Δεν ήμουνα ποτέ φίλος με τον Άκη Τσοχατζόπουλο, μήτε καν κατά την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα. Από κοντά τον γνώρισα μάλιστα αργότερα, στην Ελλάδα. Χωρίς ποτέ να τον συμπαθήσω ιδιαίτερα. Για μένα η πολιτική δεν ήταν και δεν είναι ρεμπέτικο. Και μάλιστα, ρεμπέτικο πολυτελές.
Όταν έμαθα, πριν γίνουν γνωστές οι “λεπτομέρειες”, το πρόγραμμα του δεύτερου γάμου του στο Παρίσι, προσπάθησα να πείσω έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες του, ότι προκαλούσε και πολιτικά αυτοκτονούσε. Κυρίως που ήδη τότε λέγονταν πολλά και σημαντικά για μίζες και συναφή. Δεν νομίζω ότι τον έπεισα.
Το σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου ήταν από μέρους του η δεύτερη μεγάλη -και πολιτικά αυτοκτονική- πρόκληση. Σκέφτηκα με θλίψη ότι τον είχε χτυπήσει και την πρώτη φορά και τη δεύτερη, το σύνδρομο του Ανδρέα. Μόνο που δεν ήταν Ανδρέας κι ας αποπειράθηκε, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, να τον διαδεχτεί.
Τώρα είναι στον Κορυδαλλό, έχοντας υποστεί κατά τα δύο τελευταία χρόνια πολύωρες κοινοβουλευτικές και δικαστικές ανακρίσεις. Βρέθηκε δικαστής που τον προφυλάκισε λίγο πριν από την Ανάσταση. Και αμέσως μετά από την προκήρυξη των νέων εκλογών. Το μήνυμα είναι προφανώς διπλό, αλλά και διπλά, ως προς τις αρχές του δικαίου, ανεξήγητο. Θα ήθελα κάποιος αρμόδιος με τα της δικαιοσύνης να το εξηγήσει.
Είναι σωστό να μην υπάρχει διαφορά αντιμετώπισης ισχυρών και μη ισχυρών – αλλά πόσο ισχυρός είναι από καιρό ο πρώην υπουργός; Και δέχομαι ότι πρέπει να υπάρχουν πολλά στοιχεία σε βάρος του που δεν ανέτρεψαν οι πολύωρες απολογίες του.
Αυτό που δεν δέχομαι είναι ότι εμφανίζεται από τους πολλούς ως ένοχος, ενώ δεν έχει ακόμα δικαστεί. Και ότι σε αυτό συμβάλλει και η μεταχείριση που του επιφυλάσσεται. Δηλαδή το θέαμα. Με την ευγενική συμμετοχή όλων των Μέσων Ενημέρωσης. Μεγάλη η χάρη τους και εντυπωσιακό το κουράγιο τους! Και αυτών και όσων πολιτών χαίρονται όχι για μια πρόοδο, επιτέλους, της δικαιοσύνης, στην αναγκαία τόσο πολύ κάθαρση της δημόσιας ζωής, αλλά για τον βιαστικό διασυρμό, χωρίς δίκαιη δίκη, ενός πολιτικού.
O Ριχάρδος Σωμερίτης είναι δημοσιογράφος