We are all greeks. Αν υποψιάζονταν τα πατριωτικά τηλεοπτικά κανάλια και τα εθνοπρεπή σάιτ του διαδικτύου ότι το πρωτότυπο σύνθημα ήταν κάποτε «είμαστε όλοι γερμανοεβραίοι», θα αναπαρήγαγαν το χάπενινγκ με λιγότερο ενθουσιασμό. Έλα ρε Φώτη, λέει το αδελφάκι μου, εμένα μ’ αρέσει, μην είσαι τόσο ορθολογιστής, ανθρώπινο είναι, όλοι θέλουμε υποστήριξη. Όλοι θέλουμε, έτσι είναι, αρκεί αυτή την υποστήριξη να μην τη δημιουργούμε μόνοι μας, βασισμένη στις δικές μας ιδεοληψίες. Πενήντα Έλληνες της διασποράς σε κάθε πόλη και πέντε ευαίσθητες ψυχές, φιλέλληνες που κουνάνε ελληνικές σημαίες.
Πού είναι τα διεθνή δίκτυα, που ρωτάει και ο Θανάσης Χειμωνάς, γιατί όλα είναι εικόνες από κινητά τηλέφωνα; Το θέμα όμως δεν είναι μόνο αυτό, είναι κι ότι εμάς δεν μας συνέβη καμιά φυσική καταστροφή, δεν έγινε κανένας πόλεμος, σε τι ακριβώς μας υποστηρίζουν; Είμαστε το είδος προς εξαφάνιση έλληνες-έλληνες και μας συμπαραστέκονται; Η συμπαράσταση στις δύσκολες ώρες που περνάμε μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Αλλιώς, το συρτάκι στο Τροκαντερό είναι απλώς φολκλόρ που αναπαράγει τις δικές μας ανάδελφες θεωρίες περί ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Βοηθήστε αυτούς τους κακόμοιρους χαρούμενους μεσογειακούς που χορεύουν και διασκεδάζουν, τα άμυαλα τζιτζίκια. Όταν δεν είναι η λάθος πολιτική υποστήριξη, ακόμα χειρότερα, αυτή που λέει ότι πράγματι εμείς μια χαρά είμαστε και ξαφνικά δεχτήκαμε την αναίτια επίθεση του στρατού κατοχής των βορείων που μας ζηλεύουν. Το διεθνές κίνημα συμπαράστασης στην Ελλάδα είναι τόσο «ελληνικό», σε όλα του, όσο δεν πάει άλλο.
Arbeit macht frei. Γενικά η κατανόηση από τους Ευρωπαίους του ελληνικού προβλήματος είναι δύσκολη και όταν μας υποστηρίζουν και όταν μας κατηγορούν. Ο μιντιακός αναλφαβητισμός δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ούτε ο λαϊκισμός. Δηλώσεις του κυρίου Ρέσλερ, υπουργού Οικονομικών, προς τους Έλληνες: Πρέπει να πηγαίνετε στις επιχειρήσεις σας 2 ώρες νωρίτερα το πρωί και να φεύγετε 1 ώρα μετά τον τελευταίο το βράδυ. Αν αυτό νομίζεις ότι είναι το πρόβλημα, φτωχό μου παιδάκι δεύτερης γενιάς που βιάζεσαι να γίνεις πιο Γερμανός κι από τους Γερμανούς, είσαι απλώς ηλίθιος. Δεν έχουμε επιχειρήσεις, φίλε, δεν έχουμε δουλειές, αυτό είναι το πρόβλημά μας. Είμαστε 2,8 εκατομμύρια συνταξιούχοι, 1 εκ. δημόσιοι υπάλληλοι, 1 εκ. άνεργοι και δουλεύουνε λιγότεροι ως ποσοστό του πληθυσμού από όσους δεν δουλεύουν. Επιχειρήσεις δεν έχουμε, αλλιώς όσοι δουλεύουνε σε τέτοιες, δουλεύουνε περισσότερο από σένα. Απλώς δεν φτάνουν για να ζήσουν όλους τους υπόλοιπους.
Keep walking Greece. Γι’ αυτό περισσότερο απ’ όλα αυτά, πιο σωστή και προοδευτική ήταν απλώς μια διαφήμιση. Με νέα πρόσωπα, καθημερινά, που περπατάνε δίπλα ο ένας στον άλλο, υποστηρίζοντας ο ένας τον άλλο, ενωμένοι στο τέλος όλοι στις ελληνικές πλατείες και τους ελληνικούς δρόμους, ξανά στην πορεία, μαζί. Συνεχίζουν, δεν σταματάνε, ποτέ δεν είναι μόνοι. Δεν είναι τυχαίο που η ανώνυμη ηλιθιότητα του διαδικτύου, αυτή που εκστασιάστηκε με το συρτάκι στον πύργο του Άιφελ, για τη διαφήμιση επεφύλαξε δηλητηριώδη σχόλια. Αναμενόμενο. Μιλάει για συνέχιση της πορείας, για υπερπήδηση εμποδίων, για συνεργασία, για αλληλεγγύη, για ενότητα, για δημιουργία, για το μέλλον. Στο βασίλειο της γκρίνιας, της ακινησίας, της διαφύλαξης των δανεικών κεκτημένων του παρελθόντος, η συλλογική προσπάθεια ενός λαού, η στηριγμένη στις δικές του δυνάμεις, είναι άγνωστες λέξεις, επικίνδυνες.
Κλειστά για πάντα. Λένε τα μαύρα συνθήματα στις σπασμένες βιτρίνες. Ο κύριος Ρουμπινί είναι πάλι στην Ελλάδα, τώρα προαναγγέλλει τη χρεοκοπία μας, την επιστροφή στη δραχμή, για το 2013. Δυο χρόνια τώρα κάθε μήνα το προβλέπει, κάποτε θα πέσει μέσα. Συμφωνούν μαζί του οι διανοούμενοι της αριστεράς, οι οικονομολόγοι αφρικανικών σπουδών και η στρατευμένη δημοσιογραφία. Περίεργο το κίνημα της αγανάκτησης σ’ αυτή τη χώρα, έτσι; Αντίσταση στη λιτότητα κάνουν αυτοί που προπαγανδίζουν την ολοκληρωτική πτώχευση και οι πιο οργισμένοι με την ύφεση και την ανεργία είναι αυτοί που θέλουν τα μαγαζιά «κλειστά για πάντα».
Το lifestyle της πτώχευσης. Σε άρθρα που γράφτηκαν πρόσφατα με αφορμή τη χρεοκοπία της Imako, διάβασα και δικές μου φράσεις. Θα ήθελα να διευκρινίσω, επειδή δεν ήταν προφανές, ότι είναι φράσεις γραμμένες πριν 15 χρόνια. Αυτή την ώρα δεν θα ένιωθα καμία επιθυμία να γράψω κάτι σχετικό. Κι αυτό όχι μόνο από λόγους τακτ και απλής ανθρώπινης ευγένειας. Αλλά και γιατί παρατηρώ τον τελευταίο καιρό ότι σήμερα, το 2012, υπάρχουν και κάποιοι που επιχειρούν να αναστήσουν φαντάσματα της δεκαετίας του ’90, να αναδείξουν βολικούς εχθρούς περασμένης εποχής, για να καλύψουν τους σημερινούς, τη δικιά τους βαθιά συντηρητικότητα: την κομματική διανόηση του εξαργυρώσιμου λαϊκισμού, την επικολυρική δημοσιογραφία της δραχμής, την πάντα επιδοτούμενη από υπουργεία «τέχνη για το λαό», τον επιχορηγούμενο κρατικό συνδικαλισμό, τις καριέρες των κομματικών γραφείων, τη μαυραγορίτικη επιχειρηματικότητα, την πνιγερή ατμόσφαιρα της γραφειοκρατίας, την γκρίζα συνωμοσία των μετρίων που έχει οδηγήσει τη χώρα σε ασφυξία. Να καλύψουν τον ελληνικό ληστρικό παρασιτισμό δηλαδή, αυτόν που ήταν και ο μόνος άλλωστε που γοητεύτηκε από εκείνο το lifestyle που τώρα με «αγανάκτηση» αποκηρύσσει.