγαινε. Υποσχόταν σε τακτά διαστήματα ότι θα πιέσει αφόρητα τους Ευρωπαίους προκειμένου να βρεθεί λύση στο χρέος. Την κρίσιμη στιγμή υπαναχώρησε και δεν έθεσε καν το ζήτημα.
Η ΕΚΤ, από την πλευρά της, ακολούθησε σε κάθε βήμα το ΔΝΤ, εκτός από το ζήτημα του χρέους. Οταν τόλμησε η ελληνική κυβέρνηση να το θίξει ακροθιγώς, ο κ. Τρισέ έστειλε την περίφημη επιστολή που αποκάλυψε η «Κ», με την οποία προειδοποιούσε ότι αν τεθεί θέμα χρέους οι ελληνικές τράπεζες θα εξαφανισθούν. Κατά τ’ άλλα, όταν η Κομισιόν επέμενε να υπάρξει ένα νέο σύστημα επιτήρησης για την Ελλάδα, η ΕΚΤ αντιδρούσε έντονα.
Το Βερολίνο, από τη δική του πλευρά, αντιλαμβανόταν την ανάγκη μιας νέας συνεννόησης με την τρόικα, αλλά κολλούσε πάντοτε στην εμμονή του κ. Σόιμπλε να παραμείνει το ΔΝΤ μέρος του προγράμματος.
Ετσι φτάσαμε στον περασμένο Σεπτέμβριο. Η επιλογή άρχισε να γίνεται σαφής. Αν η τρόικα επέμενε σε ένα νέο γύρο-μαμούθ η κυβέρνηση δεν θα άντεχε, θα έπεφτε. Η Κομισιόν έβλεπε το πρόβλημα, ο κ. Γιουνκέρ έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά ΔΝΤ και ΕΚΤ ήταν άτεγκτοι. Η κ. Λαγκάρντ είχε ξεκαθαρίσει ότι χωρίς «περισσότερο αίμα» η διαπραγμάτευση δεν θα έκλεινε. Η κ. Μέρκελ έκανε ότι δεν άκουγε τίποτα περί ρύθμισης του χρέους και υποστήριζε ότι «έχει ξοδέψει πολύ κεφάλαιο για την Ελλάδα και την Πορτογαλία και χωρίς στήριξη από τον κ. Σόιμπλε δεν μπορούσε να κάνει τίποτα». Τα μεγάλα funds που έχουν επενδύσει στη χώρα μας προειδοποιούσαν ότι με τη σκληρή πολιτική η Ελλάδα θα μπει σε μεγάλη πολιτική κρίση, η ανάκαμψη θα απειληθεί σοβαρά, οι όποιες μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει θα ανατραπούν σε ένα βράδυ. Η Ουάσιγκτον δεν πίεσε και ο Νο2 του ΔΝΤ κ. Λίπτον δεν σήκωσε ποτέ το τηλέφωνο. Το Πεκίνο, που έπαιξε κρίσιμο ρόλο το 2012, δεν θέλησε να παρέμβει.
Πριν από περίπου ενάμιση μήνα δόθηκε μια σκληρή μάχη στο παρασκήνιο. Η Κομισιόν έχασε, η ΕΚΤ απείχε, το ΔΝΤ επικράτησε. Το γιατί δεν το έχουμε μάθει ακόμη. Μία εξήγηση είναι ότι ΔΝΤ και Σόιμπλε αποφάσισαν από κοινού ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ερχόταν στην εξουσία είτε με συμφωνία με την κυβέρνηση είτε χωρίς. Τράβηξαν, λοιπόν, το χαλί και επίσπευσαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αν τα πράγματα πάνε στραβά είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιοι θα χάσουν. Το ΔΝΤ έχει απολύτως εξασφαλισμένα τα δανεικά προς την Αθήνα. Η Ευρώπη μπορεί να θεωρεί ότι δεν υπάρχει πια συστημικός κίνδυνος από την Ελλάδα, αλλά αυτό θα φανεί μόνο στο τέλος του επεισοδίου. Το Βερολίνο θα πρέπει να εξηγήσει στους Γερμανούς γιατί αυτό που η καγκελάριος αποκαλούσε ελληνικό επίτευγμα κατέρρευσε. Οι Ελληνες πολίτες θα υποφέρουν. Σε ακαδημαϊκά σεμινάρια με όλους τους πρωταγωνιστές ένα μεγάλο ζήτημα ενδέχεται να είναι «ποιος έχασε την Ελλάδα;».