Στην πορεία προς τις εκλογές, με τα χαρακτηριστικά της πόλωσης και της τοξικότητας να οξύνονται συνεχώς, το ερωτηματικό για το αν συνεχίζει να υπάρχει αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν περιορίζεται μόνο σε ένα σημείο στίξης, αλλά φαίνεται να επενδύεται πολιτικά και να γεννά προσδοκίες. Έτσι, ορισμένοι από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης βιάζονται να «ενταφιάσουν» το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και άλλοι να κηρύξουν το τέλος αυτού του ιδιότυπου «ιερού πολέμου» που έχει στόχο να μην επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ένα τέτοιο μέτωπο;
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν συνιστά ένα πολιτικό κίνημα ούτε έχει ενιαία χαρακτηριστικά. Είναι γεγονός, ότι ήδη από το 2010, ο κάθετος διαχωρισμός των πολιτικών δυνάμεων σε σχέση με τη διαχείριση της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης προσδιόρισε τελικά και τη στάση ευθύνης τους απέναντι στους υπαρκτούς για τη χώρα κινδύνους. Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε άκριτα τους κάθε είδους «αγανακτισμένους», προσχώρησε στην «απολογία της βίας» και στη ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού ακτιβισμού του για να εκτινάξει τα εκλογικά ποσοστά του το 2012, την πιο σκοτεινή ώρα της κρίσης, επιλέγοντας συνειδητά τη λαϊκιστική πολιτική του «αντί» και του «όχι σε όλα». Τη μεγάλη πολιτική ευθύνη για τη διάσωση της χώρας επωμίσθηκαν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, με το τελευταίο να υφίσταται εκλογικά και πολιτικά δυσανάλογα τις συνέπειες της συμμετοχής στην εθνική προσπάθεια. Άλλωστε, ο «ριζοσπαστικός» φονταμενταλισμός του ΣΥΡΙΖΑ στόχευε στη λεηλασία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και στην κονιορτοποίηση του πολιτικού συστήματος για την άνοδό του στην εξουσία. Το υπαρξιακό στοιχείο της διαμόρφωσης ενός μετώπου απέναντι στη συνειδητή διακινδύνευση της χώρας ήταν το διχαστικό δημοψήφισμα του 2015 και η διεκδίκηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και προοπτικής της από το πλατύ κίνημα «Μένουμε Ευρώπη», όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιζε τα ρέστα της/του με «ενήλικες στο δωμάτιο». Το ίδιο μέτωπο πολιτικών δυνάμεων αντιστάθηκε με ανθεκτικότητα, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στις απόπειρες αλλοίωσης του Πολιτεύματος, ευτελισμού του Κοινοβουλίου, υπονόμευσης της Δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου, στη χειραγώγηση των ΜΜΕ, και στη σκευωρία Novartis, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για μια «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», όπως τη στοχοθέτησε πρώτος ο Ευ. Βενιζέλος. Αυτή η στρατηγική ήττα ήταν και παραμένει συνυφασμένη με την απομόνωση των πολιτικών και των πρακτικών του ΣΥΡΙΖΑ, των οποίων ο καθεστωτισμός συνεχίζει να αποκαλύπτεται με πάταγο στο Ειδικό Δικαστήριο όπου έχουν παραπεμθεί πρώην Υπουργοί του.
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο παραμένει ενεργό ως πολιτική στάση και επιλογή ενός πλειοψηφικού εκλογικού σώματος και είναι αυτό που κρατά σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Ωστόσο, το ότι εκφράζεται πολιτικά μέσα από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν σημαίνει ότι αρκείται σε βολικούς συμψηφισμούς ευθυνών στο χαμηλότερο παρονομαστή, ότι προσπερνά αδιάφορα τις ρωγμές του Κράτους Δικαίου στην υπόθεση των υποκλοπών, ότι δίνει συγχωροχάρτια σε σκάνδαλα ή ότι τίθεται σε αυτόβουλη πολιτική ομηρία για «να μην επανέλθει στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ». Το αντίθετο συμβαίνει. Διεκδικεί στις επερχόμενες διπλές εκλογές λύσεις προγραμματικού ρεαλισμού, συμπερίληψης των πολλών σε ένα εθνικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ανάταξης της δημοκρατικής λειτουργίας. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο -όπως και το «Μένουμε Ευρώπη»- τροφοδότησε και τροφοδοτεί ακόμα τον φιλελεύθερο χώρο, το Κέντρο και την κεντροαριστερά, υποδεικνύοντας ποιες πολιτικές δυνάμεις και ποιες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες εκφράζουν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Γι αυτό, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο πολιτικά, για να παραμείνει υπαρκτ
Πηγή: www.tanea.gr