Πολλά γεγονότα το τελευταίο διάστημα, με πλέον πρόσφατο τη μακάβρια «φάρσα» ενός Ιταλού που δραστηριοποιείται στην παραδημοσιογραφία και θύμα τον παγκοσμίου φήμης Ελληνα σκηνοθέτη, Κώστα Γαβρά, έδωσαν την ευκαιρία να στηθεί η δημοσιογραφία στο απόσπασμα από δικαίους και αδίκους – και κυρίως και ως συνήθως, από τους τελευταίους.
Ευρισκόμενος στην πλευρά εκείνων που δικαίως ασκούν κριτική στα στραβά του επαγγέλματος, ας βρω κι εγώ την ευκαιρία να καταθέσω την άποψή μου, που όσο κι αν δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι ασκώ αυτό το επάγγελμα πάνω από 50 χρόνια, διαθέτει στα υπέρ της ακριβώς αυτό, την εμπειρία αυτών των χρόνων, στη διάρκεια των οποίων βρέθηκα αντιμέτωπος με πάσης φύσεως γεγονότα και καταστάσεις που απαιτούσαν ακόμη και «ειδικό χειρισμό» προκειμένου να ξεπεραστούν σκόπελοι, παγίδες, συμφέροντα, ακόμη και προειδοποιήσεις, του στιλ «πρόσεχε, αυτό καίει», ή «στη θέση σου θα ήμουν πολύ προσεχτικός»…
Το θέμα όμως δεν είναι να παραθέσω εδώ περιπτώσεις και πώς αντιμετωπίστηκαν. Παραβλέποντας λεπτομέρειες και ασαφή σημεία της «υπόθεσης Γαβρά», αρκεί νομίζω να επαναλάβω εδώ αυτό που η Νόνη Καραγιάννη είπε στην εκπομπή της και που συνοψίζεται στο ότι ο Αθήνα 9,84 ΔΕΝ μετέδωσε την «είδηση» γιατί η αρχισυντάκτρια του πολιτιστικού ρεπορτάζ, Ελεονώρα Ορφανίδου, είπε τη φράση κλειδί: «Θα τσεκάρω πρώτα εγώ»!
Ίσως αυτή η τόσο απλή φράση θα πρέπει να αναρτηθεί σε διάφορες παραλλαγές σε κάθε δημοσιογραφικό γραφείο, σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες, και ιδιαίτερα στα λεγόμενα «ειδησεογραφικά σάιτ» του διαδικτύου, που είναι συνήθως και η πηγή του κακού.
Θέλω να είμαι δίκαιος. Εμείς οι παλιοί, υπήρξαμε και κάπως τυχεροί. Πέραν των δασκάλων της δημοσιογραφίας που είχαμε ως κέρβερους απέναντί μας, δεν υπήρχε και το διαδίκτυο!
Έτσι, όταν π.χ. βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πληροφορίες, φήμες, διαδόσεις, κάναμε το αυτονόητο: τσεκάραμε, καταφεύγαμε στην πηγή ή σε ανθρώπους που γνωρίζαμε ότι ξέρουν. Και βέβαια, είχαμε και τον χρόνο στα υπέρ μας, καθώς δεν υπήρχε αυτός ο ανηλεής και πέραν κάθε λογικής και θεμιτού μέσου «ανταγωνισμός», που μαίνεται στο διαδίκτυο και περνάει ανεξέλεγκτα σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις.
Αυτό, όμως, το «τσεκάρισε το», ή αλλιώς, διασταύρωσε το, όχι μόνο έγινε βίωμα σε όσους από τους «παλιούς» συνεχίζουν από θέσεις ευθύνης σε διάφορα Μέσα, αλλά έχει «περάσει» πλέον και σε πολλούς νεώτερους που κάνουν υπεύθυνα τη δουλειά τους, όπως απέδειξε και η καλή συνάδελφος Ελεονώρα Ορφανίδου του Αθήνα 9,84.
Ασφαλώς και δυστυχώς, αυτή η υπεύθυνη άσκηση δημοσιογραφίας δεν αφορά όλα τα Μέσα και όσα επιτελικά στελέχη και δημοσιογράφους καταφεύγουν σε πρακτικές και ενέργειες που αντίκεινται σε κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Πολύ περισσότερο, η υπεύθυνη άσκηση δημοσιογραφίας δεν αφορά εκείνα τα Μέσα που ασκώντας δεσμευμένη δημοσιογραφία, όντας φανερά ή και καλυμμένα φερέφωνα της εξουσίας, κουνούν το δάχτυλο κάθε φορά που θεωρούν ότι η επικαιρότητα τους δίνει ένα τέτοιο δικαίωμα.
Και βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν έχουν το δικαίωμα να εμφανίζονται ως κατήγοροι, πολιτικοί και όργανα στην υπηρεσία της εξουσίας, που έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ελευθεροτυπίας και συντηρούν, με χρήματα των φορολογουμένων τερατώδεις μηχανισμούς αποπροσανατολισμού, προπαγάνδας, διασποράς όχι μόνο ψευδών ειδήσεων, αλλά και διαπόμπευσης ανθρώπων που βρίσκονται απέναντί τους ή και θεωρούν ότι βρίσκονται απέναντι τους, ακόμη και γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τα κελεύσματά τους.
Γνωστά και πρόσωπα και πράγματα…
– Γνωστή π.χ. η πρωτοσέλιδη επίθεση της Αυγής εναντίον ανώτατου δικαστικού την παραμονή της έκδοσης της απόφασης του ΣτΕ για τα κανάλια του Παππά…
– Γνωστές οι ανήθικες επιθέσεις εναντίον μελών των οικογενειών πολιτικών τους αντιπάλων…
– Γνωστή η διοχέτευση φρικαλέων κατευθυνόμενων πληροφοριών και χαλκευμένων «στοιχείων» σε Μέσα που πρόθυμα και με το αζημίωτο έχουν αναλάβει αυτό το βρώμικο παιχνίδι…
– Γνωστή η καθημερινή έκδοση των άθλιων «non papers» με τα οποία το Μαξίμου επιχειρεί να «γράψει» τη δική του εκδοχή για την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας γεγονότα, διαβάλλοντας πολιτικούς του αντιπάλους, αποπροσανατολίζοντας δημοσιογράφους…
– Γνωστές οι ονομαστικές επιθέσεις εναντίον Μέσων, εκδοτών, δημοσιογράφων και η στοχοποίηση όσων δεν είναι αρεστοί στο καθεστώς Τσίπρα…
– Γνωστά και τα ονόματα που οργανώνουν, καθοδηγούν, συντονίζουν, ασκούν αυτές τις πρακτικές που υπονομεύουν την ελεύθερη άσκηση της δημοσιογραφίας, με εκτελεστικά όργανα κάποιους Καρτερούς, Καρανίκες, Μπαξεβάνιδες και λοιπές αντιδημοσιογραφικές και παραδημοσιογραφικές δυνάμεις.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, δεν αποτελούν κάποιες ιδιόμορφες στρεβλώσεις, ή προσωπικές παρεκκλίσεις. Αποτελούν στοιχεία συγκεκριμένης πολιτικής απόφασης, εντάσσονται στην ίδια γραμμή που έχει ως πολιτικό στόχο τον έλεγχο της πληροφόρησης, κι αν αυτό δεν είναι εύκολο, την υπονόμευση του κύρους των Μέσων, των εκδοτών, των δημοσιογράφων που επιμένουν να μη συμμορφώνονται «προς τας υποδείξεις». Κι ευτυχώς, υπάρχουν πολλοί και καλοί ακόμη σ’ αυτό το επάγγελμα!
Το ότι όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συνιστούν μέρος μιας ειλημμένης πολιτικής απόφασης, επεξεργασμένης στο κυβερνητικό επιτελείο του Μαξίμου, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας και από την ομολογία στη Βουλή του «υπουργού Επικρατείας, υπεύθυνου για τον Συντονισμό του κυβερνητικού έργου» (όλο αυτό!), Χριστόφορο Βερναρδάκη, σύμφωνα με την οποία:
«η αυτονόμηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης συνιστά παθογένεια του πολιτικού και οικονομικού συστήματος στην Ελλάδα», κι επομένως «χρειάζεται ρύθμιση»!
Και για να το κάνουμε λιανά, η λειτουργία αυτόνομων, δηλαδή μη ελεγχόμενων Μέσων, κατά την αντίληψη του καθεστώτος Τσίπρα συνιστά «παθογένεια» κι επομένως, η λειτουργία των Μέσων «χρειάζεται ρύθμιση»! Κι όταν λένε «ρύθμιση», εννοούν παρέμβαση, για να πάψουν τα ΜΜΕ να είναι αυτόνομα, δηλαδή μη ελεγχόμενα! Τι δεν καταλαβαίνεις;
Αλλωστε, τι άλλο από έλεγχο της πληροφόρησης αποτελεί και η συστηματική προσπάθεια του «υπουργού Ενημέρωσης» (αν είναι δυνατόν, να υπάρχει υπουργός Ενημέρωσης!) Νίκου Παππά, να ορίσει αυτός τον αριθμό των τηλεοπτικών καναλιών με αμφιλεγόμενες και πάντως κατά παραγγελία «μελέτες», με αυθαίρετα, ξεπερασμένα, αστήριχτα επιχειρήματα που έχουν απορριφθεί πανηγυρικά και με πρόσχημα το «να μπει μια τάξη επιτέλους»;
Το άρθρο 5Α του Συντάγματος, είναι σαφές όταν προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως ο νόμος ορίζει», κι ότι «περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων».
Και βέβαια, περιορισμό του αριθμού των Μέσων συνιστά ο προσδιορισμός με κριτήρια καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας του αριθμού των Μέσων Ενημέρωσης. Για τη λειτουργία των Μέσων, τον τρόπο που ασκείται η ενημέρωση, υπάρχει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, όπως υπάρχουν και οι Κώδικες Δεοντολογίας των δημοσιογραφικών Ενώσεων (για όποιον ενδιαφέρεται: https://www.esiea.gr/arxes-deontologias/?print=pdf) και του ΕΣΡ, όπως υπάρχει και ολόκληρο νομικό οπλοστάσιο, το οποίο τελικά, έτσι όπως αυθαίρετα και καταχρηστικά ασκείται κυρίως από τους πολιτικούς, συμβάλει στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, που και αυτή προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο14, παρ. 1 και 2).
Από τις στήλες της Μεταρρύθμισης, είχα στο παρελθόν (28.05.2017: «Ωμές παρεμβάσεις για την άλωση των ΜΜΕ») την ευκαιρία να αναφερθώ στην κρίση των Μέσων Ενημέρωσης, γράφοντας μεταξύ άλλων:
«Η κρίση των Μέσων Ενημέρωσης έχει διεθνείς διαστάσεις και έχει πλήξει βέβαια και την χώρα μας. Με τη διαφορά ωστόσο, ότι ενώ σε ευρωπαϊκές χώρες λαμβάνονται μέτρα για να μπορέσουν κυρίως οι παραδοσιακές εφημερίδες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες από το διαδίκτυο και να επιβιώσουν, στην Ελλάδα, αντίθετα, η κυβέρνηση επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την άσχημη οικονομική κατάσταση των Μέσων – για την οποία ευθύνονται ασφαλώς οι ιδιοκτήτες τους όπως και οι διοικήσεις των Τραπεζών που με πολιτική παρότρυνση τους παρείχαν ανεξέλεγκτο δανεισμό – προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της την Ενημέρωση…»
Στο ίδιο, προσδιόριζα και κάποιους βασικούς παράγοντες που ευθύνονται για την κρίση στο χώρο της Ενημέρωσης στην Ελλάδα:
«Η κρίση στο χώρο της Ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι πολύπλευρη και συνυπεύθυνοι είναι πολλοί:
– Είναι ασφαλώς όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις που δημιούργησαν ένα άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο πλήρους ασυδοσίας και που διαμόρφωσαν και στήριξαν ένα καθεστώς αδιαφανών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με εκδότες και καναλάρχες…
– Είναι τα πολιτικά κόμματα που ανέχτηκαν αυτό που υποκριτικά κατάγγελλαν ως «διαπλοκή», στο βαθμό που εξασφάλιζε και τη δική τους παρουσία στο «παιχνίδι»…
– Όπως ασφαλώς είναι και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες στο χώρο των εργαζομένων στον Τύπο και τη Ραδιοτηλεόραση που αν δεν στήριξαν φανερά την πολιτική του Σύριζα, στην πραγματικότητα διευκόλυναν τις επιδιώξεις του καταφεύγοντας σε άκαιρες και αναποτελεσματικές «μορφές πάλης».
– Είναι βέβαια ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση, η οποία, πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν, έχει καταρρακώσει τη δημόσια τηλεόραση υποβαθμίζοντας την σε ένα ρόλο καθαρά κομματικού φερέφωνου αφαιρώντας της έτσι κάθε δυνατότητα παρέμβασης σε έναν ψύχραιμο δημόσιο διάλογο για την αναζήτηση τόσο των αιτίων της κρίσης όσο και των δυνατοτήτων εξόδου από αυτήν. Για να μη μιλήσουμε και για την παντελή απουσία της από το χώρο της τέχνης και του πολιτισμού…»
Σίγουρα, θα ήταν λάθος να παραβλεφθούν και οι ευθύνες δημοσιογράφων που με διάφορους τρόπους έχουν συμβάλει στην αναξιοπιστία με την οποία αντιμετωπίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών τα Μέσα Ενημέρωσης, όπως δείχνει ο εξαιρετικά μικρός αριθμός φύλλων κυκλοφορίας ημερήσιων και εβδομαδιαίων εφημερίδων και η περιορισμένη τηλεθέαση των ενημερωτικών εκπομπών.
Ασφαλώς, η κατάρρευση παραδοσιακών Μέσων, εφημερίδων και καναλιών, καθώς και των αποδοχών, οι απολύσεις, η εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, η ραγδαία ανάπτυξη των διαδικτυακών Μέσων, η παντελής έλλειψη κάθε ελέγχου στις συνθήκες εργασίας των δημοσιογράφων και πολλά άλλα, είχαν ως αποτέλεσμα να επικρατήσουν συνθήκες άγριου και πέραν κάθε δεοντολογίας ανταγωνισμού όχι μόνο μεταξύ των Μέσων, αλλά και μεταξύ των εργαζομένων στην Ενημέρωση – και εδώ βέβαια, θα πρέπει να επισημανθούν και οι μεγάλες ευθύνες των μελών των κατά καιρούς διοικήσεων των δημοσιογραφικών ενώσεων, που αντιμετώπισαν τα προβλήματα που αναφύονταν με προφανείς πολιτικές και κομματικές δεσμεύσεις και σκοπιμότητες.
Την ίδια περίοδο της κρίσης που ακόμη διανύουμε, ένα ακόμη φαινόμενο, που έχει βεβαίως τις ρίζες του στο παρελθόν, φαίνεται ότι έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Πρόκειται για την προσωπική πρόσδεση δημοσιογράφων τόσο με την πολιτική εξουσία όσο και με ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα, που γίνεται με την πρόσληψή τους σε Γραφεία Τύπου πολιτικών και δημόσιων οργανισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και στην Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, στην οποία όπως όλα δείχνουν «υπηρετούν», στην κυριολεξία της λέξης, δεκάδες δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και γνωστοί σχολιαστές, αρθρογράφοι, αναλυτές σε διάφορα Μέσα Ενημέρωσης.
Γράφω, «όπως όλα δείχνουν», γιατί πρόσφατα, εκτός από την περίπτωση γνωστής δημοσιογράφου που απασχόλησε με επικριτικά σχόλια την επικαιρότητα όταν έγινε γνωστή η μετακίνησή της από το γραφείο Τύπου της Προεδρίας της Δημοκρατίας στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, έγιναν γνωστά και άλλα περιστατικά, όπως η «μετακίνηση» επίσης γνωστού αθλητικού σχολιαστή από τη ΓΓΤΠ στην ΕΡΤ προκειμένου να καλύπτει αθλητικούς αγώνες τους οποίους ανέλαβε να μεταδίδει το δημόσιο κανάλι, χρηματοδοτώντας έτσι έμμεσα με αρκετά εκατομμύρια τις ιδιωτικές Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες.
Το θέμα της παράλληλης επαγγελματικής απασχόλησης δημοσιογράφων με Γραφεία Τύπου και πολιτικούς οργανισμούς, κόμματα, Γραμματείες κλπ, έχει ασφαλώς την δεοντολογική πλευρά του, την οποία και καθορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας των δημοσιογραφικών ενώσεων, όπως έχει και οικονομικά πλεονεκτήματα, έχει όμως και άλλες πλευρές, όχι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, όπως:
– Αυτός που εργάζεται σε ένα Μέσο και παράλληλα σε γραφείο Τύπου, πολιτικό Οργανισμό κλπ έχει πρόσβαση σε πληροφορίες και στοιχεία που του διασφαλίζουν καλύτερη πληροφόρηση έναντι συναδέλφων του σε άλλα ανταγωνιστικά Μέσα η οποία και τον καθιστά περισσότερο «έγκυρο» και «αξιόπιστο» έναντι άλλων δημοσιογράφων και άλλων Μέσων…
– Αυτές τις πληροφορίες και τα στοιχεία ο δημοσιογράφος έχει την υποχρέωση έναντι της υπηρεσίας στην οποία εργάζεται να τα διασφαλίζει από κάθε ανεπιθύμητη διαρροή, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υποχρέωση κάθε ελεύθερου από κάθε είδους δεσμεύσεις επαγγελματία δημοσιογράφου να ερευνά, να συλλέγει πληροφορίες και στοιχεία που ενδιαφέρουν τους πολίτες προκειμένου με βάση αυτά να είναι σε θέση να ασκεί υπεύθυνη κριτική και να επικρίνει την κυβέρνηση, τα κόμματα, τους δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις…
– Από την άλλη, αυτός που εργάζεται σε Γραφείο Τύπου ή δημόσια υπηρεσία, είτε από μόνος του, είτε σε συνεννόηση με την υπηρεσία στην οποία εργάζεται, μπορεί να αποκλείει από την πληροφόρηση άλλους δημοσιογράφους άλλων Μέσων, να τους παραπληροφορεί και γενικά να χειρίζεται την πληροφόρηση όπως συμφέρει την υπηρεσία, μέσω «επιθυμητών διαρροών», γνωστών και ως «φιλικές εξυπηρετήσεις», επιλεκτικά προς Μέσα και δημοσιογράφους, με τις οποίες και επιδιώκεται ή και εξασφαλίζεται η φιλική στάση ή και η «ουδετερότητα» τους έναντι της εξουσίας, του κόμματος, της επιχείρησης.
Όλα αυτά είναι προφανές ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα η δημοσιογραφική δεοντολογία επιβάλει, όπως:
«Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας.
Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.
β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών» (Από τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, άρθρο 1).
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν κάτω από τις σημερινές συνθήκες μπορούν να διορθωθούν ή έστω να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ενημέρωση στην Ελλάδα. Θα μπορούσε ωστόσο να αρχίσει ένας διάλογος με στόχο να αναγνωριστούν κατ’ αρχήν και να τεθούν επί τάπητος, που λένε, τα προβλήματα, οι παθογένειες από τις οποίες υποφέρουν τα Μέσα Ενημέρωσης και που συνιστούν αυτό που αποκαλείται «κρίση Ενημέρωσης», όπως τουλάχιστον την εννοούν αυτοί που πραγματικά ενδιαφέρονται για την υπέρβασή της και όχι αυτοί που φέρουν και την μεγάλη ευθύνη για τις διαστάσεις που έχει πάρει και που θέλουν να προσαρμόσουν την ενημέρωση στα μέτρα του καθεστώτος τους, καθιστώντας την άθλιο υπηρέτη του.