Γιάννης Τσαρούχης, 1910-1989
«Η τέχνη κάνει πράγματα με τα οποία ξεχνά κανείς το θάνατο. Όταν δεν τον ξεχνάς, είναι κακή η τέχνη, αποτυχημένη. Ακόμη μιλώντας για το θάνατο ξεχνούμε το θάνατο, ζούμε».
Γιάννης Τσαρούχη
Ζωγραφική αυτοβιογραφία
(περιοδικό Λέξη, τχ. 7, Σεπτέμβρης ’81)
Είναι περιττό και ίσως δυσάρεστο για έναν που ζωγραφίζει να εξηγεί με λόγια, γράφοντας, τι θέλει να πει με τα έργα του.
Υποτίθεται ότι στα έργα του έχει πει όσα λέγονται ζωγραφικώς ενώ συγχρόνως έχει αποκρύψει όσα είναι άχρηστα στην έκφραση ενός ιδανικού. Συνήθως όταν λέμε ιδανικό, εννοούμε κάτι σαν άνυδρη και ξερή περιοχή κάπως παστεριωμένη. Το ιδανικό ενός καλλιτέχνη είναι η ίδια η ζωή σ’ ό,τι έχει πιο ουσιαστικό, και καθόλου μια πόζα. […] Αντί να εξηγήσω τι σημαίνουν και τι παριστάνουν τα έργα μου προτίμησα να διηγηθώ μέσα σε τι συνθήκες ζωής τα εζωγράφισα, αφήνοντας τα ταπεινά μου έργα να μιλήσουν μόνα τους για το τι σημαίνουν.
Δεν είναι πάντα τόσο άσχετη όσο νομίζουν μερικοί, η ζωή ενός ανθρώπου με τον τρόπο που εκφράζεται στην Τέχνη…
Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα νέα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Όσο θυμάμαι, δύο μόνο δεν ήταν νεοκλασικά. Το ένα ήταν σαν μεσαιωνικό κάστρο και το άλλο Art Nouveau. Το τελευταίο γρήγορα μεταποιήθηκε για να συμμορφωθεί με τα άλλα.
Φυσικά υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που ‘χαν αυλή και κάμαρες γύρω γύρω. Απέναντι στο σπίτι που γεννήθηκα ήταν το σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, που ήταν χήρα και πλούσια. Τα παιδιά της ήταν όλα μεγαλύτερα από μένα.
Στον Πειραιά έμενε και μια άλλη θεία που κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους που ‘χε δυο αγόρια και τρία κορίτσια που έκαναν παρέα μ’ ένα νεαρό, όχι και πολύ πλούσιο, που λεγόταν Σταύρος Νιάρχος.
Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να σεργιανίζεις σε μία γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Όταν κάποτε είδα σ’ ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή.
Από τότε μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Όλα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.
Διαβάστε την συνέχεια στο dim/art