Το βασικό επιχείρημα αυτού του άρθρου είναι ότι ο συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός του πλανήτη, που υπερδιπλασιάστηκε στη Μεταπολεμική περίοδο και που θα προσεγγίσει τα 10 δισεκατομμύρια το 2050, καθώς και η παραγωγική οργάνωση για την εξυπηρέτηση των καταναλωτικών αναγκών αυτού του πληθυσμού, οδήγησαν στην έκλυση τεράστιων όγκων αερίων του θερμοκηπίου που κατέστρεψαν το στρώμα του όζοντος και ανέτρεψαν τις κλιματικές ισορροπίες του πλανήτη. Με συνέπεια την δραστική ανισορροπία του περιβάλλοντος που διαρκώς ενισχύεται και μεταβάλλει το κλίμα του πλανήτη μας, οδηγώντας σε αλλαγές στα μοτίβα χιονιού και βροχοπτώσεων, αύξηση των μέσων θερμοκρασιών, και ακραία κλιματικά φαινόμενα όπως τυφώνες , καταιγίδες, καύσωνες, πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές.Το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στον αναπτυγμένο κόσμο, αλλά αφορά εξίσου και τον αναπτυσσόμενο και τον υπανάπτυκτο κόσμο, θα λειτουργήσει αντισταθμιστικά στις παραπάνω πλανητικές τάσεις κλιματικής αλλαγής.
Για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν ανεπαίσθητη. Μέχρι το 1700, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε από περίπου 200 εκατομμύρια σε περίπου 600 εκατομμύρια. Έκτοτε, ακολούθησε μια ραγδαία αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη. Στη μεταπολεμική περίοδο, ο πληθυσμός προσέγγισε τα 3 δισεκατομμύρια το 1960, και τα 4 δισεκατομμύρια το 1975. Από τότε έχει περίπου διπλασιαστεί , στα 7,6 δισεκατομμύρια, και θα προσεγγίσει μια κατάσταση πληθυσμιακής σταθερότητας στα 10 δισεκατομμύρια άτομα το 2050 και, στη συνέχεια, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αρχίσει να μειώνεται, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Ευτυχώς, διότι οι παντός είδους παραγωγικοί πόροι του πλανήτη εξαντλούνται πλέον και, επίσης, η έντονη παραγωγική διαδικασία των τελευταίων αιώνων έχει προξενήσει ανήκεστο βλάβη στο κλίμα, με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τις ζωές, τις υποδομές και τα περιουσιακά στοιχεία των ανθρώπων. .
Η συνεχής πίεση στο οικοσύστημα οφείλεται (α) στην συνεχή αύξηση του πληθυσμού σε όλες τις περιοχές του πλανήτη στον 20ο Αιώνα, και (β) στο καταναλωτικό πρότυπο που υιοθέτησε ο Δυτικός Κόσμος, και στη συνέχεια μεταδόθηκε και στο Δεύτερο και στον Τρίτο Κόσμο. Η αδιάκοπη και άσκοπη αύξηση , αφενός, του πληθυσμού και, αφετέρου, της συνολικής ζήτησης, οδήγησε σε όλο και μεγαλύτερη (διαδοχική) κατανάλωση κάρβουνου, πετρελαίουκαι φυσικού αερίου(ορυκτά καύσιμα) για την λειτουργία των παραγωγικών μονάδων καθώς και των συστημάτων μεταφορών, με αποτέλεσμα την έκλυση τεραστίων όγκων αερίων του θερμοκηπίου τα οποία προκάλεσαν κλιματικές αλλαγές σε όλο τον πλανήτη.
Όπως γράφει ο καθηγητής Κώστας Καρτάλης, σύμφωνα με την Επιστημονική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή, για να επιτευχθεί ο ευρωπαϊκός στόχος πρέπει η μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου να μειωθεί κατά 90-95% το 2040 σε σχέση με το 1990. Προς τούτο η Επιτροπή εξέτασε περισσότερα από 1.000 σενάρια, εκ των οποίων μόνο 36 ήταν συμβατά με τους στόχους συγκράτησης της παγκόσμιας θέρμανσης και μείωσης των αερίων θερμοκηπίου. Κοινός τόπος όλων, η μείωση της ζήτησης ενέργειας, η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και η σταδιακή εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων.
Η κλιματική κρίση αποτελεί τον κυριότερο υποκείμενο παράγοντα επίδρασης στην παγκόσμια οικονομία μέσω του πληθωρισμού. Η πρόσφατη αναζωπύρωση του πληθωρισμού οφείλεται, βεβαίως, στη κατάχρηση της μονοπωλιακής θέσης των εταιριών παραγωγής και διάθεσης ενέργειας, στην περίοδο μετά την Πανδημία. Αλλά , η ουσιαστική και μακροπρόθεσμη αιτία είναι η κλιματική αλλαγή.
Οι μεγάλες καταστροφές στις σοδειές του βαμβακιού στις χώρες παραγωγής της Ν.Α. Ασίας οδήγησαν στα ύψη τις τιμές των προϊόντων ένδυσης σε όλο τον πλανήτη. Οι τιμές των δημητριακών, του ρυζιού και άλλων τροφίμων και ζωοτροφών απογειώθηκαν λόγω της εκτεταμένης ξηρασίας στην Ευρασία και στη Βόρεια Αμερική.
Έχει περάσει μισός αιώνας από τη Διεθνή Διάσκεψη για το περιβάλλον που πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη το 1972 και την περίφημη διακήρυξη των είκοσι έξη (26) Αρχών.Η αποτυχία των μεγάλων χωρών να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους οδήγησε σε νέες διεθνείς συμφωνίες , με πιο πρόσφατη την συμφωνία για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, τους οποίους τα κράτη - μέλη διατύπωσαν με μεγάλη φανφάρα το 2015. Τώρα φαίνονται οι επιπτώσεις αυτής της αποτυχίαςγια την μείωση των ρύπων στην ατμόσφαιρα. Οι κυριότεροι ρυπαντές του πλανήτη είναι οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ευρώπη.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος EricNordhaus έχει εκτιμήσει ότι με βάση μια γενική ανάλυση Κόστους-Οφέλους, η θερμοκρασία του πλανήτη μπορεί να αυξηθεί κατά 4°C. Τώρα, η αύξηση βρίσκεται στους 1.3°C. Εάν αυξηθεί ένα ακόμα βαθμό, τότε θα υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα εάν θα εξασφαλιστεί η ποσότητα των τροφίμων για το σύνολο του πληθυσμού, αλλά θα δημιουργηθεί και μεγάλη αστάθεια στις διεθνείς μεταφορές.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το ιστορικό εκκρεμές έχει κινηθεί από τον υπερπληθυσμό και την έντονη παρουσία των νεότερων ηλικιών στο άλλο άκρο, όπου έχουμε σταθεροποίηση και, μετά το 2050, μείωση του πληθυσμού αλλά με μεγάλη σχετική αύξηση των ηλικιωμένων ατόμων.
Πρέπει, όμως, να αναγνωριστεί ότι ένας μικρότερος και πιο ηλικιωμένος πληθυσμός θα επιδρά πιο ευνοϊκά στο περιβάλλον του πλανήτη. Εκτιμάται ότι εάν η ανθρωπότητα καταφέρει να μην επιβαρύνει περισσότερο τον πλανήτη στα επόμενα 20-30 χρόνια, τότε στο δεύτερο μισό του 21ου Αιώνα θα βελτιωθεί σημαντικά τόσο το περιβάλλον όσο και το κλίμα του πλανήτη. Αυτή η εκτίμηση αποτελεί και το αισιόδοξο σενάριο για την επιβίωση της ανθρωπότητας, διότι θα επιτρέψει και στις νεότερες γενιές να ζήσουν και να ευημερήσουν σε ένα φιλικό πλανήτη, με επαρκείς πόρους και καλό κλίμα.