Αυτό που λείπει είναι η πρόταση. Μία πρόταση νέα, πειστική και δοσμένη με τρόπο που πείθει. Αυτό είναι που έδωσε στην υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη κάποια χαρακτηριστικά κινηματικού τύπου. Είναι το ίδιο που δεν κατάφερε να κάνει ο λεγόμενος προοδευτικός/μεταρρυθμιστικός χώρος, είναι το ίδιο που οδήγησε μη δεξιούς πολίτες να ενεργοποιηθούν προκειμένου να υποστηριχθεί η υποψηφιότητα που έδειχνε να φέρνει μία κάποια ρεαλιστική πρόταση κι όχι πάλι συμβιβασμό.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε σοβαρά πολιτικά χαρακτηριστικά σε αυτό το «τσαλάκωμα» μη δεξιών πολιτών, προκείμενου να διαμορφώσουν ένα σκηνικό που πιθανά μπορεί να διαφοροποιήσει τις εξελίξεις για την χώρα. Είναι μια πρακτική ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εγχώριας πολιτικής σκηνής.
Ανεξάρτητα από το αν το «τσαλάκωμα» βρει ανταπόκριση ή όχι, αυτή η πολιτική κουλτούρα κρύβει ένα αξίωμα που λείπει από την πολιτική ζωή του τόπου: να τολμάμε ν’ αλλάζουμε. Όταν κάτι μας πείθει, οφείλουμε να αλλάζουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε κι αλληλεπιδράμε με τα πράγματα γύρω μας. Να εξελισσόμαστε. Κι όταν πέφτουμε έξω και πάλι ν’ αλλάζουμε.
Το ίδιο ισχύει και για τα ελληνικά κόμματα, δεν πρέπει ποτέ να λησμονούν πως η ίδια η ύπαρξη και λειτουργία τους είναι εργαλείο κι όχι αυτοσκοπός. Απαραίτητο, πολύτιμο και ίσως το πλέον σημαντικό εργαλείο, αλλά εργαλείο. Οφείλουν στο σύνολό τους ανοιχτά να διαμορφώνονται και να δίνουν την ευκαιρία, μέσα από τα ίδια, η κοινωνία των πολιτών να μπορεί να διαμορφώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την συνθήκη που η ίδια πλειοψηφικά επιθυμεί.
Δημοκρατία άλλωστε δεν είναι μόνο το δικαίωμα στην ψήφο, αλλά και όλα όσα προηγούνται για να διαμορφωθούν τα διλλήματα όπως αυτά φτάνουν μέσα σε κάθε παραβάν. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο πράγμα η δημοκρατία. Χρειάζεται ευθύνη και συμμετοχή όλων για να λειτουργήσει σωστά.
Αυτό όμως είναι και η απαράμιλλη ομορφιά της: η αναπόδραστη ευθύνη και η συμμετοχή όλων. Βλέπετε, ακόμα κι όταν εμείς παύουμε να πιστεύουμε στους εαυτούς μας, εκείνη συνεχίζει να πιστεύει σε εμάς.