Who cares?

Αγγελική Σπανού 03 Ιουλ 2017

Από τη στιγμή που βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την μπόχα των σκουπιδιών τα υπόλοιπα ξεχάστηκαν. Ας τα ξαναθυμηθούμε:
Η κυβέρνηση λέει πως στο τελευταίο Eurogroup κέρδισε, η αντιπολίτευση την καταγγέλλει πως έχασε. Καμία έκπληξη. Δεν θυμάμαι κάποια κρίσιμη για υπόθεσή μας Σύνοδο Κορυφής ή ένα καθοριστικό συμβούλιο υπουργών της ΕΕ που να μην πανηγυρίστηκε από τη μια πλευρά και να μην επικρίθηκε από την άλλη. Αλλωστε δεν είναι στην κουλτούρα μας η λογική των συναινέσεων και των συμβιβασμών ούτε φυσικά η έννοια της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Πιο πολύ μας ταιριάζει το κλίμα του πολέμου, εμείς και οι άλλοι, Δαβίδ εναντίον Γολιάθ ή, κατά την ανάγνωση των αντιπάλων, loosers και καρπαζοεισπράκτορες απέναντι στους ισχυρούς ξένους. Κάπως έτσι βραχυκυκλώσαμε σε σκληρές διαπραγματεύσεις και στην καταγγελία τους, σε ηρωικές διεκδικήσεις και στην αποδόμησή τους, σε περίστροφα στο τραπέζι και σε νυχτερινές διπλωματικές ίντριγκες.
Σαν να παρακολουθούμε θρίλερ. Μυστήριο, suspens, βία, ανατροπές αλλά το τέλος, λίγο-πολύ, προβλέψιμο, ο πρωταγωνιστής σώζεται όπως-όπως και η ζωή συνεχίζεται.
Εχουμε κατά κάποιον τρόπο εθιστεί. Επτά χρόνια τώρα, χρόνια μνημονίων, όλο κάτι σοβαρό διακυβεύεται, όλο και βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο, μια κρίσιμη καμπή, ένα όριο. Και όλο, τελικά, τη σκαπουλάρουμε, με αμυχές, αναπνευστικά προβλήματα, κάποτε και ακρωτηριασμούς. Επομένως είμαστε πάντα έτοιμοι για τη μάχη και την αντιφατική περιγραφή της, ο ένας να λέει ότι τα πήρε όλα, ο άλλος ότι τα έχασε όλα, αφού δεν έχουμε ζήσει κάτι άλλο από τότε που βρεθήκαμε στη δίνη της κρίσης.
Η ιδέα είναι ότι πρόκειται για κάτι σαν ποδοσφαιρικό αγώνα, η μια ομάδα σκοράρει, η άλλη βλέπει τη μπάλα στα δίχτυα της και η κερκίδα ενθουσιάζεται ή απογοητεύεται, βρίζει τον διαιτητή ή τον προπονητή, επιτίθεται στους παίκτες ή τους αποθεώνει, δικαιώνεται ή πέφτει από τα σύννεφα – τα γνωστά. Οι απλουστεύσεις είναι, άλλωστε, δυνατό μας σημείο. Ποιος θα καταλάβει από σύνθετες περιγραφές και λίγο πιο προχωρημένες σκέψεις; Μιλάς για θρίαμβο ή για πανωλεθρία, για επιτυχία ή για φιάσκο και όλοι καταλαβαίνουν τι θέλεις να πεις. Ετσι κι αλλιώς, δεν είναι της εποχής ο ενδιάμεσος χώρος σε όλα τα επίπεδα ούτε φυσικά η σχετικότητα.
Το πρόβλημα για όσους παίρνουν μέρος στο παιχνίδι είναι ότι δεν υπάρχει κοινό. Οι περισσότεροι βαριούνται και νυστάζουν. Παρακολουθούν μόνο και μόνο επειδή δεν τους βγάζει κάπου αλλού το ζάπινγκ. Αν εκείνη την ώρα παίζει Survivor, δεν υπάρχει δίλημμα. Η επιλογή είναι εύκολη.
Διανύουμε, άλλωστε, το υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι. Με χρέη ή χωρίς μπανάκια θα κάνουμε. Η βάρδια στο Μαξίμου και στην ΝΔ θα βγάζει non papers και καυτές ανακοινώσεις. Η κεντροαριστερά θα ψάχνει κάτι για να διαφοροποιηθεί και από την κυβέρνηση και από την αξιωματική αντιπολίτευση. Οι πολιτικοί αρχηγοί θα αναζητούν μια πετυχημένη ατάκα πριν φύγουν διακοπές. Οι βουλευτές επαρχίας θα ξαναβρεθούν με τους ψηφοφόρους τους σαν παραθεριστές προσπαθώντας να μην πολυγίνει αντιληπτός ο οδηγός του κρατικού αυτοκινήτου τους. Οι υπουργοί θα εξαρτηθούν από το κλιματιστικό τους γιατί η φύση της δουλειάς δεν επιτρέπει μεγάλα διαλείμματα, αφού όσο και να προσέξεις σε παίρνουν χαμπάρι. Οι δημοσιογράφοι που ασχολούμαστε με την πολιτική θα αναλύουμε την κατάσταση και σε λίγο (πλήττω και μόνο που του σκέφτομαι) θα μιλάμε και θα γράφουμε για τη στρατηγική των κομμάτων ενόψει ΔΕΘ. Κάπως έτσι δεν θα έρθει το τέλος του μικρόκοσμου – αλλά who cares?
ΥΓ: Τυχεροί όσοι βρεθήκαμε στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσουμε τη συγκλονιστική παράσταση “Επτά επί Θήβας” (παραγωγής ΚΘΒΕ) σε σκηνοθεσία Τσ. Γκραουζίνις με πρωταγωνιστή τον Γ. Στάνκογλου. Δεν είναι ότι η πολιτική τραγωδία του Αισχύλου πυροδοτεί σε κάθε ανάγνωσή της νέες σκέψεις. Ούτε μόνο ότι ο πρωταγωνιστής κατάφερε “δι ελέου και φόβου” να μεταδώσει την κάθαρση εκπέμποντας ενέργεια από κάθε κύτταρό του. Δεν είναι απλώς ότι ο Λιθουανός δημιουργός έφτιαξε μια απίστευτα υποβλητική ατμόσφαιρα δίνοντας διονυσιακό περιεχόμενο στο συλλογικό άγχος της καταστροφής και αναδεικνύοντας την ψυχαναλυτική διάσταση ενός εμφύλιου σπαραγμού. Είναι ακόμη ότι όλα μαζί, η μαγεία της Επιδαύρου, της σκηνοθεσίας, της υποκριτικής, του τραγικού λόγου, της συγκίνησης του κοινού, μας θύμισαν από πού ερχόμαστε, τι μπορούμε και πού δεν πάμε.