«Γνωρίζομεν ότι κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του». Αυτή η φράση των Αθηναίων που διαπραγματεύονταν την παράδοση των Μηλίων το 416 π.Χ. παρμένη από την Ιστορία του Θουκυδίδη (μετ. Ελευθερίου Βενιζέλου) αποτελεί το ψωμοτύρι της «ρεαλιστικής» θεώρησης των διεθνών σχέσεων και της πολιτικής. Το ίδιο τροπάρι επικαλούνται όσοι ανυπομονούν να δουν τους Ουκρανούς να συνθηκολογούν και να υποτάσσονται στην ισχύ της Ρωσίας του Πούτιν. Λιγότερο μνημονεύεται η απάντηση των Μηλίων: «Είναι προφανές ότι ημείς που είμεθα ακόμη ελεύθεροι θα απεδεικνύαμεν πολλήν ταπεινότητα και αναδρίαν, εάν δεν εδοκιμάζαμεν τα πάντα προτού γίνωμεν δούλοι». Την ίδια απάντηση έδωσαν οι Ουκρανοί εκπλήσσοντας τη διεθνή κοινή γνώμη, και ασφαλώς τον Πούτιν. Οι Μήλιοι αντιστάθηκαν, περίμεναν τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων που δεν ήρθε και καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει την ηθική σημασία της αντίστασης στον κατακτητή.
Οι Ουκρανοί είναι πιο τυχεροί. Είδαν στο εσωτερικό της χώρας να αναβλύζει μια ορμητική εθνική-λαϊκή ενέργεια που τους μετέτρεψε σε ελάχιστο χρόνο από κλασικό παράδειγμα «διχασμένης κοινωνίας» όπως την περιέγραφαν όλα τα εγχειρίδια, σε συμπαγές και αξιόμαχο έθνος-κράτος. Και είδαν επίσης να έρχεται από τη Δύση, την Αμερική και την Ευρώπη μαζί, βοήθεια και αλληλεγγύη που μετρίασε «την δύναμιν τού ισχυρού». Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι οι Ουκρανοί και όλοι εμείς, σε αντίθεση με τους Μήλιους, ζούμε σε έναν Κόσμο όπου «η δύναμη επιβολής του δικαίου» έχει επιμεριστεί, έχει οργανωθεί σε διεθνείς κανόνες και θεσμούς, τόσο ώστε ακόμα και οι Υπερδυνάμεις να μην έχουν το ελεύθερο να καταπατούν ανέξοδα τα πιο αδύναμα κράτη. Παράλληλα, στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, «η δύναμη επιβολής του δικαίου» διαμοιράστηκε σε πολίτες και θεσμούς ώστε ακόμα και οι Ισχυροί να υπόκεινται στους δημοκρατικούς κανόνες. Κοντολογίς, η φιλελεύθερη δημοκρατία στο εθνικοκρατικό επίπεδο από τη μια, και από την άλλη, το διεθνές δίκαιο που στηριζόταν στον σεβασμό της εθνικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας όλων των κρατών, αποτέλεσαν την πιο προωθημένη προσπάθεια ελέγχουν της Ισχύος από το Δίκαιο – και ειδικά, της ισχύος των λίγων από το δίκαιο των πολλών.
Υπ’ αυτή την έννοια, η επιδρομή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία συνιστά μια φοβερή ιστορική οπισθοδρόμηση, με γεωπολιτικές, ηθικές και ιδεολογικές διαστάσεις. Άλλωστε ο ίδιος ο Πούτιν, για να μην αναφέρουμε τις εξαλλοσύνες του πρώην προέδρου Μεντβέντεφ, δεν έκρυψε αυτές τις διαστάσεις. Στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων, πρωτοκαθεδρία της ισχύος έναντι του διεθνούς δικαίου, απαξίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και του κράτους δικαίου, επιθετικότητα προς τη Δύση γενικότερα και την Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα, αντιδυτική συμμαχία των αυταρχικών καθεστώτων.
Χρειάζεται να υπογραμμίσουμε όλες αυτές τις διαστάσεις γιατί υπάρχει μια σαφής τάση απο-ηθικοποίησης και απο-ιδεολογικοποίησης της κριτικής στην εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία. Δεν μιλώ για τους ακραιφνείς πουτινόφιλους, αριστερούς ή δεξιούς, που υποστηρίζουν έτσι κι αλλιώς την εισβολή όντας πεπεισμένοι για τα δίκαια του ξανθού γένους. Μιλώ για απόψεις που καταδικάζουν μεν την εισβολή, βιαστικά όμως περνάνε στις «ευθύνες της Δύσης», στην καταγγελία παρελθόντων φαινομένων αυταρχισμού ή διαφθοράς στην Ουκρανία αδιαφορώντας για τη δικτατορική διακυβέρνηση Πούτιν, και καταλήγουν στη γνωστή σύσταση «Ζελένσκι συνθηκολόγησε» γιατί κινδυνεύει η παγκόσμια ειρήνη. Και όλα αυτά βεβαίως στο όνομα του «ρεαλισμού». Επιπροσθέτως, οι απόψεις αυτές καταγγέλλουν όσους υποτίθεται ότι επιζητούν την «ήττα της Ρωσίας».
Η άστοχη και μάλλον εκλογικίστικη δήλωση του Μακρόν «πώς να μην ταπεινωθεί η Ρωσία» ενθάρρυνε ανάλογες επιχειρηματολογίες. Άστοχη, γιατί το πραγματικό πρόβλημα που προκύπτει και από τον συσχετισμό στρατιωτικής δύναμης, είναι πώς δεν θα επιβραβευτεί η Ρωσία και πώς δεν θα νομιμοποιηθεί ο πόλεμος ως μέσω επιβολής του ισχυρού στον αδύναμο. Αλλιώς θα ξαναδούμε στο προσεχές μέλλον τις ίδιες εικόνες καταστροφής με τους κτηνώδεις βομβαρδισμούς πόλεων και αμάχων. Όπως μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 είδαμε την εισβολή το 2022. Το πραγματικό πρόβλημα είναι πώς δεν θα ταπεινωθεί η Ουκρανία συρόμενη να συνθηκολογήσει υπό συνθήκες πλήρους αδυναμίας. Παρόμοιες «συμβουλές» έχουν μια γερή δόση κυνισμού και ατιμίας. Η Δύση έχει υποχρέωση να σεβαστεί το δικαίωμα στην αντίσταση που κέρδισαν οι ίδιοι οι Ουκρανοί. Εξάλλου, παρά τις διαφοροποιήσεις, οι ηγεσίες των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών, συντονίζονται όλο και περισσότερο ώστε να συνδυάσουν την οφειλόμενη αλληλεγγύη στην αγωνιζόμενη Ουκρανία με την αναζήτηση διεξόδων που θα οδηγούσε σε παύση των πολεμικών επιχειρήσεων. Πράγματι, οι αποκλίσεις της στρατηγικής των ΗΠΑ από τη Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία μετριάζονται όπως άλλωστε πιστοποιεί η πρόσφατη δήλωση του Μπάιντεν: «δεν θέλουμε να παρατείνουμε τον πόλεμο μόνο και μόνο για να πλήξουμε τη Ρωσία» συμπληρώνοντας όμως «τίποτα για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία» (NYTimes, 31/5/2022). Ιδιαίτερο κεφάλαιο του συντονισμού αποτελεί η πίεση να βρεθεί διέξόδος για τα σιτηρά από τα οποία εξαρτάται η επιβίωση πολλών φτωχών χωρών. Όπως επίσης ειδικό κεφάλαιο αποτελεί η συμφωνία που αναζητούν και πρέπει να βρουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ στους τρόπους συμπερίληψης της Ουκρανίας στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, αναγνωρίζοντας τη συμβολή της στην υπεράσπιση ευρωπαϊκών αξιών.
Το πιθανότερο σενάριο, αν αποκλείσουμε την ολοσχερή επικράτηση του ενός ή του άλλου αντιμαχόμενου, είναι να παγώσει η σύγκρουση σε μια de facto ρωσική κατοχή εδάφους της Ουκρανίας, χωρίς να υπάρξει de jure αναγνώριση στο ορατό μέλλον. Θα ήταν πολύ δύσκολο μια δημοκρατική κυβέρνηση να πετύχει τη συναίνεση μιας εθνικής κοινωνίας για πράξη εκχώρησης εδάφους σε ξένη χώρα. Σε ένα τέτοιο σενάριο γίνεται ακόμα περισσότερο αναγκαία η ηθική και ιδεολογική κριτική του ιμπεριαλισμού και του εθνικιστικού επεκτατισμού της Ρωσίας. Οι δυτικές δημοκρατίες χρειάζονται να μετατρέψουν την τραγωδία του πολέμου σε αναγεννητικό σκίρτημα τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στην αναζήτηση μιας νέας διεθνούς τάξης στηριγμένης στον σεβασμό της εθνικής ακεραιότητας των κρατών και στον αποκλεισμό του πολέμου ως μέσου αλλαγής των συνόρων. Αν αντιθέτως, οι Δημοκρατίες συμβιβαστούν ή «συνηθίσουν» τον πόλεμο και την καταστροφή των αδύναμων σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους για να πάνε παρακάτω, θα έχουν εκχωρήσει την ιστορική πρωτοβουλία στους νέους αυταρχισμούς.
Ο σκοπός δεν είναι μια «ιδεολογική σταυροφορία» αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο. Είναι η εξασφάλιση των αναγκαίων όρων ώστε η μετάβαση σε έναν Κόσμο πολυκεντρικό, στον οποίο ανακατανέμεται η ισχύς μεταξύ Ανατολής και Δύσης, να γίνει με τις λιγότερες δυνατές συγκρούσεις. Διαφορετικά, ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία θα έχει απλώς ανοίξει την πόρτα του παγκόσμιου φρενοκομείου.
Πηγή: www.tanea.gr