Υποκλοπές και δημοκρατία

Γιάννης Μεϊμάρογλου 01 Οκτ 2022

Η συζήτηση που άνοιξε με την καταγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη για την απόπειρα παρακολούθησης του τηλεφώνου του με το λογισμικό predator που συνοδεύτηκε από την αποκάλυψη της «νόμιμης» επισύνδεσής του από την ΕΥΠ, φαίνεται να ακολουθεί την «παραδοσιακή» πορεία διαλεύκανσης των θεσμικών δυσλειτουργιών που ταλανίζουν τη χώρα. Η κομματική αντιπαράθεση που ξέσπασε, αξιοποιήθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση περισσότερο για την προώθηση των εξαγγελιών της περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» την οποία ο πρωθυπουργός ονόμασε «τερατογένεση» παρουσιάζοντάς την ως το μοναδικό εναλλακτικό σενάριο στην αυτοδυναμία του. Οι εργασίες της «εξεταστικής επιτροπής» που έρχονται καθημερινά με «απόρρητο» τρόπο στο φως της δημοσιότητας προϊδεάζουν για αλληλοσυγκρουόμενα κομματικά συμπεράσματα. Η συνέχεια στις δημοσκοπήσεις.

Αλλά και το κομμάτι της αντιπαράθεσης που αφορούσε στην θωράκιση της θεσμικής λειτουργίας της ΕΥΠ δεν υπεισήλθε στην ουσία του προβλήματος. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι αν θα χρειάζονται μία ή δύο υπογραφές εισαγγελέων για την έγκριση μιας παρακολούθησης αλλά ποιες νόμιμες προϋποθέσεις και ποιες συνταγματικές πρόνοιες πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί η σχετική εντολή. Ο πρωθυπουργός είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα, υπεραμυνόμενος ταυτόχρονα της νομιμότητας της επισύνδεσης που ο ίδιος ωστόσο «δεν θα επέτρεπε». Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενος στη «δική του» επισύνδεση, απάντησε κι αυτός ότι δεν γνώριζε τίποτα και ότι άφησε την ΕΥΠ «να κάνει τη δουλειά της». Έτσι κι αλλιώς η Αριστερά έχει κατοχυρώσει ιστορικά το δικαίωμα στην εσωκομματική καχυποψία…

Οι συνταγματολόγοι, με την εξαίρεση εκείνων που διατύπωσαν την άποψή τους προσηλωμένοι στο πνεύμα των σχετικών άρθρων του συντάγματος, δεν κατάφεραν να βγάλουν τα χρωματιστά τους γυαλιά επιδιώκοντας την εξυπηρέτηση περισσότερο των κομματικών σεναρίων παρά των συνταγματικών επιταγών. Το θέμα ωστόσο δεν είναι να βγει κερδισμένη κάποια πολιτική δύναμη από αυτή τη σκοτεινή υπόθεση αλλά να κερδίσει η χώρα σε θεσμική και δημοκρατική αξιοπιστία. Το επιβεβλημένο «απόρρητο» πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της υπεράσπισης της κυριαρχίας της χώρας από ανεπιθύμητες επεμβάσεις στο εσωτερικό της χωρίς να γίνεται πρόσχημα για εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Η τραγική συνέπεια από τον τρόπο που διεξάγεται η δημόσια συζήτηση για τις υποκλοπές αποτυπώνεται στις κοινωνικές αντιδράσεις. Κυριαρχούν αντιλήψεις όπως «τώρα κατάλαβαν κάποιοι ότι μας παρακολουθούνε όλους;» ή «άμα δεν έχεις τίποτα να κρύψεις, τι σε νοιάζει να ακούνε τι λες;». Μια κοινωνία δοκιμασμένη από σκληρές απανωτές κρίσεις θέτει, ασυνείδητα έστω, το πρόβλημα του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών σε δεύτερη μοίρα. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι ηγεσίες του δικομματισμού κυρίως δεν ενδιαφέρθηκαν τόσο για τις δυσοίωνες προοπτικές τέτοιων απόψεων στη θεσμική λειτουργία της δημοκρατίας όσο για τις δημοσκοπικές συνέπειες των υποκλοπών.

Να μην συνειδητοποιεί ο πρωθυπουργός ότι, ανεξάρτητα από τις δημοσκοπήσεις, θα βρει στο μέλλον μπροστά του οτιδήποτε σκιάσει την αξιοπιστία των θεσμών; Να μην συνειδητοποιεί, έστω και τώρα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι «αρμοί της εξουσίας» δεν προσφέρονται για παιχνίδια της κάλπης; Να μην συνειδητοποιεί η κοινωνία των πολιτών ότι η αδιαφορία για τα θέματα των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και η ανοχή στη χαλάρωση δημοκρατικών αρχών μπορεί ν’ ανοίξει το δρόμο σε μια «δική μας» Giorgia Meloni που θα βάλει τη χώρα σε νέες απρόβλεπτες και επικίνδυνες περιπέτειες;

Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 01/10/2022

Πηγή: www.tanea.gr