Υπάρχει πράγματι συγκάλυψη. Και συγκάλυψη που έχει γίνει με διαχρονική, διακομματική και (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) διακοινωνική ευθύνη. Πίσω από το δυστύχημα δεν κρύβονται τα ξυλόλια, οι «γνωματεύσεις» των αποφοίτων γυμνασίου που αυτο-χρίστηκαν εμπειρογνώμονες, και οι αιτιάσεις των επισπευδόντων αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βρίσκεται, ένας ασυνείδητος σταθμάρχης - όνυχας του λέοντος, ενός ανερμάτιστου και αναποτελεσματικού κράτους.
Αν αυτόν τον «λέοντα» η κοινωνία, και δι' αυτής, τα κόμματα, επιθυμούσαν να τον αλλάξουν, προσωπικά δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα το κατάφερναν. Και ότι η κοινωνία δεν το επιθυμεί, αποδεικνύεται από πολλά παραδείγματα της πρόσφατης ιστορίας μας (εξορθολογισμός ασφαλιστικού συστήματος, εκπαίδευσης, διοίκησης δημοσίων οργανισμών, εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών κ.ά.), στα οποία η ετοιμότητα για στασιμότητα και αδράνεια προσπάθησε να ματαιώσει, και εν μέρει κατάφερε, κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης, όταν η μεταρρύθμιση αυτή, φαινόταν να χτυπά την πόρτα, όσων πίστευαν ότι τους θίγει.
Για να είμαστε δίκαιοι, η αναγνώριση αυτής της διαχρονικής ευθύνης της Πολιτείας για τη λειτουργία του κράτους διατυπώθηκε, τουλάχιστον, από τον π/θ σε διάφορες ομιλίες του. Όμως, η στιγμή και οι όροι, κάτω από τους οποίους διατυπώθηκε, την αποδυνάμωσαν, καθώς την έκαναν να μοιάσει περισσότερο με υπεκφυγή έναντι (έστω) αβάσιμων κατηγοριών, παρά ως σαλπιγκτήριο μήνυμα για επιβεβλημένες μεταρρυθμίσεις.
Μετά λοιπόν από όλα αυτά, ποιον από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος μπορεί να εμπιστευθεί, τάχα, ο πολίτης που αντιλαμβάνεται, ότι «είτε αλλάζουμε, είτε βουλιάζουμε»;
Η δική μου απάντηση, ενός δηλαδή πολίτη που ασπάζεται την άποψη ότι η πολιτική γίνεται με τους πολιτικούς (και τα κόμματα) που είναι διαθέσιμα, κι όχι απλώς επιθυμητά, αποκλείει διαρρήδην, όλο τον εσμό των κομμάτων που συντάχθηκαν πίσω από τη συνωμοσιολογία που ταλαιπωρεί μήνες τη χώρα.
Τι εμπιστοσύνη (μεμονωμένα), μπορεί να εμπνεύσει ένα σταλινικό απολίθωμα, μια λαϊκίστρια με υφέρποντα μουσολινικό λόγο, δυο απολειφάδια της ΠΦΑ (διακεκριμένοι κήρυκες όλοι τους της οπισθοδρόμησης και της στασιμότητας), δυο ακροδεξιά παραρτήματα του Πούτιν - κι ένας επιπόλαιος αρχηγός συστημικού κόμματος, που το χαντακώνει συναγελαζόμενος μαζί τους; Και πόσο απίθανο, αλλά και τρομακτικό στο ενδεχόμενό του, είναι να περιέλθει η διακυβέρνηση της χώρας στα χέρια ενός συνδυασμού της κακοφωνίας τους, η οποία ωστόσο - όχι και τόσο παραδόξως - «τα βρήκε» στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς της Δημοκρατικής Πολιτείας; Και πόσο πιθανό είναι όλοι αυτοί, που αρδεύουν ψήφους από το συνωμοσιολογικό, οπισθοδρομικό, αντιδραστικό, εχθροπαθές συλλογικό υπόβαθρο της βαθιάς ελληνικής κοινωνίας, να θελήσουν και να επιδιώξουν μεταρρυθμίσεις;
Τι απομένει λοιπόν, πέραν από την επιλογή του Κ. Μητσοτάκη; Και με την επιλογή αυτή, όλα καλά; Κάθε άλλο. Ενώ στην πρώτη τετραετία μάς έπεισε ότι με τις ψηφιακές υπηρεσίες, την αντιμετώπιση της πανδημίας, των προκλήσεων κατά της εθνικής κυριαρχίας και το 112 «θέλει» και «μπορεί», ένα αποτελεσματικό κράτος, τη δεύτερη έμεινε από καύσιμα…
Και δεν αναφέρομαι κυρίως στο καθαυτό δυστύχημα των Τεμπών. Η χώρα για δεκαετίες έβαζε τους σιδηροδρόμους της να κινούνται σε μονή γραμμή, και τέτοιας εκτάσεως δυστύχημα, δεν είχε συμβεί. Αναφέρομαι στη σαθρότητα των κρατικών υπηρεσιών που καθώς δεν μπορούσαν να παράσχουν έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση για τα πραγματικά συμβάντα, εξέθεσαν τον ίδιο, αλλά κυρίως τους δημοκρατικούς θεσμούς στην επίθεση της συνωμοσιολογικής υστερίας. Αυτό λοιπόν το χρεώνεται. Και καθώς δεν υπάρχει στην κοινοβουλευτική δημοκρατία άλλος τρόπος για αλλαγή διακυβέρνησης, πέραν των εκλογών, έχει δυο χρόνια να μας πείσει ότι δεν «θέλει» μόνο, αλλά και ότι «μπορεί».